Ήταν Φεβρουάριος του 2008 όταν η Φιόνα Χιλ επιχειρούσε να πείσει τον τότε Πρόεδρο Τζορτζ Γ. Μπους και τον αντιπρόεδρο Ντικ Τσένι πως θα ήταν προβληματική μία πρόταση για ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ. Στέλεχος του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών με αρμοδιότητα τη Ρωσία και την Ευρασία, η Χιλ επεσήμανε στο τότε ισχυρό δίδυμο των Ηνωμένων Πολιτειών και του κόσμου πως, σε αντίθεση με την προσέγγιση των δυτικών, ο Βλαντιμίρ Πούτιν έβλεπε το ΝΑΤΟ με καχυποψία και ήταν κάθετα εναντίον στο να ενταχθούν γειτονικά με τη χώρα του κράτη. Θα το θεωρούσε ως πρόκληση, που ήταν κι ένας από τους λόγους που σημαντικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ ήταν αντίθετοι σ’ αυτή την ιδέα. 

Ο Ντικ Τσένι εκνευρίστηκε με τα όσα άκουσε, σηκώθηκε πάνω και απευθυνόμενος στη Χιλ της είπε: «Ώστε μου λέτε πως είστε εναντίον της ελευθερίας και της δημοκρατίας». Και μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε από το Οβάλ Γραφείο. Στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, που πραγματοποιήθηκε μερικές μέρες μετά, ο Πρόεδρος Μπους δεν έλαβε υπόψη του τα όσα η Χιλ και άλλοι σύμβουλοί του είχαν προειδοποιήσει και έσπευσε να δηλώσει πως το ΝΑΤΟ θα πρέπει να καλωσορίσει τη Γεωργία και την Ουκρανία μέσα στο πρόγραμμα ένταξης. Τελικά η Χιλ επιβεβαιώθηκε καθώς υπήρξε αντίδραση από άλλους ηγέτες του ΝΑΤΟ και στο τέλος υπήρξε συμβιβασμός με μία ανακοίνωση που αναφερόταν γενικά και αόριστα σε ένταξη των δύο χωρών, αλλά χωρίς καμιά αναφορά σε ημερομηνία. 

Η Φιόνα Χιλ περιέγραψε τα πιο πάνω μιλώντας πρόσφατα στο περιοδικό ΤΙΜΕ επιχειρώντας παράλληλα να καταδείξει το πόση σημασία έχει να ακούνε οι εκάστοτε Πρόεδροι τα όσα τους μεταφέρουν οι σύμβουλοί τους. Η ίδια περιγράφει διάφορα παραστρατήματα Αμερικανών Προέδρων τα τελευταία 15 χρόνια θέλοντας να καταδείξει ότι δεν λάμβαναν υπόψη όσα τους έλεγαν σε σχέση με τη Ρωσία. Η Φιόνα Χιλ με κάθε ευκαιρία (όπως έπραξε και στη διάρκεια της συνέντευξής της στο ΤΙΜΕ) τονίζει πως «καθ’ όλη τη διάρκεια των αλλαγών μας, προέδρων και αξιωματούχων στην κυβέρνηση, ο Πούτιν ήταν εκεί για 22 χρόνια. Ο ίδιος άνθρωπος, με τα ίδια πρόσωπα να τον περιτριγυρίζουν. Και παρακολουθεί τα πάντα». 

Είναι λοιπόν εμφανές πως ο κάθε ηγέτης βλέπει τον κόσμο από διαφορετική οπτική γωνία και σύμφωνα με τις δικές του αντιλήψεις. Οι Αμερικανοί έχουν μια συγκεκριμένη αντίληψη της παγκόσμιας σκηνής, που είναι διαφορετική από εκείνη των Γερμανών και πολύ περισσότερο των Γάλλων. Ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια παρουσίας του Πούτιν στην εξουσία της Ρωσίας και με τον πόλεμο στην Ουκρανία να συνεχίζει, δείχνουν να μην είναι σε θέση να κοιτάξουν την πραγματικότητα και προσπαθούν να πλήξουν τη Ρωσία με μέτρα τα οποία κάθε άλλο παρά φαίνεται να αγγίζουν τον Πούτιν. Σε παλαιότερο άρθρο των Τάιμς της Νέας Υόρκης, το οποίο κανένας ηγέτης σε ΗΠΑ και ΕΕ δεν μπήκε στον κόπο να ρίξει μία ματιά, υποδεικνυόταν από άλλον ειδικό σε θέματα Ρωσίας πως είναι άνευ ουσίας η προσπάθεια των δυτικών να πλήξουν τον Πούτιν κτυπώντας τους ολιγάρχες. 

Την περασμένη Κυριακή, η Φρανσουάζ Τομ σε συνέντευξη στην αθηναϊκή εφημερίδα «Το Βήμα» επαναλάμβανε κάτι ανάλογο για τον Ρώσο ηγέτη: «Η Δύση αγνόησε όλες τις ανησυχητικές ενδείξεις αυτού του καθεστώτος, πασιφανείς ήδη από τις πρώτες μέρες της εγκαθίδρυσής του, για όποιον ήθελε να τις δει… Οι προφανείς φιλοδοξίες του Πούτιν σε σχέση με τις “κοντινές” γειτονικές χώρες της Ρωσίας: ο πρώτος εκβιασμός των Ρώσων με το φυσικό αέριο χρονολογείται από το 2004. Οι Δυτικοί πίστεψαν ότι τα ηγετικά κλιμάκια της Ρωσίας ενδιαφέρονταν αποκλειστικά και μόνο να πλουτίσουν. Δεν αντιλήφθηκαν ότι για τον Πούτιν η εδραίωση της ρωσικής ισχύος ήταν πιο σημαντική από τον πλουτισμό». 

Διαβάζοντας τη συνέντευξη της Γαλλίδας ιστορικού, η οποία το 2018 βρέθηκε στο στόχαστρο του Κρεμλίνου για το βιβλίο της «Ερμηνεύοντας τον Πουτινισμό», προσωπικά κατέγραψα ακόμα ένα σημαντικό που πάει πέρα από τα όσα επισημαίνει για τη Ρωσία του Πούτιν. Αγγίζει και το κεφάλαιο ρεαλισμός. Γιατί και στην περίπτωση της Ρωσίας πολλές ήταν οι υποδείξεις για να δει κάποιος τα πράγματα με ρεαλισμό. Η Φρανσουάζ Τομ αναφέρει συγκεκριμένα: «Κατά τη γνώμη μου, ο ρεαλισμός συνίσταται πρωτίστως στο να συνειδητοποιήσουμε με τι είδους καθεστώς έχουμε να κάνουμε. Τη δεκαετία του 1930 όσοι φαντάζονταν ότι ήταν φυσιολογικό να κάνουν μπίζνες με τον Χίτλερ, δεν ήταν “ρεαλιστές”. Ήταν κυνικοί που φαντάζονταν ότι η πολιτική, προκειμένου να είναι αποτελεσματική, έπρεπε αναγκαστικά να είναι ανήθικη. Ούτε ο Μακιαβέλι δεν έφτασε να ισχυριστεί κάτι ανάλογο. Πολλοί “ρεαλιστές” έλκονται από την ισχύ και μπαίνουν στον πειρασμό να θέσουν τους εαυτούς τους στην υπηρεσία δικτατόρων. Τα τελευταία 30 χρόνια οι φερόμενοι “ρεαλιστές” υπαγόρευσαν τη δυτική πολιτική έναντι της Ρωσίας. Και βλέπουμε τώρα πού οδηγηθήκαμε».