Στις 10 Φεβρουαρίου στη Ρωσία και στις ρωσικές διπλωματικές αποστολές του εξωτερικού γιορτάζεται η επαγγελματική μας εορτή, η Ημέρα του Διπλωμάτη. Η ιστορία της ρωσικής διπλωματίας αριθμεί σχεδόν πέντε αιώνες και οι ρίζες της οδηγούν στην εποχή του Ιβάν IV του Τρομερού. Με βάση την παράδοση την ημέρα αυτή όχι μόνο θυμόμαστε την ιστορία της υπηρεσίας μας, αλλά ταυτόχρονα προσπαθούμε να εκτιμήσουμε την κατάσταση στον σύγχρονο κόσμο, από την άποψη της ανάπτυξης των διεθνών σχέσεων, αλλά προσπαθούμε να κατανοήσουμε τον ρόλο και τη θέση της Ρωσίας στο σύγχρονο γεωπολιτικό χάρτη του κόσμου.

Η πτώση του τείχους του Βερολίνου, το τέλος του «ψυχρού πολέμου» και οι τεκτονικές αλλαγές στον μετασοβιετικό χώρο εκτιμιόταν από της δικής μας πλευράς ως μια ιστορική ευκαιρία για την Ανθρωπότητα να απαλλαγεί από την προσέγγιση των υφιστάμενων συνασπισμών και να σταματήσει για πάντα την ιδεολογική αντιπαράθεση, οικοδομώντας μια Μεγάλη Ευρώπη από τη Λισσαβόνα μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό.

Οι αρχές της δεκαετίας του 1990, από αυτή την άποψη φαίνονταν αρκετά ενθαρρυντικές. Εντούτοις δεν έγινε κατορθωτή η διακηρυχθείσα σταθερότητα της εταιρικής σχέσης μεταξύ της Ρωσίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προς μεγάλη μας λύπη, αρκετοί δυτικοί ηγέτες άρχισαν να αντιλαμβάνονται την πανευρωπαϊκή προοπτική μέσα από το πρίσμα «της νίκης κατά τον ψυχρό πόλεμο». Σε αντικατάσταση των αρχών της ισότιμης συνεργασίας αμοιβαίου σεβασμού ήρθε η ψευδαίσθηση ότι δήθεν η ευρωπαϊκή ασφάλεια πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικά γύρω από το ΝΑΤΟ και ότι η έννοια της λέξης Ευρώπη πρέπει να γίνεται αντιληπτή αποκλειστική με την έννοια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και άρχισαν να διακηρύττουν ανοιχτά και δημόσια ότι οτιδήποτε γίνεται στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση νομοθετικά αποτελεί το ιδανικό και όχι μόνο της εξωτερικής πολιτικής, και όλοι οι άλλοι οφείλουν να ακολουθούν τυφλά αυτούς τους κανόνες. Οποιαδήποτε διαφορετική άποψη, που δεν συμπίπτει με τον ευρω-ατλαντικό τρόπο σκέψης, αμέσως βαφτίζεται ως «προπαγάνδα του Κρεμλίνου». Και όπως πάντα αδιάκριτα και χωρίς αποδείξεις.

Η ανεκτικότητα στην πολυφωνία αποτελεί εκείνο το είδος που χάνει με μεγάλη ταχύτητα η Δύση. Η Ρωσία, που ακολουθεί μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική όσον αφορά στην υπεράσπιση των δικών της εθνικών συμφερόντων, δεν συμβαδίζει με την κοινή φιλοδυτική χορωδία. Και αυτό προκαλεί μια απροκάλυπτη νευρικότητα και οδηγεί σε νέες παράνομες αντιρωσικές κυρώσεις. Ύστερα από όλα αυτά κάποιος μπορεί να εξαγάγει το συμπέρασμα ότι στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες έχουν αποφασίσει ως αρχή τους να συνομιλούν με τη Ρωσία θεωρώντας ότι η χώρα μας είναι ένοχη σε όλα τα προβλήματα του κόσμου.

Μια τέτοια προσέγγιση είναι εντελώς λανθασμένη και είμαι βέβαιος ότι δεν υποβοηθά τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, έρχεται σε αντίθεση με το αρχικό πνεύμα της ενότητας και της ειρήνης. Γεωγραφικά, ιστορικά, οικονομικά και πολιτιστικά η Ρωσία ήταν είναι και θα παραμείνει αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρώπης.

Παρόλα αυτά, η ρωσική διπλωματία θα συνεχίσει να υλοποιεί την πολύπλευρη εξωτερική της πολιτική γραμμή, αναπτύσσοντας αμοιβαίες ενέργειες με εκείνους, που είναι έτοιμοι και ανοικτή για μια έντιμη κοινή εργασία στηριζόμενοι στις αρχές της ισότητας, του αμοιβαίου σεβασμού και της εξεύρεσης ισοζυγίου συμφερόντων.

Σ’ αυτή την ομάδα χωρών εμείς συμπεριλαμβάνουμε και την Κυπριακή Δημοκρατία, με την οποία μας συνδέουν οικονομικές, πολιτιστικές και πνευματικές παραδόσεις αιώνων. Αντιλαμβανόμαστε πολύ καλά ότι η μη λύση του Κυπριακού Προβλήματος δεν υποβοηθά στην ενίσχυση της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο. Υπό την ιδιότητα του Μόνιμου Μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ η Ρωσία είναι διατεθειμένη να συνεχίσει την ενεργή συμβολή της σε βήματα για την επίτευξη αποτελέσματος, το οποίο θα δημιουργήσει τις συνθήκες για ευημερία, σταθερότητα και ανάπτυξη του επανενωμένου νησιού προς το καλό όλων όσων ζουν στη χώρα.

Ξένοι παίκτες επιβάλλουν πιέσεις πάνω στη Λευκωσία στοχεύοντας την απομάκρυνση της Ρωσίας από το νησί, προβάλλοντας την επινόηση της δήθεν «αρνητικής επίδρασης» της χώρας μας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού χρησιμοποιούν όλο το απόθεμα των μέσων που διαθέτουν – το οικονομικό, το πολιτικό και το επικοινωνιακό.

Δεν είναι για πρώτη φορά που η Ρωσία ήρθε σε βοήθεια των Κυπρίων για το ξεπέρασμα των οικονομικών και των δυσκολιών στην εξωτερική της πολιτική. Θα ήθελα να υπενθυμίσω μονάχα μερικά ιστορικά γεγονότα. Έτσι, στις 16 Αυγούστου 1964 η Σοβιετική Κυβέρνηση σε απάντηση στην έκκληση της Κυπριακής Κυβέρνησης και προσωπικά του Προέδρου Μακαρίου δήλωσε ότι αν πραγματοποιηθεί ξένη εισβολή στο έδαφος της, τότε η ΕΣΣΔ θα παραχωρήσει στην Κυπριακή Δημοκρατία βοήθεια για την προάσπιση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας της. Με την ενεργή βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης κατά τη δεκαετία του 1960 οι κυπριακές ένοπλες δυνάμεις εφοδιάστηκαν με τα πιο σύγχρονα εκείνη τη περίοδο είδη οπλισμού.

Πέραν αυτού, ήταν ακριβώς η Ρωσία που πρόσφερε την τόσο απαραίτητη υποστήριξη με τη μορφή ευνοϊκού δανείου για τη διευθέτηση της δύσκολης οικονομικής κατάστασης το 2011.

Είμαι πεπεισμένος ότι η Μόσχα και η Λευκωσία θα μπορέσουν να διατηρήσουν τις αξίες που έχουν δημιουργηθεί σε διάστημα αρκετών χρόνων, τέτοιες, όπως για παράδειγμα, ο ειλικρινής διάλογος, η εμπιστευτική εταιρική σχέση και ο αμοιβαίος σεβασμός. Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούμε να κινηθούμε προς την κατεύθυνση επίλυσης  των παγκόσμιων και διμερών προβλημάτων, χωρίς να εγκλωβιζόμαστε στα εσωτερικά πολιτικά σχήματα και εκλογικούς κύκλους τρίτων χωρών.

*Πρέσβης της Ρωσίας στην Κύπρο.