Είναι ένα σπίτι κτισμένο με τσιμεντομπλοκ. Στην οροφή είχανε τοποθετηθεί τσίγκοι αρχικά και όταν έβρεχε νόμιζες πως λιθοβολούσαν. Το πάτωμα ήταν γυαλισμένο τσιμέντο, χωρίς άλλη επένδυση. Εντούτοις το 1976, μετά από διαμονή κάτω από δέντρα, γιαπιά και αντίσκηνα, ήτανε μία μετάβαση σε μια αξιοπρεπή διαβίωση. Μπορούσες να έχεις δωμάτιο δικό σου, να κλείνεσαι και να απομονώνεσαι με τον έφηβο εαυτό σου.

Σιγά σιγά, γύρω γύρω, προστίθονταν και άλλα σπίτια και διαμορφωνόταν μια γειτονιά με κάτοικους ανθρώπους που είχαν κοινές αναφορές (τραύματα είναι η πιο ακριβής ορολογία). Ο απέναντι από την Κυρά Μόρφου, η πίσω από το Βαρώσι, οι δίπλα από το Βουνό, από τη Ζώδια, τη Βασίλεια, την Κυθρέα, τον Μαραθόβουνο… Η γειτονιά, έγινε στα χρόνια που μεσολάβησαν, ολόκληρη πόλη και η προσωρινή διαβίωση έγινε μόνιμη.

Στο σπίτι αυτό έζησα πιο πολλά χρόνια από ότι στο σπίτι που γεννήθηκα, στο Δίκωμο. Δεν το ένοιωσα όμως ποτέ σπίτι μου. Ήταν ένας χώρος φιλοξενίας, μέχρι να επιστρέψουμε στο κανονικό μας σπίτι. Ακόμα και όταν πια ξέραμε πως δεν υπάρχει επιστροφή, δεν έγινε σπίτι μου (δεν ξέρω για τη μητέρα μου που μπήκε εκεί 40 χρόνων και έφυγε 86). Δεν νοσταλγώ τίποτα από αυτό, καμία στιγμή που ζήσαμε εκεί, δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα εκτός από τους ανθρώπους. Αντίθετα από τις ζωντανές εικόνες που διατηρούνται -αποσπασματικές αλλά καθαρές- από το σπίτι στο Δίκωμο, για το οποίο λένε πως αν δεν έζησες 10 χρόνια σημαίνει πως δεν έχεις συναισθηματικό δέσιμο και δεν το δικαιούσαι.  

Σήμερα λοιπόν πούλησα (μαζί με τον αδελφό μου) το προσφυγικό και ένιωσα πως κόπηκε ο τελευταίος δεσμός με την προσφυγιά, όχι την ταυτότητα του πρόσφυγα αλλά τα βιώματα.

Το σπίτι, ως χειροπιαστό σύμβολο αυτών των βιωμάτων άλλαξε χέρια. Πέρασε στην ιδιοκτησία ενός νεαρού ζευγαριού που ονειρεύεται να το αναστήσει, να το φέρει στα μέτρα που επιθυμεί και να γίνει το σπίτι του από επιλογή. Κι ακριβώς εκεί –στην επιλογή- βρίσκεται ίσως η εξήγηση των συναισθημάτων. Αυτοί το επέλεξαν για την τιμή του, την τοποθεσία του, τις προοπτικές ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Εμάς μας «επιβλήθηκε». Ήταν ευτύχημα (και κατόρθωμα των γονιών μου) που το αποκτήσαμε, αλλά δεν το θελήσαμε. Ήταν το επιστέγασμα μιας ανεπιθύμητης διαδρομής. Και σήμερα μπορείς να έχεις τη ψευδαίσθηση πως η διαδρομή αυτή τελείωσε. Αν και για να τέλειωνε θα έπρεπε να ήταν κυκλική και να επιστρέφει από εκεί που ξεκίνησε.

Πενήντα ένα χρόνια μετά, τα σπίτια στους προσφυγικούς οικισμούς αλλάζουν χέρια, κατεδαφίζονται, κτίζονται καινούρια, αποκτούν νέους κάτοικους, αλλοδαπούς και ντόπιους, απόγονους προσφύγων ή όχι. Απέναντι εγκαινιάζουν προεδρικά μέγαρα και εμείς περιδιαβάζουμε νοερά στα σπίτια που γεννηθήκαμε.