Αν δεν υπήρχε η φωτογραφία μου μαζί τους τραβηγμένη πριν μια βδομάδα στο καφενείο της πλατείας καθώς μου περιγράφουν τα τραύματα της ζωής τους, θα μπορούσα να σκεφτώ ότι αυτή η συνάντηση με τους δύο άστεγους της παλιάς πόλης δεν έγινε ποτέ. Ούτε η συζήτησή μας για την πολύχρονη χρήση παράνομων ουσιών και αλκοόλ που τους καθήλωσε στην εξάρτηση και που οδήγησε στη διάλυση των γάμων και κάθε άλλης σχέσης τους με συνέπεια την κοινωνική τους περιθωριοποίηση. 

Ο ένας Άραβας, ο άλλος Τουρκοκύπριος βαφτισμένος με όνομα ελληνοκυπριακό, πατέρας, παππούς και πρώην σύζυγος, με τα παιδιά και τα εγγόνια μακριά του, στην κατάχρηση αλκοόλ για πολλές δεκαετίες. Άστεγος από τότε που αποφυλακίστηκε –μου είπε πως είχε καταδικαστεί για τον φόνο της φιλενάδας του. Όχι, δεν ήθελε, είπε, να τη σκοτώσει, έγινε, είπε, κατά… λάθος, αφού στην πραγματικότητα ενώ αυτός κρατούσε το μαχαίρι και αστειευόταν, η γυναίκα… έπεσε πάνω στο μαχαίρι και πέθανε… Ήρθε κοντά μας και ένας άλλος άστεγος που μου είπε ότι κοιμάται στα παγκάκια της πλατείας τους τελευταίους μήνες μετά που του έκαναν έξωση από τη δομή φιλοξενίας όπου έμενε. Ήταν μεγάλο το παράπονό του γιατί τηλεφωνά για βοήθεια στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας και ποτέ κανένας δεν του απαντά. 

Ένας άλλος νεαρότερος μού είπε ότι κάνει χρήση ουσιών από τα 15 του, ότι μια ζωή δεν ξέρει τίποτε άλλο να κάνει, ότι οι γονείς του πέθαναν, αδέλφια δεν έχει… και ότι προτιμά να ζει στον δρόμο παρά να πάει σε ένα γηροκομείο ή σε ένα μακρινό χωριό όπου τον στέλνουν να μένει οι Υπηρεσίες. 

Θα μπορούσα να σκεφτώ ότι δεν έγινε ποτέ ούτε η μικρή μου βόλτα με αυτούς τους ανθρώπους στην περιοχή ούτε η «ξενάγηση» που μου έκαναν στο εγκαταλειμμένο κτήριο όπου διαμένουν ανάμεσα σε σκουπίδια με συγκάτοικους τρωκτικά και κατσαρίδες. Ήταν η συνάντηση μαζί τους ένα ταξίδι σε έναν τόπο εξορίας, σε έναν θολό αλλά σκληρό κόσμο σκιών, υπεκφυγών, μισόλογων και ανωνυμίας, όπου οι άνθρωποι τηλεφωνούν και δεν παίρνουν ποτέ απάντηση, όπου σκοτώνουν άλλους κατά… λάθος, όπου βιώνουν τις εξώσεις σαν μέρος της κανονικότητας, μένοντας σήμερα εδώ, αύριο αλλού.

 Ήταν η συνάντηση μαζί τους μια ξενάγηση σ’ έναν κόσμο κατοικημένο από φαντάσματα που δεν έχουν τίποτε δικό τους, ούτε και αυτά τα πρόσωπά τους, σ’ έναν κόσμο που οι κάτοικοί του φωτογραφίζονται πάντα με την πλάτη στον φακό, που ζουν με ψευδώνυμα και με ονόματα άλλων, που τίποτα δεν λέγεται με το όνομά του, μόνο με τους κωδικούς του. Θυμάμαι τώρα έναν νεαρό χρήστη που για τις ανάγκες του ρεπορτάζ ανέλαβε να με εισαγάγει σε αυτό τον σκιώδη κόσμο των κωδικών και της… γλωσσικής εξάρτησης. Έβαλα σε λειτουργία το μαγνητόφωνο κι απόλαυσα: «Ρε δικέ μου ξέρεις πώς μιλούμε μεταξύ μας, ιδιαίτερα στο τηλέφωνο, μήπως και μας ακούν οι μπάτσοι; Λέει για παράδειγμα ο ένας του άλλου: «Ο Παναθηναϊκός παίζει απόψε στο Τσάμπιονς Λιγκ με τη Ρεάλ…». Που σημαίνει ότι παραγγέλλει κάνναβη καλής ποιότητας μαζί με κοκαΐνη. Ο Παναθηναϊκός έχει το πράσινο χρώμα του χόρτου και η Ρεάλ το άσπρο χρώμα της κοκαΐνης σε σκόνη. Ξέρεις τι κάνουν οι μικροί τις Παρασκευές και τα Σάββατα; Βγαίνουν φτιαγμένοι κι ενώ οδηγούν βλέπουν μπροστά τους μίκυ μάους, παραισθήσεις από τα τριπούθκια (trip=ταξίδι), τα χαπάκια, τα «έκστασι» που τα αποκαλούν «κουμπιά» και που έχουν πάνω τους χαμογελαστές φατσούλες. Μπορεί να είναι τούμπανο και λιώμα από τη χρήση. Μπορεί να κρατούν και το κινητό και να πληροφορούν τον συνομιλητή τους ότι «χιονίζει», ότι δηλαδή έχει κόκα που είναι άσπρη… Στα σχολεία και στα στρατόπεδα το χόρτο κάνει θραύση. Στη Λευκωσία, που έκαναν προχθές έφοδο οι μπάτσοι, βρήκαν μικρούς από δεκατριών χρονών που έχουν φύγει από το χόρτο και πήγαν στα χημικά. Αν ψάξεις να βρεις από τι αποτελείται ένα χάπι θα σου φύγει ο κώλος. Μπορεί να έχει μέσα αλεύρι, μπορεί να έχει ποντικοφάρμακο, ό,τι θέλεις. Κάποιοι πουλούσαν μαύρο χασίσι, τη σοκολάτα, που το έκαναν με την μπογιά των παπουτσιών! Τούτα όλα τα πρεζόνια οι μικροί, τα βαποράκια που θέλουν cash, πάνε και βρίσκουν τον dealer, τους δίνει 130 γραμμάρια τη βδομάδα και τα πουλούν. Τους δίνει, πουλούν, του φέρνουν μέσα το cash και οι μικροί βγάζουν και χρήμα και πράμα για την πάρτη τους. Ρε φίλε θέλεις να πιούμε καμιά ψιλή;». 

Περιττό να πω ότι η προσφορά του να πιούμε καμιά ψιλή ήταν μάλλον από τις ελάχιστες κουβέντες του που εννοούσε, σε αυτή την απατηλή χώρα όπου οι άνθρωποι άλλα λένε και άλλα εννοούν, όπου ξεχνούν σχεδόν αμέσως ό,τι πουν και ό,τι κάνουν, καθηλωμένοι και χαμένοι στο περίπου. Στο έτσι κι έτσι. Σε μια ρευστή ατμόσφαιρα φυγής που έχει βάση της την τεράστια ανακούφιση της λήθης.