Η Κύπρος, το ανατολικότερο από τα νησιά της Μεσογείου είναι μια ευρωπαϊκή χώρα σε μια περιοχή η οποία τα τελευταία χρόνια βρίσκεται αναπόφευκτα στο επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων: πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αναταράξεις, συνεχείς και κυρίως βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών και αλλεπάλληλες διώξεις ανθρώπων. Η Κύπρος, λόγω της θέσης της, ως ένα φαντασιακό αλλά και πραγματικό κατώφλι μεταξύ ανατολής και δύσης, δεν μπόρεσε –ούτε αυτή– να αποφύγει τη γεωπολιτική, μετά αποικιακή της “μοίρα”. Είναι κι αυτή, όπως και πολλές άλλες χώρες της περιοχής, χωρισμένη σε πάρα πολλά επίπεδα: πολιτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά, εθνικά και εθνοτικά, οικονομικά, αλλά κυρίως υπαρξιακά. 

Η Κυπριακή Δημοκρατία ιδρύθηκε με τις συμφωνίες Λονδίνου-Ζυρίχης το 1960. Επρόκειτο για μια καινούργια “διστακτική” Δημοκρατία, η οποία παρά το νεαρό της ηλικίας της, αλλά και τον ενθουσιασμό και την αισιοδοξία της νεοφώτιστης Δημοκρατίας, γινόταν σταδιακά μάρτυρας μιας οργανωμένης αποξένωσης μεταξύ των κατοίκων – των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Οι βίαιες ενδοκοινοτικές ταραχές του 1963–1964 και του 1967 δημιούργησαν ανυπέρβλητα προβλήματα στις σχέσεις των δύο κύριων κοινοτήτων της Κύπρου. Από το 1974, ως συνέπεια της τουρκικής εισβολής, το νησί είναι χωρισμένο και εδαφικά. Από το 2004, εντάσσεται και λειτουργεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς όμως μέχρι στιγμής να αντιμετωπίσει ουσιαστικά και ριζικά το πρόβλημά της, παρά τις πάρα πολλές, πρόσφατες και εντατικές προσπάθειες.

Φέτος, το 2020, η Κύπρος γιορτάζει τα 60 χρόνια Κυπριακής Δημοκρατίας. Το κείμενο αυτό ασχολείται κυρίως με τη δημιουργική συμβολή των Εικαστικών στην εξηντάχρονη πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας, εστιάζοντας σε σημαντικούς σταθμούς και δράσεις που καθόρισαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την πολιτιστική εικόνα του νησιού μας.

Ο Πολιτισμός τα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας

Μέχρι το 1965 δεν υπήρχε κάποια ανεξάρτητη κυβερνητική υπηρεσία που να ασχολείτο αποκλειστικά με τον πολιτισμό. Μετά την ανεξαρτησία του νησιού, όλα τα θέματα παιδείας και πολιτισμού ρυθμίζονταν από τη Σύνοδο της Ελληνικής Κοινότητας, υπό την προεδρία του δρα Κωνσταντίνου Σπυριδάκη. Μια ανάλογη σύνοδος εξέταζε παρόμοια θέματα για την Τουρκοκυπριακή Κοινότητα. 

Ως γνωστόν, η πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας αυτά τα πρώτα χρόνια δεν υπήρξε καθόλου ρόδινη και γόνιμη αφού ήδη κουβαλούσε στους ώμους της συσσωρευμένα πολιτικά προβλήματα. Οι εξελίξεις που οδήγησαν μεταξύ άλλων και στις ενδοκοινοτικές ταραχές του 1963–1964 δημιούργησαν ανυπέρβλητα προβλήματα στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο. Επιπλέον, οι απόηχοι του βρετανικού αποικιοκρατικού παρελθόντος ήταν ακόμη αισθητοί. Η Κύπρος γινόταν σταδιακά μάρτυρας της οργανωμένης αποξένωσης μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Ένας μεγάλος αριθμός Ελληνοκυπρίων επιζητούσε την ένωση με την Ελλάδα, ενώ οι Τουρκοκύπριοι αντίστοιχα επιζητούσαν το Taksim, τον διαχωρισμό δηλαδή του νησιού σε δύο κράτη, ένα ελληνικό και ένα τουρκικό. 

Από την άλλη, την εποχή εκείνη, μια δημιουργική ευφορία είχε καταλάβει τους Ελληνοκυπρίους, σε σχέση με το νεοσύστατο κράτος τους, ιδιαίτερα όπως αυτό εξελίχθηκε μετά τη μονομερή απόφαση των Τουρκοκυπρίων να αποσυρθούν από τη διακυβέρνηση το 1963. Οι Ελληνοκύπριοι μπορούσαν πλέον οι ίδιοι, μετά από τόσα χρόνια αποικιοκρατίας, να καθορίσουν χωρίς παρεμβάσεις τις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές δομές του νησιού. 

Εν τω μεταξύ και παρά την έλλειψη συνταγματικού υπόβαθρου και βασιζόμενη στο “δικαίωμα επείγουσας ανάγκης”, η Κυβέρνηση αποφάσισε να συστήσει το 1965 το Υπουργείο Παιδείας της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ τον τομέα του πολιτισμού ανέλαβε η Μορφωτική Υπηρεσία του υπουργείου. 

Γύρω στο 1966, λοιπόν, ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, διόρισε τον Τώνη Σπητέρη ανεξάρτητο κυβερνητικό σύμβουλο για πολιτιστικά θέματα και ως “καλλιτεχνικό σύμβουλο της Κυβερνήσεως”,  με στόχο να βοηθήσει στη διαμόρφωση μιας θετικής εικόνας του νεοσύστατου κράτους στο εξωτερικό. Φυσικά οι προσπάθειες του Σπητέρη αφορούσαν αποκλειστικά και μόνο στους Ελληνοκύπριους καλλιτέχνες.

Ο Τώνης Σπητέρης, αριστερός και με πολυσχιδή διεθνή δραστηριότητα, ήταν μια σημαντική προσωπικότητα της ελληνικής διανόησης, κυρίως τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Έζησε ανάμεσα στο Βέλγιο, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ελλάδα και ο ρόλος του ως κομισάριος εκθέσεων, αλλά και ως τεχνοκριτικός, ήταν καθοριστικός για την ελληνική τέχνη. Υπήρξε επίσης μέλος διεθνών επιτροπών για τον πολιτισμό και φίλος με διάσημους καλλιτέχνες και διανοητές του εξωτερικού, όπως ο AndrÈ Malreau, ο Christian Zervos, ο Henry Moore, ο Alberto Giacometti, ο Salvador Dali κ.ά., αλλά και με πολλούς Έλληνες και Κύπριους διανοούμενους και καλλιτέχνες.  

Το 1967, στο πλαίσιο της αποστολής που του ανατέθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ανέλαβε τη διοργάνωση της μεγάλης έκθεσης TrÈsors de Chypre (Θησαυροί της Κύπρου) που παρουσιάστηκε στο Παρίσι (1967/1968) και στη συνέχεια σε άλλες έντεκα ευρωπαϊκές πόλεις, μεταξύ των οποίων, το Μόναχο (1968), η Γενεύη (1968), το Βελιγράδι (1968) και η Μόσχα (1970). Η έκθεση παρουσίαζε περίπου 250 αντικείμενα από τον 6ο π.Χ. αιώνα μέχρι και τον 19ο αιώνα και ήταν χωρισμένη σε τρεις ενότητες: Αρχαία, Βυζαντινή και Λαϊκή Τέχνη. Μάλιστα, εκτός από το κείμενο που έγραψε για τον κατάλογο της έκθεσης ο Σπητέρης, με προτροπή του Μακάριου, συνέγραψε και τον τόμο L’ art de Chypre, που αφορούσε στην αρχαία κυπριακή τέχνη, και ο οποίος στη συνέχεια μεταφράσθηκε στα Αγγλικά με τίτλο The Art of Cyprus.  Εκτός από τη διοργάνωση της πιο πάνω έκθεσης ο Σπητέρης θα αναλάμβανε και τη διοργάνωση της κυπριακής συμμετοχής στην Μπιενάλε Βενετίας. Επιπλέον, θα προσέφερε τις υπηρεσίες του σε οποιοδήποτε καλλιτεχνικό θέμα στην Κύπρο και το εξωτερικό, εάν αυτό του ζητείτο από την κυπριακή Κυβέρνηση.

Η Τέχνη μετά την Ανεξαρτησία

Σε αυτό το πλαίσιο οικοδομήθηκε η παράδοση στη νεότερη τέχνη της Κύπρου. Πρέπει αρχικά να διευκρινιστεί πως το κείμενο αυτό δεν ασχολείται με το έργο των Τουρκοκυπρίων καλλιτεχνών ή των καλλιτεχνών από άλλες εθνοτικές ή θρησκευτικές ομάδες του νησιού, αλλά αναφέρεται αποκλειστικά στους Ελληνοκύπριους καλλιτέχνες. Θα πρέπει επίσης ακόμη κανείς να επισημάνει, πως η τέχνη στην Κύπρο είχε σημαντική παρουσία και πριν το 1960, έτος ανακήρυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. 

Οι πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα έχουν να επιδείξουν καλλιτέχνες που, αφενός, αποτέλεσαν τους πρώτους “έντεχνους” επαγγελματίες, με σπουδές σε σχολές Καλών Τεχνών του εξωτερικού, και, αφετέρου, τους δασκάλους όλων των νεότερων που, στα δύσκολα εκείνα χρόνια, αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον όχι πάντοτε εύκολο δρόμο των εικαστικών. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν οι Αδαμάντιος Διαμαντής, Τηλέμαχος Κάνθος και Ιωάννης Κισσονέργης, αλλά και η Λουκία Νικολαΐδου-Βασιλείου, η πρώτη Κύπρια γυναίκα ζωγράφος, και ο πρόσφατα αποκατασταθείς στο πάνθεον των “πατέρων της κυπριακής ζωγραφικής” Κώστας Στάθης. Μέσα από τις πολύ διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες τους, μπορεί κανείς να πει πως οι καλλιτέχνες αυτοί δημιούργησαν το πρώτο αναγνωρίσιμο τοπικό εικαστικό ιδίωμα. Ένα ιδίωμα γεμάτο αντιφάσεις, επηρεασμένο αφενός από την αγγλική αποικιοκρατική παράδοση αλλά και αφετέρου από τον ελληνικό εθνικισμό, ο οποίος αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της αγγλικής κυριαρχίας: το όραμα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, τη μητέρα-πατρίδα για τους Ελληνοκυπρίους, καθορίζει σημαντικά την “υπό κατασκευή” εθνική τους ταυτότητα. Έτσι η νεωτερικότητα στην κυπριακή τέχνη έχει, ως επί το πλείστον, από τη μια οριενταλιστικές εκφάνσεις και εκφράσεις, μια εξωτικοποίηση της Κύπρου και των κατοίκων της, σε σχέση κυρίως με τη λαϊκή αλλά και τη βυζαντινή και μεσαιωνική παράδοση, ενώ από την άλλη προσπαθεί να αναδείξει το ηρωικό και ένδοξο (ελληνικό) παρελθόν του νησιού, αλλά και την ιστορική του συνέπεια και συνέχεια, στο πνεύμα της μεγάλης ιδέας της Ένωσης. 

Γύρω στο 1960, τα πράγματα φαίνεται να αλλάζουν. Πολλοί νέοι καλλιτέχνες με σπουδές κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως για παράδειγμα οι Στέλιος Βότσης, Ανδρέας Χρυσοχόος, Γιώργος Κυριάκου, Γιώργος Σκοτεινός,  και αρκετοί άλλοι, εγκαθίστανται στην Κύπρο και, ανατρέποντας τα έως τότε δεδομένα, την εισάγουν στην ανήσυχη δεκαετία του 1960. 

Η σημασία της γκαλερί “Απόφασις”

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να γίνει μια ιδιαίτερη μνεία στους Χριστόφορο Σάββα και Glyn Hughes, οι οποίοι με την ίδρυση της γκαλερί “Απόφασις”, και τη δημιουργική και ιδιόμορφη συνέργειά τους, δημιούργησαν από πολύ νωρίς μια μεγάλη και, θα μπορούσε κανείς να πει, επαναστατική ανατροπή στα υπό διαμόρφωση καινούργια δεδομένα στην εικαστική σκηνή της Κύπρου. Οι δύο αυτοί καλλιτέχνες ήρθαν στην Κύπρο γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Ο Σάββα μετά από μερικά χρόνια περιπλανήσεων και σπουδών μεταξύ Κύπρου, Αγγλίας και Γαλλίας βρέθηκε στη Λευκωσία. Ο Ουαλός Γκλυν Χιουζ είχε έρθει από τη Βρετανία αναζητώντας στην Κύπρο ένα “πιο ηλιόλουστο” δημιουργικό μέλλον. Γνωρίστηκαν το 1959 και την επόμενη χρονιά άνοιξαν την πρώτη αίθουσα τέχνης και πολιτιστικό κέντρο του είδους στην Κύπρο, την γκαλερί “Απόφασις”, με στόχο να εισαγάγουν και να προωθήσουν τη σύγχρονη τέχνη στο νησί. Η σημασία της γκαλερί αυτής και οι ρηξικέλευθες δραστηριότητές της, υπήρξαν καίριες για την ανάπτυξη και προώθηση της σύγχρονης τέχνης στην Κύπρο, παρόλο που στην εποχή της υπήρξε μάλλον περιθωριοποιημένη από την επίσημη ρητορική και την καθεστηκυία αντίληψη περί τέχνης.

Η ίδρυση της γκαλερί “Απόφασις” ήταν ένα ιδιαίτερο γεγονός όχι μόνο γιατί υπήρξε ο πρώτος διευθυνόμενος από καλλιτέχνες χώρος (artist-run space) στην Κύπρο, αλλά και γιατί είχε μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα, γεγονός εξαιρετικά ριζοσπαστικό και πρωτοπόρο, ακόμη και για τα τότε διεθνή δεδομένα. Από τη δεκαετία του 1950 και μετά, τέτοιοι χώροι δημιουργούνταν κυρίως στα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα της τέχνης, όπως για παράδειγμα στη Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες, το Λονδίνο, τη Γενεύη και το Σαν Φρανσίσκο, όπου η ανάγκη για τέτοιους χώρους προέκυψε από την ηγεμονική κυριαρχία των καθιερωμένων μουσείων και των διαφόρων γκαλερί, καθώς και από τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι τότε σύγχρονοι νέοι καλλιτέχνες στην παρουσίαση στο κοινό των πειραματικών καλλιτεχνικών πρακτικών τους, καθώς και της πρωτοποριακής δουλειάς τους. Αναγνωρίζοντας την παντελή έλλειψη εξειδικευμένων χώρων για την τέχνη στην Κύπρο, αλλά και θέλοντας να αντλήσουν από τις δικές τους έντονα δημιουργικές εμπειρίες στο εξωτερικό, οι Σάββα και Χιουζ αποφάσισαν να δημιουργήσουν τον πρώτο οργανωμένο χώρο τέχνης στο νησί και, ταυτόχρονα, να “υψώσουν το αισθητικό επίπεδο του κοινού και να τονώσουν το ενδιαφέρον του για την τέχνη”.

Σε μία ανακοίνωση-μανιφέστο που δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού Κυπριακά Χρονικά τον Νοέμβριο του 1960, οι Χριστόφορος Σάββα και Γκλυν Χιουζ ανακοινώνουν στο κοινό της Κύπρου τη λειτουργία της “μυθικής” γκαλερί “Απόφασις”, η οποία παρά το σύντομο της λειτουργίας της (1960–1965) έμελλε να διαδραματίσει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της εικαστικής σκηνής στην Κύπρο. Όπως διακηρύσσουν στο ενθουσιώδες κείμενό τους, ο κυριότερος σκοπός τους ήταν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα ενθουσιασμού για την τέχνη στην Κύπρο και να κάνουν την γκαλερί τους μια “Γωνιά Τέχνης” στην καρδιά της πρωτεύουσας. Με την απόφασή τους αυτή πίστευαν ότι έριχναν και αυτοί “ένα βότσαλο στη λίμνη της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής του νησιού”.

Η “Απόφασις” άνοιξε τις πύλες της στις 7 Μαΐου 1960, με κοινή έκθεση των Σάββα και Χιουζ. Στεγαζόταν στο σπίτι της οδού Σοφοκλέους 6 στη Λευκωσία, όπου οι δύο καλλιτέχνες συγκατοικούσαν από τον Φεβρουάριο/Μάρτιο του 1960. Γνώριζαν εκ των προτέρων ότι ο χώρος αυτός ήταν προσωρινός, καθώς το κτήριο που τους στέγαζε είχε πουληθεί και θα κατεδαφιζόταν για να ανεγερθεί καινούργια οικοδομή “στον βωμό της ανακαίνισης της πρωτεύουσας”, όπως οι ίδιοι αναφέρουν. Είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που επέλεξαν να δώσουν στην γκαλερί το όνομα “Απόφασις 1”, εκφράζοντας έτσι τη βεβαιότητά τους για τη συνέχεια του εγχειρήματός τους.

Το καλοκαίρι του 1960, όταν η Κύπρος ανακηρύχθηκε και επίσημα ανεξάρτητο κράτος, η γκαλερί μετακόμισε σε έναν μεγαλύτερο χώρο στην οδό Απόλλωνος 44A, όπου οι Χιουζ και Σάββα παρουσίαζαν τόσο τη δική τους δουλειά όσο και αυτήν άλλων καλλιτεχνών. Πέραν των εκθέσεων, το πρόγραμμα των εκδηλώσεων της γκαλερί περιλάμβανε και διαλέξεις, συζητήσεις, προβολές, παραδοσιακή μουσική και αναγνώσεις θεατρικών έργων. Η ανακοίνωση-μανιφέστο αναδεικνύει με σαφήνεια και ενθουσιασμό τις προθέσεις των δύο καλλιτεχνών, που είχαν ως κύριο στόχο την προώθηση της τέχνης στην Κύπρο, την ενθάρρυνση των νέων ζωγράφων και γλυπτών, τη διδασκαλία της τέχνης και τη δημιουργία ενός χώρου όπου το κοινό θα είχε την ευκαιρία όχι μόνο να ενημερώνεται αλλά και να συζητά για την τέχνη. Η πρωτοβουλία αυτή ήταν καινοτόμος και μπορεί να θεωρηθεί μια πρωτοπόρος και ριζοσπαστική κίνηση για ένα νησί που μόλις έβγαινε από μια μακρά περίοδο αποικιοκρατίας, μετά από τον απελευθερωτικό αγώνα ενάντια στη βρετανική διοίκηση. Το βασικό όραμα των Χιουζ και Σάββα συμβάδιζε με το πνεύμα της εποχής διεθνώς, όπου ανάλογοι μη κερδοσκοπικοί χώροι είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στα μεγάλα κέντρα της τέχνης: χώροι που δημιουργούνταν από καλλιτέχνες για καλλιτέχνες, οι οποίοι είχαν ως στόχο την προώθηση των συμφερόντων των καλλιτεχνών.

Η επαναστατική δεκαετία του 1960 δημιούργησε τις συνθήκες για τέτοιες ριζοσπαστικές κινήσεις. ∆ιαισθανόμενοι αυτή την παγκόσμια τάση, οι δύο καλλιτέχνες δημιούργησαν την γκαλερί τους. Και παρόλο που το εικαστικό περιβάλλον της Κύπρου ήταν αρκετά διαφορετικό από αυτό της ∆ύσης, η απόφαση των Χιουζ και Σάββα θεωρείται μια σπουδαία κίνηση, η οποία σηματοδότησε την απαρχή μιας νέας εποχής για την τέχνη στην Κύπρο.

Η συμμετοχή της Κύπρου σε μεγάλες διεθνείς εκθέσεις τη δεκαετία του 1960

Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, γύρω στο 1966, και ως αποτέλεσμα του διορισμού του Σπητέρη με στόχο να βοηθήσει στη διαμόρφωση μιας θετικής εικόνας του καινούργιου κράτους στο εξωτερικό, η Κύπρος αρχίζει να συμμετέχει σε μεγάλες διεθνείς εικαστικές εκθέσεις (Μπιενάλε Βενετίας, Σάο Πάολο, Νέων Παρισιού, Λιουμπλιάνα, Τόκιο κ.λπ.). 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρώτη συμμετοχή της Κύπρου στη μεγαλύτερη διεθνή έκθεση τέχνης στον κόσμο, την Μπιενάλε Βενετίας το 1968. Ο Τώνης Σπητέρης ως ο επιμελητής της συμμετοχής αυτής επέλεξε έξι νεαρούς Κύπριους καλλιτέχνες, τους: Χριστόφορο Σάββα, Γιώργο Σκοτεινό, Κώστα Ιωακείμ, Στέλιο Βότση, Ανδρέα Χρυσοχόο και τον γλύπτη Γιώργο Κυριάκου. 

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γιώργος Κυριάκου: “Η πρώτη συμμετοχή της Κύπρου σ’ αυτή την Μπιενάλε ήταν υψίστης σημασίας. Το μικρό και νεαρό μας κράτος άρχισε να δίνει το παρών του στα διεθνή πολιτιστικά προκαλώντας σε μας τους Κυπρίους αισθήματα υπερηφάνειας. Οι Κύπριοι καλλιτέχνες από την άλλη ένιωσαν με τη συμμετοχή τους μια αναβάθμιση κύρους, ευθύνης αλλά και προοπτικής”.

Ο Σπητέρης προβληματιζόταν ιδιαίτερα για την επιλογή του σε σχέση με την Κύπρο και τη θέση της στα εικαστικά τεκταινόμενα διεθνώς. Οι προβληματισμοί και οι διαπιστώσεις του συμβαδίζουν σε μεγάλο βαθμό με τη δυτική ρητορική για την “καθυστερημένη” έλευση του μοντερνισμού και των διαφόρων επαναστατικών ρευμάτων σε χώρες μακριά από τα παραδοσιακά μητροπολιτικά κέντρα, ως επί το πλείστον σε χώρες με αποικιακό παρελθόν. Ταυτόχρονα, επισημαίνει και την έντονη ανάγκη της περιφέρειας να διαφοροποιηθεί από τα υπάρχοντα δυτικά πρότυπα και να εντάξει το τοπικό στοιχείο στην τέχνη, χωρίς όμως να γίνεται γραφική, προσπαθώντας να καθορίσει μια διακριτή τοπική εικαστική ταυτότητα. 

Το ενδιαφέρον του Σπητέρη για τους νέους Κύπριους καλλιτέχνες εστιάζεται στο γεγονός πως “ενώ μιλούν μια μοντέρνα γλώσσα, κάποιοι από αυτούς εξακολουθούν να διατηρούν στο έργο τους μια έντονη γεύση από την πατρίδα τους, χωρίς όμως ποτέ να οδηγούνται σε φολκλορικό λόγο”.

Ο Σπητέρης, λοιπόν, θέλησε να καθορίσει με την επιλογή του ένα καινούργιο στίγμα για την κυπριακή τέχνη μακριά από τον συντηρητισμό και την ακαδημαϊκή παράδοση, αποφεύγοντας να χαρακτηρισθεί ως γραφική, συντηρητική, παρωχημένη και περιθωριακή. Και αυτό για τον Σπητέρη θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με νέους καλλιτέχνες που “αν και ζουν στην Κύπρο, οφείλουν την εκπαίδευσή τους στις σπουδές τους στο εξωτερικό και στα συχνά ταξίδια που τους δίνουν τη δυνατότητα να ενημερώνονται και να έρχονται σε επαφή με τα πιο επίκαιρα θέματα στον χώρο”.

Αυτό επιβεβαιώνεται και από το κείμενο που έγραψε για την κυπριακή συμμετοχή στον επίσημο κατάλογο της Μπιενάλε Βενετίας του 1968: “Κατά τη μακρά περίοδο της βρετανικής κυριαρχίας, το νησί υπέστη την ίδια μοίρα με όλες τις περιφερειακές χώρες που στερούνταν άμεσης επαφής με τα μεγάλα κέντρα της τέχνης. Μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας (1960), αυτές οι νέες δυνάμεις, με συνείδηση του ρόλου τους, όπως και σε όλους τους άλλους τομείς, στον σημερινό κόσμο, έσπασαν τους δεσμούς τους με έναν παρωχημένο ακαδημαϊσμό για να διεκδικήσουν τη θέση που τους αξίζει κάτω από τον ήλιο”.  

Στο ίδιο κείμενο ο Σπητέρης διαχωρίζει δύο κύριες τάσεις ανάμεσα στους καλλιτέχνες: τους καλλιτέχνες που ενσωματώνουν στοιχεία “από την πατρίδα τους” χωρίς όμως να γίνονται γραφικοί και τους καλλιτέχνες που “πλήρως απομακρυσμένοι από την εμπειρία προηγούμενων καλλιτεχνών […] ολοκληρώνουν την εξέλιξή τους εντός των αυστηρών επιταγών της γεωμετρίας”.

Έτσι για τον Σπητέρη τα δυναμικά γλυπτά του Γιώργου Κυριάκου από πινακωτές (παραδοσιακές ξύλινες σανίδες, μέσα στα οποία τοποθετούνται τα ζυμωμένα ψωμιά) “μεταμορφώνονται σε παράξενες θεότητες” που “οδηγούν σε νέες προοπτικές του υλικού κόσμου”. Σύμφωνα με τον Σπητέρη, τα έργα του Σκοτεινού διακατέχονται “από μια ατμόσφαιρα πάθους και σουρεαλιστικού μπαρόκ”, χρησιμοποιώντας αρχαϊκά κυπριακά ειδώλια και θεότητες “θεματοφύλακες των θρύλων, των οποίων η ηχώ χάνεται στα βάθη του χρόνου”, έργα τα οποία “δημιουργούν ψυχολογικές καταστάσεις στα όρια του παραλογισμού”.  

Στα έργα του Κώστα Ιωακείμ ο Σπητέρης προσδίδει ένα αρχέγονο ύφος, χαρακτηρίζοντας τα έργα γεμάτα βουκολικό ερωτισμό, μέσα από τα οποία διαγράφεται μια παράξενη εικόνα του κόσμου “χωρίς να μετατρέπεται σε στείρο μιμητισμό και ανάμνηση”. 

Τους άλλους τρεις Κύπριους καλλιτέχνες, Στέλιο Βότση, Αντρέα Χρυσοχόο και Χριστόφορο Σάββα, ο Σπητέρης τους εντάσσει στο πλαίσιο της αναζήτησης της αλήθειας μέσω της γεωμετρικής αφαίρεσης. Έτσι στο έργο του Βότση και παρά την αυστηρότητα των αφηρημένων σημείων, διακρίνει “μια μακρινή ηχώ της ατμόσφαιρας που δημιουργείται από τον μυστικισμό και τον πλούτο των θρησκευτικών εικόνων”. Στους αυστηρά γεωμετρικούς πειραματισμούς του Χρυσοχού ο Σπητέρης αποδίδει “ένα αριστοτελικό πνεύμα σύνθεσης”, ενώ η ρυθμικότητα και η πολυχρωμία των ανάγλυφων έργων του Σάββα από καρφίτσες περιγράφεται ως “η θέληση του καλλιτέχνη να ερμηνεύσει τη νοητική έννοια με τον πιο ακριβή τρόπο”. 

Η Τέχνη μετά το 1974

Με αυτά τα δεδομένα αναπτυσσόταν η σύγχρονη τέχνη στην Κύπρο και στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1970. Όμως, η τουρκική εισβολή του 1974 επηρέασε, όπως ήταν φυσικό, τόσο τους καλλιτέχνες όσο και την καλλιτεχνική παραγωγή. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα και γεμάτα έντονους υπαρξιακούς προβληματισμούς. 

Ταυτόχρονα, οι προτεραιότητες του κράτους στρέφονταν κυρίως σε προβλήματα επιβίωσης, στέγασης των προσφύγων και ενός αδιάκοπου αγώνα για λύση του κυπριακού προβλήματος μέσω του διεθνούς δικαίου και της επιβολής των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών στην Τουρκία.  “Με την απώλεια του σαράντα τοις εκατό του εδάφους της, η Κυπριακή Δημοκρατία έχασε σημαντικούς και δυσαναπλήρωτους πόρους. Οι κρατικοί προϋπολογισμοί μοιραία διαφοροποιήθηκαν για να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες. Ως εκ τούτου, αναβλήθηκε επ’ αόριστον και η δημιουργία του μεγάλου, πολυδύναμου πολιτιστικού κέντρου, τα σχέδια του οποίου είχαν αποπερατωθεί και η ανέγερσή του θα άρχιζε άμεσα”. 

Το κλίμα μαρασμού επηρεάζει τους καλλιτέχνες, πολλοί από τους οποίους έχασαν τα σπίτια και τα εργαστήριά τους. Αρκετοί καλλιτέχνες –Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι– εγκαταλείπουν την Κύπρο (και εγκαθίστανται κυρίως στην Ελλάδα και την Αγγλία), κάποιοι μάλιστα περνούν μια περίοδο προσωπικής κρίσης, που αγγίζει και τη δημιουργική τους δουλειά. Κάποιοι επιλέγουν τη σιωπή για ένα διάστημα, ενώ άλλοι υιοθετούν μια θεματική συνδεδεμένη άμεσα ή έμμεσα με τα τραγικά γεγονότα. “Αρκετοί καλλιτέχνες ξαναγυρνούν στη φιγούρα, σε ανθρωπιστικές αξίες, σημειώνοντας με τον τρόπο τους ένα είδος παλινδρόμησης προς τον ρεαλισμό, όπως συνέβη και με αρκετούς καλλιτέχνες μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (ο Braque για παράδειγμα μετά τον πόλεμο είχε εγκαταλείψει τις κατακτήσεις του στον κυβισμό για να επιστρέψει στη φιγούρα)”.  

Άλλοι χρησιμοποιούν την αλληγορία και το φανταστικό στοιχείο για να απελευθερώσουν τη λύπη και τον θυμό τους με εκρηκτικό τρόπο, όπως ο Γιώργος Σκοτεινός και ο Λοΐζος Σεργίου. Στη σειρά των έργων του τελευταίου “Κύπρος 1974 – ο κύκλος της καταγγελίας”, “οι διάφορες οργανικές βιομορφικές φιγούρες, σε συνδυασμό με ένα φανταστικό πλανητικό στερέωμα, παραπέμπουν σε μορφές που αναδύονται από το ασυνείδητο και κάνουν έμμεση καταγγελτική αναφορά”. Ο Λοΐζος Σεργίου χρησιμοποιεί μεταφορικά τη θεματική της σφαγής και της αγριότητας, έχοντας όμως ως στόχο τον στιγματισμό της πολιτικής και στρατιωτικής βίας, ενώ καλλιτέχνες όπως ο Χρίστος Φουκαράς, συνεχίζοντας την παράδοση του ρεαλισμού, σκιαγραφούν τον παραδοσιακό κόσμο της Κύπρου, που αρχίζει να χάνεται.

Στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας ανασυγκρότησης και ανοικοδόμησης και στην προσπάθειά τους να συνεχίσουν σταθερά την πορεία τους, οι καλλιτέχνες, αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες, αφού η έλλειψη δομών, διαλόγου και κριτικής δεν δημιουργεί ένα κλίμα δυνατής ζύμωσης στις τέχνες, ενώ ο μαρασμός, που είχε στιγματίσει γενικότερα την κυπριακή κοινωνία, επηρεάζει σημαντικά και την καλλιτεχνική σκηνή. Ωστόσο, οι πιο δυναμικοί καλλιτέχνες αυτής της περιόδου –από τους οποίους οι σημαντικότεροι έχουν ζωντανή και σημαντική δράση μέχρι και σήμερα, όπως για παράδειγμα οι Άγγελος Μακρίδης, Νίκος Κουρούσιης, Γιώργος Σφήκας και κάποιοι νεότεροι, όπως ο Θεόδουλος Γρηγορίου ή η Μαρία Λοϊζίδου– διατηρούν ανοιχτό τον διάλογο με τις τάσεις του εξωτερικού και υιοθετούν τα πιο σύγχρονα εικαστικά και εννοιολογικά μέσα της εποχής τους, ενσωματώνοντας με μεγάλη ευρηματικότητα βιώματα από την τοπική τους κοινωνία. Είναι οι πρώτοι καλλιτέχνες που ξεφεύγουν από τον περιφερειακό μοντερνισμό, συμμετέχουν σε διεθνείς διοργανώσεις και δημιουργούν στην Κύπρο τη μαγιά εκείνη που θα οδηγήσει σταδιακά το νησί στη σύγχρονη τέχνη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο πολλοί από τους καλλιτέχνες αυτούς ερμηνεύουν τις σύγχρονες τάσεις, εντάσσοντας στα έργα τους αντικείμενα, φόρμες και παραδόσεις της κυπριακής γης και ιστορίας (όπως για παράδειγμα: η αξιοποίηση των αρχαίων ειδωλίων από τον Άγγελο Μακρίδη). 

Το 1985 ιδρύθηκε η γκαλερί Diaspro από τη Χαρά Μεταξά και τον καλλιτέχνη Ιωάννη. Η Diaspro, η οποία έκλεισε τις πόρτες της το 2003, παρουσίασε στο κυπριακό κοινό αρκετούς ενδιαφέροντες και πρωτοπόρους πειραματισμούς σύγχρονων Κυπρίων και Ελλήνων καλλιτεχνών της εποχής και διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός κοινού πιστού στη σύγχρονη τέχνη και τις αναζητήσεις της.

Επιπλέον, εκείνη την εποχή λόγω και της οικονομικής άνθισης που παρατηρείται, τα πολιτιστικά ιδρύματα των τραπεζών , όπως της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου, αναλαμβάνουν σημαίνοντα ρόλο τόσο στην αγορά έργων τέχνης όσο και στη διοργάνωση εικαστικών εκθέσεων.

Τα χρόνια που ακολουθούν και η “ομαλοποίηση” στην καινούργια πραγματικότητα ενός μοιρασμένου πλέον νησιού επιτρέπουν σε μια ομάδα καθιερωμένων δυναμικών καλλιτεχνών, όπως για παράδειγμα οι Άγγελος Μακρίδης και Νίκος Κουρούσιης, μαζί με νεότερους, όπως ο Θεόδουλος Γρηγορίου, η Μαρία Λοϊζίδου, ο Γλαύκος Κουμίδης και ο Σάββας Χριστοδουλίδης, μεταξύ αρκετών άλλων, να αναπτύξουν δημιουργικό διάλογο με τα τεκταινόμενα στον διεθνή χώρο και να υιοθετήσουν σύγχρονες εννοιολογικές προσεγγίσεις προσαρμόζοντάς τις στην κυπριακή πραγματικότητα. Το τραύμα της εισβολής αλλά και οι αναφορές στο αρχαίο (ελληνικό) παρελθόν της Κύπρου εξακολουθούν κατά κάποιον τρόπο να αποτελούν σημεία αναφοράς για πολλούς καλλιτέχνες. 

Το 1994, ιδρύεται στο ανακαινισμένο κτήριο της Παλιάς Ηλεκτρικής, στο ιστορικό κέντρο της Λευκωσίας, το NiMAC (Δημοτικό Κέντρο Τεχνών Λευκωσίας, Συνεργασία: Ίδρυμα Πιερίδη). H πολιτική εκθέσεων και συνεργασιών του Κέντρου με μουσεία, ιδρύματα, εικαστικούς θεσμούς και καλλιτέχνες τόσο από την Κύπρο όσο και από το εξωτερικό εισάγει στο κυπριακό κοινό τις αναζητήσεις της τέχνης της εποχής. Μέσα από τις εκθέσεις του, το Κέντρο διερευνά τους τρόπους με τον οποίους, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της αυξημένης προβολής της “περιφερειακής” καλλιτεχνικής δραστηριότητας, οι σύγχρονοι καλλιτέχνες από το νησί και την περιοχή της Μεσογείου, αλλά και από τον ευρύτερο διεθνή χώρο, διαπραγματεύονται το σημερινό παγκόσμιο τοπίο μέσα κυρίως από θέματα ιστορίας, μνήμης και πολιτικής. Μεγάλη έμφαση δίνεται και στην προώθηση συζητήσεων και εικαστικών εξερευνήσεων γύρω από το παρελθόν και το παρόν της Κύπρου, σε σχέση με την ιστορία του τόπου, τον αποικισμό, της έννοιας της ταυτότητας (που είναι ένα μόνιμο τραύμα, ένα σύνολο αλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων, μια διαρκής πάλη για αυτοπροσδιορισμό) και άλλων θεμάτων που απασχολούν σύγχρονους καλλιτέχνες και θεωρητικούς. 

Ο 21ος Αιώνας – Οι δύο πρώτες δεκαετίες

Η αλλαγή του αιώνα βρίσκει την Κύπρο σε μια συνεχή διαδικασία ανάπτυξης και εξέλιξης. Παρόλο που το πολιτικό πρόβλημα παραμένει ακόμη άλυτο, οι συνεχείς επαφές με τον διεθνή χώρο δημιουργούν τις προϋποθέσεις για καινούργιες κατακτήσεις στην τέχνη. Mε το άνοιγμα της Κύπρου στη διεθνή σκηνή, με την άνθιση της κυπριακής οικονομίας και το ξεπέρασμα του μαρασμού των δεκαετιών 1970 και 1980, την ίδρυση του Πανεπιστημίου Κύπρου και την είσοδο της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιουργούνται στην Κύπρο οι προϋποθέσεις για ζυμώσεις σε όλους τους τομείς. Όλο και περισσότεροι νέοι φεύγουν για σπουδές στο εξωτερικό και επιστρέφοντας εισάγουν καινούργιες αντιλήψεις, μεθοδολογίες και τάσεις. Νέα εικαστικά μέσα, όπως το βίντεο, οι εγκαταστάσεις και οι περφόρμανς, γίνονται ολοένα και πιο σημαντικά στο έργο των καλλιτεχνών, οι οποίοι ξεφεύγουν πλέον από τον αισθητικό φορμαλισμό και τη στενή ενασχόληση με μορφολογικού τύπου θέματα, προσεγγίζοντας την τέχνη με έναν σαφώς πιο εννοιολογικό τρόπο και ενσωματώνοντας στο έργο τους κοινωνικο-πολιτικές και οικολογικές ανησυχίες. Η έντονη δραστηριότητα ορισμένων καλλιτεχνών οδηγεί την τέχνη τους έξω από τα τοπικά όρια, προσδίδοντάς της έναν πιο διεθνή χαρακτήρα. 

Το άνοιγμα ορισμένων οδοφραγμάτων το 2003 επιτρέπει μετά από τρεις δεκαετίες την ελεύθερη διακίνηση μεταξύ Βορρά και Νότου, και έτσι οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι καλλιτέχνες σιγά σιγά αρχίζουν να συνεργάζονται, να παίρνουν και να ανταλλάσσουν ερεθίσματα και στοιχεία ο ένας από τον άλλο, όπως σύμβολα και μοτίβα από τζαμιά ή εκκλησίες αντίστοιχα, και να επανεξετάζουν την κυπριακή παράδοση, κουλτούρα και ιστορία. 

Στα χρόνια που ακολουθούν, διοργανώνονται όλο και πιο συχνά εκθέσεις, δράσεις και φεστιβάλ με συνεργασία καλλιτεχνών και των δύο κοινοτήτων. Η Νεκρή Ζώνη μετατρέπεται σταδιακά σε μια “ζωντανή” ζώνη, όπου διάφορα καλλιτεχνικά δρώμενα βρίσκουν τις ρίζες τους και την έμπνευσή τους. Μια πρώτη προσπάθεια έγινε με τη διεθνή έκθεση Leaps of Faith, τον Μάιο του 2005. Η συνεργασία αυτή συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας παρόλες τις πολιτικές δυσκολίες που υφίστανται. Το NiMAC προώθησε επίσης την ένταξη Τουρκοκυπρίων καλλιτεχνών στις εκθέσεις του, θεωρώντας τη δουλειά τους αναπόσπαστο μέρος της κυπριακής τέχνης, ξεκινώντας με την έκθεση Accidental Meetings το 2005. Επιπλέον, το 2010-2013 διοργανώθηκε το ερευνητικό πρότζεκτ Uncovered που είχε ως σημείο αναφοράς τον χώρο του Διεθνούς Αερολιμένα Λευκωσίας, ο οποίος από το 1974 τελεί υπό τη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών. Τα τελευταία χρόνια, το Buffer Fringe Performing Arts Festival, που ξεκίνησε στην Πράσινη Γραμμή από το 2014 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, προωθεί τη συνεργασία και τον διάλογο μεταξύ καλλιτεχνών από όλο το νησί, καθώς και από το εξωτερικό. 

Μια δύσκολη στιγμή για το κυπριακό καλλιτεχνικό τοπίο ήταν η ματαίωση της Manifesta 6, της έκτης έκδοσης της ευρωπαϊκής περιοδεύουσας Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης, που ήταν προγραμματισμένη να διεξαχθεί στη Λευκωσία τον Σεπτέμβριο του 2006. Παρόλες τις προσπάθειες για συμφωνία μεταξύ των μερών, το θέμα κατέληξε τόσο στα ολλανδικά όσο και στα κυπριακά δικαστήρια, δημιουργώντας πολύ μεγάλο θόρυβο στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης. Στην ουσία όμως, και όπως διαφάνηκε πολύ γρήγορα, η διοργάνωση της Λευκωσίας παρουσίασε σοβαρά εσωτερικά προβλήματα από νωρίς. Ένα από τα κυριότερα ήταν αυτό της πολύ κακής συνεργασίας των τριών επιμελητών μεταξύ τους, καθώς και η αδυναμία εξεύρεσης ικανών πόρων από το ολλανδικό ίδρυμα της Μανιφέστα. Εκείνο όμως που πυροδότησε την τελική σύγκρουση ήταν η αβάσιμη απαίτηση ενός από τους τρεις επιμελητές για τη διοργάνωση μέρους του προγράμματος της Manifesta 6 στην κατεχόμενη Λευκωσία, παρά τις υπογραφείσες συμφωνίες. Η ματαίωση αυτή είχε τις επιπτώσεις της στην κυπριακή εικαστική σκηνή καθώς ο ενθουσιασμός για τη διοργάνωση έδωσε τη θέση του, για αρκετό καιρό, στην εσωστρέφεια και την περισυλλογή.

Μετά τη σοβαρή αυτή κρίση ακολουθεί μια περίοδος πειραματισμού και καινοτομιών και η Κύπρος εισέρχεται σε μια περίοδο έντονου δημιουργικού αναβρασμού. Οι Κύπριοι καλλιτέχνες μπαίνουν δυναμικά στη σκηνή και επαναδιαπραγματεύονται τον ορισμό της τέχνης, ο οποίος γίνεται πιο ευρύς και ανοιχτός σε διαφορετικά είδη έκφρασης. Βλέπουμε τον διαχωρισμό και τα όρια των διαφόρων κλάδων να καταρρίπτονται και έχουμε σκηνοθέτες, ακαδημαϊκούς, μουσικούς, συγγραφείς, ακτιβιστές, θεωρητικούς κ.ά. να δουλεύουν μαζί, ενσωματώνοντας ποικίλες μορφές έκφρασης, όπως εικαστικά έργα, περφόρμανς, θεωρητικές συζητήσεις, προβολές, παρουσιάσεις, εκδηλώσεις λογοτεχνίας και ποίησης και άλλα καινούργια δημιουργικά μέσα.

Το έργο των σύγχρονων Κύπριων καλλιτεχνών αποκτά επίσης μια έντονη πολιτική διάσταση, χωρίς όμως να πέφτει στην παγίδα του διδακτισμού ή του φλύαρου σχολιασμού των γεγονότων. Αντίθετα, χωρίς την πρόθεση πολιτικού αναλυτή, οι καλλιτέχνες συλλαμβάνουν με ευαισθησία την πολυπλοκότητα της κατάστασης και εκφράζουν, άλλοτε με ουδέτερο, αποστασιοποιημένο μάτι, άλλοτε με σαρκασμό και ειρωνεία, την πραγματικότητα του τόπου τους. Έχουν απόλυτη συνείδηση ότι δεν μπορούν να αλλάξουν τις γεωπολιτικές συνθήκες ούτε να υποκαταστήσουν τους πολιτικούς. 

Μάλιστα σήμερα, έχουμε πληθώρα ενεργών καλλιτεχνών (νέων αλλά και παλιότερων που συνεχίζουν δυναμικά το έργο τους) με πολλές και αρκετά ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις. 

Η νέα γενιά των καλλιτεχνών κάνει αρκετές φορές αισθητή την παρουσία της και στον διεθνή χώρο, συμμετέχοντας σε μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις όπως για παράδειγμα η Μπιενάλε Βενετίας και η Ντοκουμέντα. Όλο και περισσότεροι συμμετέχουν σε residencies στο εξωτερικό τα οποία αρκετές φορές αποτελούν εφαλτήριο για μια σημαντική διεθνή παρουσία. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Χριστόδουλου Παναγιώτου, Χάρις Επαμεινώνδα και Μαρίας Χασάπη οι οποίοι έχουν πλέον τη βάση τους κυρίως εκτός Κύπρου, αναπτύσσοντας μια συνεχή και αξιοσημείωτη πορεία στον διεθνή χώρο με πολλές σημαντικές διακρίσεις. 

Από τις αρχές της νέας χιλιετίας, χαρτογραφείται σταδιακά στο νησί ένα νέο εικαστικό τοπίο. Καινούργιες ανεξάρτητες πρωτοβουλίες, ενδιαφέροντα artist-run spaces και συλλογικές και συμμετοχικές προσπάθειες έρχονται να προστεθούν στις παλαιότερες δομές, ειδικά στη Λευκωσία και τη Λεμεσό. 

Το Ίδρυμα Άρτος, το Ίδρυμα Φάρος και το Ίδρυμα Ευαγόρα και Κάθλιν Λανίτη για κάποια χρόνια, το Point Centre for Contemporary Art στη Λευκωσία αλλά και το Neme στη Λεμεσό δημιουργούν τις προϋποθέσεις για διεθνείς συνέργειες και ενδιαφέροντα πρότζεκτ. Τα τελευταία χρόνια ειδικά, τόσο το Point Centre όσο και το Neme προάγουν δυναμικά κριτικές προσεγγίσεις της σύγχρονης τέχνης, μέσα από την έρευνα και τον πειραματισμό. Πολλοί διεθνείς καλλιτέχνες προσκαλούνται για συνεργασίες και παρουσιάσεις, ενώ διευρύνεται το πεδίο για μια πιο εναλλακτική και διαθεματική προσέγγιση στα εικαστικά. 

Επίσης, η ανάγκη πολλών καλλιτεχνών για καινούργιες δράσεις, αλλά και τα νέα δεδομένα που δημιουργήθηκαν από την οικονομική κατάρρευση της Κύπρου το 2012-2013 οδηγούν στη δημιουργία ενός δυναμικού δικτύου από χώρους που διευθύνουν οι ίδιοι, τα γνωστά artist-run spaces. Η Στοά Αισχύλου, η Apotheke και οι Νεωτερισμοί Τουμάζου αρχικά, οι Θκιό Ππαλιές, το DriveDrive, το Γκαράζ, το Korai Project Space, το Φυτώριο, και το The Island Club, μεταξύ άλλων, που συνεχίζουν, οδηγούν σε μια ενδιαφέρουσα αναγέννηση της εικαστικής σκηνής, εισάγοντας καινούργια δεδομένα και προβληματισμούς στο κυπριακό τοπίο. Οι χώροι αυτοί υποστηρίζουν μια ομαδική και δημοκρατική προσέγγιση στις τέχνες, ενώ ταυτόχρονα προωθούν τη δημιουργία καινοτόμων έργων και εκθέσεων όπου προβάλλονται νέοι καλλιτέχνες με ποικίλες εικαστικές προσεγγίσεις. Ταυτόχρονα,  επαγγελματικές γκαλερί όπως η Γκαλερί Όμικρον (μέχρι το 2012), ο Διάτοπος, η Artseen και η Eins στη Λεμεσό παρουσιάζουν ενδιαφέροντα προγράμματα που αγκαλιάζουν τις σύγχρονες πραγματικότητες.

Την ίδια στιγμή, παρατηρείται μια πιο συστηματική προσπάθεια ενασχόλησης με την κριτική καταγραφή της ιστορίας της τέχνης στην Κύπρο. Θεωρητικοί και ακαδημαϊκοί βλέπουν την τέχνη του νησιού μέσα από θεωρίες αποικισμού, μετα-αποικισμού και του μετα-στρουκτουραλισμού, ενώ ταυτόχρονα ερευνούν νέες πτυχές και θέματα, όπως τη φωτογραφία στο νησί. Σημαντικό σταθμό αποτελεί και η ίδρυση του Διεθνούς Συνδέσμου Φωτογραφίας και Θεωρίας (IAPT), ο οποίος εισάγει τα διεθνή συνέδρια φωτογραφίας και θεωρίας που πραγματοποιούνται κάθε δύο χρόνια από το 2010. Σε αυτά συμμετέχουν σημαντικές προσωπικότητες από τον διεθνή χώρο και προσελκύουν το ενδιαφέρον ακαδημαϊκών από όλο τον κόσμο. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης και οι εκθέσεις φωτογραφίας, αλλά και οι εκδόσεις του Συνδέσμου.

Παρόλο που τα γεγονότα είναι ακόμη εν εξελίξει και μια αποστασιοποιημένη καταγραφή και αντιμετώπισή τους είναι εξαιρετικά δύσκολη, θα μπορούσε κάνεις να πει, σχεδόν με σιγουριά, πως όλα αυτά τα στοιχεία δημιουργούν μια πολύ αισιόδοξη προοπτική για το μέλλον της σύγχρονης τέχνης στην Κύπρο. 

Η πανδημία, που εξακολουθεί να πλήττει την υφήλιο εδώ και πολλούς μήνες, έχει περιορίσει, και σε πολλές χώρες έχει σταματήσει ολότελα, τις ποικίλες εικαστικές διοργανώσεις, δημιουργώντας τρομερά προβλήματα στους καλλιτέχνες, στις γκαλερί, καθώς και στα διάφορα ιδρύματα και κέντρα τεχνών. Παρά τις σημερινές δυσκολίες καθώς και την ελλιπή στήριξη των Κυπρίων καλλιτεχνών από την Πολιτεία, οι οιωνοί για την περαιτέρω εξέλιξη των εικαστικών στην Κύπρο είναι αναμφισβήτητα κάτι περισσότερο από ελπιδοφόροι.

Του Δρα Γιάννη Τουμαζή [διευθυντής NiMAC (Δημοτικό Κέντρο Τεχνών Λευκωσίας, Συνεργασία: Ίδρυμα Πιερίδη), καθηγητής Θεωρίας της Τέχνης, Πανεπιστήμιο Frederick]