Κύριε Βασίλη Πάλμα, Υπουργέ Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας, σας απευθύνομαι ευθέως, χωρίς περιστροφές και χωρίς περιτυλίγματα. Σας ρωτώ ως πολίτης αυτής της χώρας, που προσπαθεί ακόμη να ελπίζει ότι υπάρχει ίχνος θεσμικής ευθιξίας: Δεν σας ενοχλεί ότι στην καρέκλα της γενικής διευθύντριας στο Υπουργείο Άμυνας, κάθεται εδώ και μια βδομάδα, μια κρατική λειτουργός την οποία η ίδια η Αστυνομία χαρακτήρισε ύποπτη για υπόθεση με βαρύ ποινικό αποτύπωμα;

Πώς ακριβώς αντιλαμβάνεστε το θεσμικό σας καθήκον; Τι σας κρατά, μια βδομάδα τώρα, από το να κάνετε το αυτονόητο και να την απομακρύνετε από τη θέση της, έστω προσωρινά; Η κυρία Άννα Αριστοτέλους, την οποία η Αστυνομία θεωρεί ύποπτη στην υπόθεση των 300.000 κρατικών εγγράφων που ανευρέθηκαν στην οικία λειτουργού των Κεντρικών Φυλακών, δεν είναι μία απλή υπάλληλος. Είναι το πρόσωπο το οποίο διευθύνει το Υπουργείο Άμυνας. Το άτομο από τα χέρια του οποίου περνούν ένα σωρό απόρρητα έγγραφα ενός εξαιρετικά ευαίσθητου χώρου. Στο πρόσωπό της αντικατοπτρίζεται, εν πολλοίς, η εικόνα του Υπουργείου. Και η αξιοπιστία του.

Η Αστυνομία την ανέκρινε ως ύποπτη για αδικήματα όπως κατάχρηση εξουσίας, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου και κατοχή τεράστιου όγκου κρατικών εγγράφων εκτός υπηρεσιακού πλαισίου. Άλλοι πέντε ύποπτοι στην ίδια υπόθεση τέθηκαν ήδη σε διαθεσιμότητα. Η ίδια άσκησε το δικαίωμα της σιωπής και αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις των ανακριτών.

Και εσείς, τι κάνατε; Παραλάβατε σχετική επιστολή από τον Αρχηγό της Αστυνομίας και περιμένετε -λέτε- οδηγίες από τον Γενικό Εισαγγελέα τι να κάνετε. Λες και σας εμπόδισε ποτέ κανείς να ενεργήσετε με τρόπο που θα προστατεύει την αξιοπιστία του υπουργείου του οποίου προΐσταστε. Λες και χρειάζεται συνταγματολόγος να σας πει ότι μια γενική διευθύντρια που τελεί υπό έρευνα δεν μπορεί να προΐσταται σε ένα ολόκληρο Υπουργείο. Τι άλλο χρειάζεστε δηλαδή; Να συλληφθεί; Να της απαγγελθούν κατηγορίες; Τότε θα κινηθείτε;

Είναι τόσο δύσκολο να πείτε: «Μέχρι να ξεκαθαρίσει η υπόθεση, για την προστασία του ίδιου του Υπουργείου και του θεσμού που υπηρετώ, η κυρία Αριστοτέλους τίθεται σε διαθεσιμότητα ή έστω, λαμβάνει υποχρεωτική άδεια».

Κύριε Πάλμα, γνωρίζετε καλά ότι η παραμονή στη θέση της δεν εκθέτει μόνο την ίδια. Εκθέτει, πρωτίστως, το Υπουργείο Άμυνας. Εκθέτει την κυβέρνηση. Εκθέτει τη λογική. Εκθέτει εσάς προσωπικά. Όσο εκείνη παραμένει στη θέση της, το μήνυμα που στέλνετε στους πολίτες είναι ξεκάθαρο: Η ισονομία είναι διαπραγματεύσιμη. Εξαρτάται από το ονοματεπώνυμο του εμπλεκομένου.

Είναι αυτή η «πολιτική της ευθύνης» που διακηρύσσει η Κυβέρνησή σας; Είναι αυτή η έννοια του θεσμικού σεβασμού; Σας υπενθυμίζω ότι στο παρελθόν, όταν προέκυψε η γνωστή υπόθεση Κατσουνωτού, η κυρία Αριστοτέλους απουσίαζε με πολύμηνη άδεια ενόσω διεξαγόταν η έρευνα. Τώρα τι άλλαξε; Γιατί τόση σιωπή; Γιατί τόση ανοχή;

Κύριε Πάλμα, μην επικαλείστε το τεκμήριο της αθωότητας. Δεν είναι θεσμικό πανοφόρι για να κρύβονται πίσω του η πολιτική ατολμία και η μέθοδος των δύο μέτρων και δύο σταθμών. Δεν λέμε ότι η κ. Αριστοτέλους είναι ένοχη. Η Αστυνομία λέει ότι είναι ύποπτη. Ότι υπάρχει ανοικτή ποινική έρευνα. Και μέχρι να ξεκαθαρίσει, δεν μπορεί να βρίσκεται στη θέση της. Είναι θέμα σοβαρότητας. Είναι θέμα θεσμικής προστασίας. Είναι θέμα πολιτικής αξιοπρέπειας.

Κύριε Πάλμα, αν δεν μπορείτε να αναγνωρίσετε πότε παραβιάζεται η αρχή της ισονομίας, απλώς, εκτίθεστε. Δεν είναι δουλειά της Νομικής Υπηρεσίας να σας βγάλει από τη δύσκολη θέση. Δεν χρειάζεται γνωμάτευση για το αυτονόητο. Αν μια γενική διευθύντρια, που τελεί υπό έρευνα, παραμένει στη θέση της, είναι απόφαση καθαρά πολιτική. Είναι ευθύνη του Υπουργικού Συμβουλίου και δική σας προσωπικά.

Κι όσο αποφεύγετε να την αναλάβετε, τόσο ενισχύεται η πεποίθηση ότι στην Κύπρο δεν υπάρχει ισονομία. Υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Αυτό δεν πληγώνει μόνο την εικόνα της Κυβέρνησης. Πληγώνει την ίδια τη Δημοκρατία. Διότι, κύριε Πάλμα, η ισονομία δεν είναι χάρη. Είναι υποχρέωση.

Αν δεν μπορείτε να την υπηρετήσετε, τότε μη μιλάτε για «σεβασμό στους θεσμούς». Όσο μια ύποπτη γενική διευθύντρια υπουργείου κάθεται στο γραφείο της, η ντροπή βαραίνει πρώτα τον Πρόεδρο, εσάς και την Κυβέρνηση.