«Άραγε εκεί στη Θυμέλη, στο θυσιαστήριο που βρισκόταν στο κέντρο της ορχήστρας του αρχαίου θεάτρου, θα σφαχτεί μεγαλοπρεπώς η κότα με τα χρυσά αυγά της ελεύθερης θεατρικής δημιουργίας στην Κύπρο; Και ποιο θα είναι το αποτέλεσμα αυτής της θυσίας;» Τα ερωτήματα αυτά είχα θέσει πριν από οκτώ περίπου χρόνια, λίγο καιρό μετά την εξαγγελία από τον ΘΟΚ του –περιβόητου πια- αυστηρά τεχνοκρατικού Σχεδίου Θυμέλη.
Στην πορεία δεν ήταν λίγες οι φορές που δημιουργήθηκε για το ελεύθερο θέατρο η εικόνα ενός καζανιού που βράζει. Όσο κι αν το σχέδιο εκπονήθηκε και εξελίχθηκε με γνώμονα τις νέες ανάγκες που προέκυψαν, ήταν δεδομένο πάντα ότι το ίδιο το σχέδιο είναι αυτό που διαμορφώνει το τοπίο. Κι ότι επίσης, όση δίαιτα κι αν κάνουν κάποιοι, το νέο «κοστούμι» δεν υπάρχει περίπτωση να τους χωρέσει.
Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι πλέον δεν υπάρχει ο ΘΟΚ στην εξίσωση κι ότι το αμέστωτο και ατσούμπαλο ακόμη Υφυπουργείο μοιάζει να λειτουργεί εκτός των πραγματικότητων, αλλά και με μια αδικαιολόγητη και ανισομερή αποφασιστικότητα. Ακόμη κι ο ΘΟΚ, όμως, με τον όποιο κλασαυχενισμό του κυρίαρχου θεατρικού πόλου που μπορεί κατά καιρούς να τον χαρακτήριζε, ποτέ μα ποτέ δεν θα τολμούσε να εκστομίσει την αδιανόητη ατάκα «τα θέατρα δεν μπορούν να βασίζονται μόνο στην κρατική χορηγία», όπως επίσημα πια πράττει το Υφυπουργείο. Θα τον έπαιρναν όλοι με τις πέτρες.
Μα σε ποιο καλλιτεχνικό οικοσύστημα νομίζουν ότι βρίσκονται; Του Λονδίνου; Της Νέας Υόρκης; Της Αθήνας; Εννοείται ότι προσχηματικά δεν μπορεί να βασίζεται ένα ιδιωτικό θέατρο στην Κύπρο ΜΟΝΟ στην κρατική χορηγία, αλλά δεν πρόκειται να πάψει ποτέ να βασίζεται ΚΥΡΙΩΣ στην κρατική χορηγία. Όταν μέσα σ’ ένα κλίμα που κυριολεκτικά μυρίζει μπαρούτι και σκουριασμένο λουκέτο τονίζεις κάτι τόσο αυτονόητο, είναι σαν να λες «ξεχάστε αυτά που ξέρατε». Δεκτό, αλλά όταν τραβάς στον άλλον την πρίζα, καλό είναι να του το ξεκαθαρίζεις από την αρχή και να μην περιμένεις την… αυτορρύθμιση να του πάει τα μαύρα μαντάτα. Τουλάχιστον από σεβασμό στην ιστορία του.
Συμβαίνει λοιπόν το εξής απίθανο με το αναθεωρημένο Σχέδιο Θυμέλη: ενώ το κονδύλι αυξήθηκε κατά σχεδόν 20% σε σχέση με πριν, οι πλείστοι από τους δικαιούχους είναι δυσαρεστημένοι. Χρειαζόταν πραγματικά προσπάθεια για να συμβεί αυτό. Και κοσκινίζοντας λίγο τις επίσημες τοποθετήσεις μπορεί κανείς εύκολα να εντοπίσει πού είχε στραφεί η συγκεκριμένη προσπάθεια.
Καταρχάς, το Υφυπουργείο κομπάζει ότι έχουν εγκριθεί 31 παραγωγές. Μα ποιος τους είπε ότι το πρόβλημα στην Κύπρο ήταν ότι δεν είχαμε αρκετές παραγωγές; Ποιος τους παραλάλησε ότι το πολύ διασφαλίζει το ευ; Μάλιστα, με την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, οι πλείστες από τις παραγωγές πιθανότατα θα «σφηνωθούν» μέσα σ’ ένα διάστημα περίπου τεσσάρων μηνών.
Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Ότι θα έχουμε ένα μέσο όρο 6-7 νέων παραγωγών τον μήνα, με τους θεατές –στους οποίους… βασίζεται το Υφυπουργείο για να φέρουν έσοδα από τα εισιτήρια (!)- να μην ξέρουν πού να πρωτοπάνε. Από τη στιγμή, όμως, που έως και οι μισές παραγωγές που εγκρίθηκαν δεν πρόκειται, κατά τα φαινόμενα, να πραγματωθούν, το πρόβλημα λύνεται μόνο του. Έτσι;
Παρεμπιπτόντως, δεν μας εξήγησαν το πιο βασικό: στην περίπτωση αυτή τι θα γίνει με το αδιάθετο κονδύλι, από τη στιγμή που πλέον δεν υπάρχουν επιλαχούσες αιτήσεις; Το εύστοχο και καυτό ερώτημα έθεσαν και οι Καλλιτέχνες Θεάτρου ΠΕΟ και κανείς από το Υφυπουργείο δεν βγήκε δημόσια να απαντήσει. Μήπως επειδή η απάντηση είναι παρόμοια μ’ αυτή που ισχύει για την Κάρτα Πολιτισμού Νέων; Ότι, δηλαδή, αν δεν διατεθεί το κονδύλι το ποσό επιστρέφεται στο Κράτος και οι εμπλεκόμενοι ας πρόσεχαν;
Επιπλέον, το Υφυπουργείο Πολιτισμού ουσιαστικά δεν κρύβει πια ότι εμπνεύστηκε την κεντρική φιλοσοφία του αναθεωρημένου σχεδίου από τα ισχύοντα στην Ελλάδα (!), με την ίδια την Υφυπουργό να προβαίνει σε άστοχες και ανόμοιες συγκρίσεις ποσών που διατίθενται ως κρατική χρηματοδότηση, αποδεικνύοντας ακριβώς τις πραγματικές προθέσεις. Λες και μπορεί μια χώρα των δέκα εκατομμυρίων να συγκριθεί με μια –ημικατεχόμενη κιόλας- χώρα του ενός εκατομμυρίου και μια πόλη των τεσσάρων εκατομμυρίων να συγκριθεί με μια πόλη των 200 χιλιάδων.
Επίσης, επικαλούμενο συγκεκριμένα την περίπτωση του Θεάτρου Σκάλα που πλέον τίθεται υπό νέο καθεστώς, το Υφυπουργείο «δείχνει το δρόμο» και στα υπόλοιπα πέντε θέατρα της Ομοσπονδίας. Έναν δρόμο χωρίς καλλιτεχνικό διευθυντή, που διοικητικά θα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εθελοντική εργασία. Είναι ενδιαφέρον –κι ελπιδοφόρο ίσως- να δούμε πώς θα λειτουργήσει τελικά αυτό, αλλά δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι και το πρότυπο και ο κανόνας για όλους.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουν στο Υφυπουργείο ότι στην Κύπρο στην ουσία δεν υπάρχει ιδιωτικό θέατρο, με την έννοια των κερδοφόρων καλλιτεχνικών επιχειρήσεων με θεατρώνες και ατζέντηδες. Αντικειμενικός επιχειρηματικός στόχος όλων των φορέων, παλιών και νέων, μεγάλων και μικρών, στεγασμένων ή άστεγων είναι ένας: να επιπλεύσουν. Κερδοσκόπους ψάξτε αλλού. Οι πλείστοι έχουν συσσωρευμένα χρέη και οι ιθύνοντές τους βάζουν το κεφάλι στον τορβά και με μεγάλο προσωπικό κόστος κάνουν το μεράκι τους ενασχόληση. Το πώς το καταφέρνει αυτό ο καθένας είναι κάτι που σηκώνει μεγάλη συζήτηση, όπως και το πόσο αναγκαίο είναι σήμερα να γίνει ένα «ξεσκαρτάρισμα» στο θεατρικό τοπίο με πρόσχημα τη διασφάλιση μιας αόριστης «ποιότητας».
Αν υπάρχει τέτοια πρόθεση, καλώς, αλλά είναι σημαντικό αυτό να συμβεί στο πλαίσιο μιας συντονισμένης, συγκεκριμένης και οραματικής θεατρικής πολιτικής κι όχι απλώς τραβώντας τον αναπνευστήρα από ανθρώπους που σε γνοφερές και ανύποπτες εποχές αφιέρωσαν τη ζωή τους για να βγει το κάρο του πολιτισμού από τη λάσπη. Απαιτείται βαθιά μελέτη και εκτίμηση όλων των παραμέτρων, γιατί οι συνέπειες δεν θα είναι απλώς «αιματηρές», αλλά και αλυσιδωτές.
Δεν νομίζω ότι υπάρχουν στρατόπεδα στο κυπριακό θέατρο. Ο εχθρός είναι μόνο ένας: η βαρβαρότητα. Και πέρα από τον όποιο οικονομικό «εκβιασμό», ο αρμόδιος κρατικός φορέας οφείλει να καθορίσει και μια συνεκτική πολιτική που θα ωθήσει τις ενεργές δημιουργικές δυνάμεις σε συνασπισμό κι όχι στον «τυφλό» ανταγωνισμό και τη ρήξη.
Ελεύθερα, 7.1.2024