Βαποράκια, εξυπηρετούν συμφέροντα, πράκτορες, λαμόγια, πουλημένοι, προκλητικοί. Αυτά είναι μερικά από τα κοσμητικά επίθετα που θα ακούσετε και θα διαβάσετε για δημοσιογράφους και Μέσα Ενημέρωσης. Τοποθετούν μια ταμπέλα, ενίοτε την στολίζουν και με κάμποσα φωτάκια και αισθάνονται ότι έτσι πέτυχαν τον στόχο τους. Χωρίς βεβαίως αυτό να επιτυγχάνεται στην πραγματικότητα.
Οι δημοσιογράφοι δεν είναι και η καλύτερη φάρα που υπάρχει μέσα στην κοινωνία. Έχουμε κι εμείς τα καλά μας και τα κακά μας. Όμως δεν μπορεί να ευθύνονται μονίμως οι δημοσιογράφοι για τις όποιες αποτυχίες ή αδυναμίες ενός πολιτικού. Δεν του αρέσει η κριτική, φταίει ο δημοσιογράφος. Τον αποστρέφεται ο κόσμος, φταίνε οι δημοσιογράφοι. Εξοργίζεται ο κόσμος με αποφάσεις, φταίνε οι δημοσιογράφοι. Υπάρχει αντίδραση στην κοινωνία, την υποκινούν τα Μέσα Ενημέρωσης. Δεν πάει ο κόσμος να ψηφίσει, φταίνε και πάλι οι δημοσιογράφοι με όσα γράφουν. Είπαμε, δεν είμαστε και η καλύτερη φάρα, αλλά δεν είμαστε και ό,τι πιο επιζήμιο υπάρχει μέσα στην κοινωνία.
Από την άλλη δεν μπορούμε και μονίμως να δίνουμε στον οποιονδήποτε διαπιστευτήρια γιατί γράψαμε το ένα ή το άλλο. Ούτε και να λογοδοτούμε γιατί δώσαμε μεγαλύτερη κάλυψη στο ένα ή στο άλλο κόμμα/υποψήφιο. Και κυρίως δεν έχουμε καμιά υποχρέωση να εξηγούμε γιατί έχουμε άποψη είτε για ένα συμβάν, είτε για τις τάσεις μέσα στην κοινωνία, είτε για το πώς συμπεριφέρεται ένας πολιτικός/κόμμα/υποψήφιος.
Οι δημοσιογράφοι δεν είναι νομοθέτες, ούτε λαμβάνουν αποφάσεις. Καταγράφουν γεγονότα και ασκούν κριτική. Ξέρουμε βεβαίως ότι η προβολή κάποιων γεγονότων αλλά και η άσκηση κριτικής δεν αρέσει σε κανένα και κυρίως στους πολιτικούς, απ’ όποια οπτική γωνία και αν το δει κανείς.
Αν, για παράδειγμα, το ρεπορτάζ προβάλλει ένα κυβερνητικό έργο, τότε ενοχλείται η αντιπολίτευση. Εάν καταγράφει τα κακώς έχοντα ενός έργου, τότε διαμαρτύρονται οι κυβερνώντες, και πάει λέγοντας. Αν τώρα ένα άρθρο γνώμης καταγράφει λάθη ή αδυναμίες ενός πολιτικού, ο εν λόγω πολιτικός αντί να προβληματιστεί για την εικόνα που εκπέμπει προσπαθεί, μέσω διαφόρων παρεμβάσεων να επιβάλει σιωπή σ’ ό,τι δεν του αρέσει.
Θα πρέπει λοιπόν κάποια στιγμή οι πολιτικοί να κοιτάξουν περισσότερο τη δουλειά τους. Να παραδειγματιστούν από τους παλαιότερους. Γιατί δυστυχώς φαίνεται πως αντί να βελτιωνόμαστε, πάμε προς αντίθετη κατεύθυνση. Γιατί εκεί που περιμένεις από τις νεότερες γενιές πολιτικών να έχουν παραδειγματιστεί από φαινόμενα «πράκτορας των Ναζί», «αττιβάν», «απόπειρες δολοφονίες», βλέπεις ότι απλώς αλλάζει το θεματολόγιο και ο τρόπος προβολής και όχι η νοοτροπία.
Εκεί που πιστεύεις ότι κάποιοι που είχαν πληρώσει τίμημα στο παρελθόν να έχουν διδαχθεί, ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι κάνουν τα ίδια και χειρότερα. Από τη στήλη αυτή είχα στο παρελθόν αναφέρει το παράδειγμα του Γλαύκου Κληρίδη, το οποίο φροντίζει σε κάθε μας συνάντηση να μου το θυμίζει ο Ι. Κασουλίδης.
Ο Γλαύκος Κληρίδης υπήρξε ουκ ολίγες φορές θύμα των επιθέσεων από τα Μέσα Ενημέρωσης, ιδιαίτερα στη μετά 1974 εποχή. Δεν θύμωνε με αυτά που του έγραφαν; Σίγουρα θα θύμωνε, ιδιαίτερα όταν ήξερε πως εκείνα που του έγραφαν δεν ευσταθούσαν. Όμως τα όποια σχόλια είχε τα κρατούσε για τον εαυτό του. Ούτε και επέτρεπε στον οποιονδήποτε να χρησιμοποιεί την σε βάρος του ιδίου κριτική για να επιτεθεί κατά δημοσιογράφων και Μέσων Ενημέρωσης.
Δεν έβαζε ταμπέλες προκειμένου να έχει μια εύκολη οδό διαφυγής. Αντίθετα στεκόταν και πάλευε με πολιτικούς όρους και άφηνε τις θέσεις του στην κρίση του καθενός. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που ακόμα και σήμερα υπάρχει σεβασμός στο πρόσωπό του. Και γι’ αυτό τον λόγο οι αποφάσεις και θέσεις του συνεχίζουν να κρίνονται είτε θετικά είτε αρνητικά.