Ο σκηνοθέτης Παναγιώτης Λάρκου πιστεύει ότι σε μια ευνομούμενη πολιτεία άνθρωποι χωρίς χιούμορ δεν θα είχαν καμία θέση στο θέατρο.

Σύμφωνα με το επίσημο βιογραφικό του, τού αρέσει να παίζει: μουσική, θέατρο, επιτραπέζια. Μάλιστα, συνήθως χάνει. Σαν ένα παιχνίδι αντιμετωπίζει και τη σκηνοθεσία, με δεδομένο ότι για τον ίδιο το θέατρο είναι ένα κατεξοχήν λαϊκό θέαμα. Ο Παναγιώτης Λάρκου αναλαμβάνει κι αυτό το καλοκαίρι τη διόλου ευκαταφρόνητη ευθύνη να ψυχαγωγήσει και να διασκεδάσει τους θεατές για λογαριασμό του ΘΟΚ, με όχημα τους σπαρταριστούς διαλόγους, τις απίθανες καταστάσεις, τον καταιγιστικό ρυθμό και τη σατιρική διάθεση της αξεπέραστης κωμωδίας του Αλέκου Σακελλάριου και του Χρήστου Γιαννακόπουλου «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες». Ένας καλός τρόπος να το πετύχει κανείς αυτό είναι προσεγγίζοντας το έργο με σεβασμό και πετώντας το δόλωμα του διαλόγου.

– Ποιοι είναι οι βασικοί άξονες που καθορίζουν αυτή την πρόταση; Μετά από δύο χρόνια μαυρίλας; Να έρθει ο κόσμος στο θέατρο και να γελάσει με την καρδιά του. Και φεύγοντας να πει: «Ρε συ, ωραίο είναι τελικά αυτό το πράγμα το θέατρο. Θα ξαναπάω». Τα υπόλοιπα περί νοημάτων, σκηνοθετικής φόρμας και αισθητικής, πώς κάνεις κάτι παλιό ξανά καινούργιο, τι σημαίνει να εμπιστεύεσαι μια νεανική διανομή, δεν θα τα αποκαλύψω γιατί θέλουμε να τα περάσουμε ύπουλα στο υποσυνείδητό σας και θέλω να σας πιάσω απροετοίμαστους.

– Θεωρείς ότι υπάρχει κάποια παρεξήγηση σχετικά με τις καλοκαιρινές παραγωγές αυτού του είδους; Απευθύνονται σε συγκεκριμένο κοινό; Το θέατρο για μένα είναι ένα λαϊκό θέαμα. Κι ως τέτοιο οφείλει να απευθύνεται στο σύνολο του κοινού. Κι αν υπάρχουν φόρμες ή θέματα στα οποία το κοινό δεν είναι συνηθισμένο, τότε το ίδιο το θέατρο πρέπει να εκπαιδεύει το κοινό του. Όλοι είναι ικανοί να παρακολουθήσουν και να ψυχαγωγηθούν με μια παράσταση, αρκεί να χτίζεται με ειλικρίνεια, χωρίς δακτυλάκια και σοβαροφάνεια. Για το συγκεκριμένο είδος θα πω πως υπάρχουν και έργα σωστά διαμάντια. Πρέπει κάποιος να τα προσεγγίζει με τον απαιτούμενο σεβασμό. Σεβασμό στις λέξεις και σεβασμό στον κόσμο που θα κάθεται στην πλατεία.

– Βρίσκεις ότι κατάντησε κλισέ η φράση «το κοινό έχει ανάγκη την κωμωδία»; Όχι, βέβαια. Η φράση εντάσσεται στην ομάδα με τις συμπαντικές αλήθειες παρέα με «το παγωτό τριαντάφυλλο είναι το καλύτερο», «Ε=MC2», «τρώμε καρπούζι κοπιάστε» κι άλλα πολλά. Κλισέ θλιβερό είναι όταν βασισμένοι σ’ αυτή την ανάγκη του κοινού να γελάσει, κάποιοι κερδοσκοπούν με μέτρια θεάματα. 

© Παναγιώτης Μηνά

– Είναι υποχρεωμένο το θέατρο- και δη ένα κρατικό θέατρο- να εκφράζει πάντα βαθιές ανησυχίες πολιτικής και υπαρξιακής φύσης μέσα από τις παραστάσεις του; Το θέατρο και ειδικά το κρατικό, πάντα πρέπει να συντονίζει τη ρότα του με το τι συμβαίνει στη χώρα. Είναι πολύ όμορφο όταν υπάρχει διάθεση για σκέψη μέσα από την επιλογή του ρεπερτορίου. Από την άλλη, υπάρχουν στιγμές που ο κόσμος θέλει απλά να ξεσκάσει. Κι αυτός ο συντονισμός είναι θεμιτός. Δεν χρειάζεται πάντα οι ανησυχίες να είναι βαθιές ή τα νοήματα υπαρξιακά. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι ν’ ανοίξεις μια συζήτηση ή να σχολιάσεις κάποιο πολιτικό ζήτημα. Μπορείς να το κάνεις διακριτικά και με ευγένεια. Συζητήσαμε με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του ΘΟΚ και άλλα έργα. Καταλήξαμε σ’ αυτό γιατί διακρίναμε κι ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης.

 – Ποιο είναι αυτό; Οι Μακρυκωσταίοι γράφτηκαν σε μια εποχή που οι πληγές του εμφυλίου ήταν ανοικτές στην Ελλάδα. Και μέσα από τον παραλογισμό της βεντέτας των δύο οικογενειών μπορεί κάποιος να κάνει τους απαραίτητους συνειρμούς. Δύο νέοι άνθρωποι που προσπαθούν να στήσουν μια ειρηνική ζωή, κυνηγιούνται από τις αμαρτίες των προγόνων τους. Δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα, αλλά η παλιά γενιά επιμένει στο μίσος γιατί πάνω σ’ αυτό έκτισε την προσωπική της καριέρα. Σας κτυπάει κάποιο καμπανάκι για την Κύπρο του σήμερα; Κάποιος άλλος μπορεί να επιλέξει απλώς να ξεκαρδιστεί στα γέλια μ’ αυτό που συμβαίνει πάνω στη σκηνή. Κι οι δύο δρόμοι τίμιοι. Δική μας δουλειά μας είναι να πετάμε το δόλωμα του διαλόγου.

– Σε προβληματίζει η αναπόφευκτη σύγκριση με την ταινία; Καθόλου και ποτέ. Εγώ υπογράφω τη σκηνοθεσία ενός θεατρικού έργου. Αν ο κόσμος έχει δει την ταινία κι αυτό θα τον φέρει στο θέατρο, πολύ θα χαρώ. Όμως δεν θα δει κάποιον να «κάνει» τον Ηλιόπουλο ούτε τον Χατζηχρήστο, το λέω από τώρα για να μην έχουμε στενοχώριες. Αυτά είναι που δημιουργούν παρεξηγήσεις και κλισέ. Η εύκολη λύση της ξεπατικωτούρας. Προσωπικά, κουράστηκα να βλέπω παραστάσεις ν’ αντιγράφουν ταινίες ή και άλλες παραστάσεις με μόνο στόχο την είσπραξη. Τώρα που περνάει κι από το χέρι μου, δεν θα συμβεί.

– Πόσο «μοιάζει» στον σκηνοθέτη της μια παράσταση; Σάρκα από τη σάρκα του και αίμα του κι άλλα τέτοια μεταφυσικά. Η παράσταση είναι ο σκηνοθέτης κι ο σκηνοθέτης είναι η παράστασή του. Η άποψή του για τον κόσμο. Το μέσα του. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Αλλιώς γιατί ν’ ανεβαίνουν τα ίδια κείμενα ξανά και ξανά;

– Πόσο μακριά είναι η εποχή που περιγράφουν ο Σακελλάριος και ο Γιαννακόπουλος; Αν δύο από τους χαρακτήρες του έργου είχαν κινητό τηλέφωνο, η παράσταση θα τέλειωνε στην πέμπτη σελίδα. Γράφουν σε μία εποχή όπου η ανάγκη για επικοινωνία δεν καλυπτόταν τεχνολογικά. Σήμερα που μπορούμε να επικοινωνήσουμε με όλους, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. Τελικά όλα είναι θέμα διάθεσης. 

 – Μπορείς να σκηνοθετήσεις ή να παίξεις σε μια κωμωδία αν δεν έχεις αίσθηση του χιούμορ; Ούτε να παίξεις, ούτε να σκηνοθετήσεις, ούτε να πατήσεις το κουμπί ν’ ανοίξει η αυλαία. Κι όχι μόνο στην κωμωδία. Σε όλα τα είδη. Σε μια ευνομούμενη πολιτεία άνθρωποι χωρίς χιούμορ δεν θα είχαν καμία θέση στο θέατρο. Τέλος.

– Τι είναι αυτό που κατά κανόνα εγκλωβίζει το μυαλό του θεατή; Τα στερεότυπα που τον ταΐζει η τηλεόραση, οι φανταχτερές επιταγές του lifestyle και τα «πρέπει» που μας φορτώνουν από την κούνια. Ειδικά εδώ, ζούμε ανάμεσα στα πρέπει. Θεατρικά, το μεγαλύτερο μπλοκάρισμα είναι το «πρέπει να σου αρέσει αυτή η παράσταση γιατί είναι πολύ σημαντική και αρέσει σε ανθρώπους πολύ σημαντικούς που ξέρουν περισσότερα από εσένα». Και σήκω όρθιος να χειροκροτήσεις γιατί έχουν σηκωθεί όλοι και τι θα πει ο κόσμος. Κι αν δεν σου αρέσει μην το πεις γιατί θα σε περάσουν για απαίδευτο. Φίλε θεατή μην ανησυχείς: το θέατρο δεν είναι πυρηνική φυσική. Δεν χρειάζεται να είσαι «ειδικός» για να έχεις άποψη.

– Καλλιτεχνικά, ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σου; Να πέσω στην παγίδα να πιστέψω πως είμαι σημαντικός.

– Τι θεωρείς σκηνοθετικά ανέφικτο; Να κερδίσεις το κοινό, αν δεν έχεις κερδίσει το θίασο. Να φτάσεις αναίμακτα μέχρι την πρεμιέρα χωρίς να έχεις πει ούτε κι ένα ψέμα. Να φτιάξεις κάτι που ν’ αρέσει σε όλους. Ανέφικτο, χλιαρό και αχρείαστο.

  • INFO: «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», 2, 3 και 4/6 Λευκωσία, Αμφιθέατρο Μακαρίου Γ’, 8/6 Λάρνακα, Παττίχειο Αμφιθέατρο, 10/6 Ελεύθερη Αμμόχωστος, Δημοτικό Αμφιθέατρο Δερύνειας, 17 & 18/6 Λεμεσός, Κηποθέατρο, 9μ.μ. 77772717, thoc.org.cy