Επειδή σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και στην Κύπρο, καταγράφεται συνεχής αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, πάει να δημιουργηθεί η εντύπωση, μέσα και από δηλώσεις αξιωματούχων, ότι ξεμπερδέψαμε με την ακρίβεια. Μπόρα ήταν και πέρασε. Κλαίγαμε και θέλαμε.
Αναφορές του τύπου «στο χαμηλότερο σημείο του ο πληθωρισμός τα τελευταία τρία χρόνια» είναι πολύ πιθανό να παραπλανήσουν κάποιους καταναλωτές. Όχι βέβαια σε βαθμό να θεωρήσουν πως επανήλθαμε στην «ομαλότητα», αλλά μπορεί να απορήσουν κατά πόσο αδυνατούν να αντιληφθούν σωστά την (ακριβή) πραγματικότητα ή αν κάτι δεν πάει καλά με τους αριθμούς και τις δηλώσεις για τους αριθμούς.
Διότι όταν λέγεται -και είναι αλήθεια, βάσει των στοιχείων της Στατιστικής Υπηρεσίας και της Eurostat- πως ο πληθωρισμός φέτος τον Μάρτιο «έπεσε» στο 1.6% ή στο 1.2% (αντίστοιχα) σε σύγκριση με τον Μάρτιο του 2023, υπάρχει μια ουρά που πρέπει να μην την παρακάμπτουμε. Το 1.6% ή το 1.2% εξακολουθεί να είναι αύξηση στον δείκτη τιμών καταναλωτή. Μπορεί όλοι να λέμε «έπεσε ο πληθωρισμός» αλλά δεν έπεσε, συνέχισε να ανεβαίνει, έστω με χαμηλότερο ρυθμό αύξησης, απ’ ότι προηγουμένως.
Είναι θετικό που μειώνεται ο ρυθμός αύξησης των τιμών, αλλά είναι πολύ κακό που πολύ λίγα προϊόντα έχουν αποβάλει έστω και ένα μέρος από τις αυξήσεις που φορτώθηκαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Δηλαδή, τα χρόνια από τον σχεδόν μηδενικό πληθωρισμό του 2020 (πριν ακόμα προκαλέσει ανατροπές στην αγορά η πανδημία του κορωνοϊού) μέχρι σήμερα.
Και όπως δείχνουν τα χθεσινά στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, έτσι όπως παρουσιάζονται συγκριτικά στο ρεπορτάζ του «Φ» στη σελίδα 16, ο συνολικός πληθωρισμός μεταξύ Μαρτίου 2020 και Μαρτίου 2024 άγγιξε κατά μέσο όρο το 14%. Ενώ στα τρόφιμα άγγιξε το 16%.
Ούτε αυτά τα στοιχεία όμως δείχνουν όλη την εικόνα, διότι η Στατιστική και η Eurostat εμφανίζουν τον επίσημο πληθωρισμό, στη βάση των προϊόντων που τυγχάνουν παρακολούθησης, από επιλεγμένα σημεία πώλησης, ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Προφανώς τα πράγματα είναι χειρότερα στην αγορά, για κάποια προϊόντα και κάποιες υπηρεσίες.
Όταν λοιπόν η Κυβέρνηση «πατά» πάνω στα πανευρωπαϊκά και κυπριακά στοιχεία για να μας πει, καλή ώρα τις προάλλες ο υπουργός Οικονομικών, ότι π.χ. οι τιμές των καυσίμων κίνησης, κύριοι, είναι μειωμένες σε σχέση με τον τάδε μήνα του 2022, και ίσως να περιμένει να πούμε και «ουάου», πρέπει να μην παρακάμπτει το στοιχείο π.χ. που βγαίνει από τη χθεσινή ενημέρωση της Στατιστικής Υπηρεσίας, ότι τα καύσιμα κίνησης από τον Μάρτιο του ’20 έως τον φετινό Μάρτιο είχαν μέσο όρο αύξησης 26% (το πετρέλαιο) και 21% η βενζίνη. Το ρεύμα 36% για όλη την τετραετία, κατά μέσο όρο, αλλά αν το πάρουμε τμηματικά κατ’ έτος υπήρξαν και ψηλότερες αυξήσεις. Και δεν μιλάμε για αυξήσεις που… ήρθαν για λίγο και έφυγαν. Είναι τα ποσοστά αυξήσεων που κουβαλάμε και σήμερα οι καταναλωτές πάνω στη ράχη μας.
Γι’ αυτό, όταν το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης μελετά (και ξαναμελετά) αν πρέπει ή όχι να δοθούν κάποιες ελαφρύνσεις (άλλη συζήτηση αν πιάνουν τόπο ή όχι), πρέπει να υπολογίζει το επαχθές βάρος που φορτώθηκαν οι καταναλωτές (και όσο χαμηλότερα είναι τα εισοδήματά τους τόσο πιο βαρύ είναι και το φορτίο), χωρίς κατά την τετραετία των αλλεπάλληλων κρίσεων να καταγραφούν αυξήσεις μισθών άξιες αναφοράς, πλην κάποιων εργαζομένων σε καλές θέσεις εργασίας και πλην αυτών που πήραν (ευτυχώς) Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή, για να περιορίσουν τις απώλειες της αγοραστικής τους δύναμης. Οι υπόλοιποι -στρατιές ολόκληρες- διερωτούνται αν θα αλλάξει κάποτε κάτι από την πραγματικότητα που βιώνουν.