Στάθηκε στο ύψος του το Ανώτατο Δικαστήριο που επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση του Κακουργιοδικείου, το οποίο καταδίκασε άντρα σε ποινή φυλάκισης 8 χρόνων για υπόθεση σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού ηλικίας 6 ετών. Ο καταδικασθείς άσκησε έφεση τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και κατά της ποινής που του επιβλήθηκε πρωτοδίκως, θεωρώντας την ως έκδηλα υπερβολική, ωστόσο η έφεση έπεσε στο κενό.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, τα οποία πραγματικά συγκλονίζουν και δεν θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε σε λεπτομέρεια, παραπονούμενη ήταν ανήλικη που κατά τον ουσιώδη χρόνο διάπραξης των αδικημάτων (μεταξύ Σεπτεμβρίου 2010 και Νοεμβρίου 2011) ήταν έξι με επτά χρόνων και φοιτούσε την Α’ τάξη του Δημοτικού. Ο δράστης ήταν 38 ετών κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων. Η ανήλικη διέμενε μόνο με τη μητέρα της που ήταν σε διάσταση με τον πατέρα της, ενώ ο εφεσείων έχοντας δημιουργήσει σχέση με τη μητέρα και έχοντας προφανώς κερδίσει την εμπιστοσύνη της, προθυμοποιήθηκε να προσέχει κάποια απογεύματα την ανήλικη μέχρι να σχολάσει η μητέρα της από την εργασία της, χρόνος κατά τον οποίο είχαν διαπραχθεί τα αδικήματα.

Η υπόθεση καταγγέλθηκε αρκετά χρόνια μετά τη διάπραξη των αδικημάτων και συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 2018 όταν το θύμα φοιτούσε πλέον στο γυμνάσιο. Μετά από περιστατικό μπούλινγκ από συμμαθητές της και αφού η ανήλικη κατήγγειλε το περιστατικό στη Βοηθό Διευθύντρια του σχολείου της, ζήτησε να μιλήσει ιδιαιτέρως στην καθηγήτρια συμβουλευτικής και επαγγελματικής αγωγής, στην οποία και αποκάλυψε τη σεξουαλική κακοποίηση που είχε βιώσει από τον εφεσείοντα, που ήταν τότε σύντροφος της μητέρας της. Αμέσως ειδοποιήθηκε η μητέρα της ανήλικης και το Γραφείο Ευημερίας και η υπόθεση καταγγέλθηκε στην Αστυνομία, ακολουθώντας το δρόμο της δικαιοσύνης.

Η καταδίκη θεμελιώθηκε στη μαρτυρία της παραπονούμενης, η οποία κρίθηκε ως μάρτυρας που έχρηζε βοήθειας και η οπτικογραφημένη κατάθεσή της έγινε αποδεχτή από το Κακουργιοδικείο ως μέρος της κύριας εξέτασής της. Θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι πως το Κακουργιοδικείο εξέτασε με μεγάλη λεπτομέρεια τα σημεία που υποδείχθηκε ότι έπλητταν την αξιοπιστία της παραπονούμενης και διαπίστωσε πως η ανήλικη δεν είχε υποπέσει σε αντιφάσεις που να δημιουργούν ρήγμα στη μαρτυρία της. Αντίθετα, όπως σημειώνει, ο αυθορμητισμός και οι λεπτομέρειες που είχε δώσει, έπεισαν το Κακουργιοδικείο ότι με τη μαρτυρία της μετέφερε πραγματικά βιώματα.

Αξίζει να αναφερθεί ότι πέραν από τη σωματική βία που είχε χρησιμοποιήσει ο εφεσείοντας προκειμένου να ικανοποιήσει την αρρωστημένη διαστροφή του, προκάλεσε και ψυχολογική πίεση στην ανήλικη, προκειμένου να επιτύχει τη συγκάλυψη του αποτρόπαιου εγκλήματός του, αφού την είχε απειλήσει πως αν έλεγε οτιδήποτε θα σκότωνε πρώτα τη μητέρα της και ύστερα την ίδια.

Σημειώνεται ότι η παραπονούμενη έτυχε ψυχολογικής εξέτασης στο πλαίσιο της διερεύνησης της υπόθεσης και διαπιστώθηκε ότι παρουσίαζε διαταραχή μετατραυματικού στρες, το οποίο συνδεόταν με τα επίδικα γεγονότα, ενώ μέχρι και την περάτωση της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο, παρακολουθείτο από κλινικό ψυχολόγο.

Ανακοινώνοντας την απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε ότι στον καθορισμό της ποινής το Κακουργιοδικείο ορθά καθοδηγήθηκε ότι αυτή θα έπρεπε να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζει το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα (που δεν παραδέχθηκε ενοχή) και τις προσωπικές του περιστάσεις. «Η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως υπερβολική. Βρισκόταν εντός του μέτρου και στα πλαίσια, τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και αντικατοπτρίζει την αποστροφή της κοινωνίας έναντι τέτοιων εγκλημάτων», καταλήγει το Ανώτατο Δικαστήριο.