Οι μεταγραφές στο ποδόσφαιρο και στην πολιτική, προσελκύουν την προσοχή. Προκαλεί το κουτσομπολίστικο ενδιαφέρον, είναι το αλατοπίπερο μιας συνεχής κοινωνικής ενασχόλησης. Στο ποδόσφαιρο το πρώτο μεγάλο… σοκ, προκλήθηκε από την μεταγραφή του Ανδρέα Χριστοδούλου Πάκκου από την Ομόνοια στο ΑΠΟΕΛ, το 1968. Έγινε σε εποχές δύσκολες, που οι διαχωριστικές γραμμές ήταν έντονες. Το κλίμα, σχεδόν, εμφυλοπολεμικό!
Για χρόνια οι σημαίες δεν «μετακόμιζαν». Κανείς δεν μπορούσε, για παράδειγμα, να φανταστεί τον Καϊάφα στο ΑΠΟΕΛ και τον Στυλιανού στην Ομόνοια, τον Γιολίτη στην ΑΕΛ ή τους αδελφούς Παπαδόπουλου, τον Μαυρουδή στον Απόλλωνα. Η φανέλα τότε δεν άλλαζε εύκολα. Σήμερα είναι το χρήμα που έχει σημασία και ενίοτε οι σημαίες υποστέλλονται.
Στην πολιτική, η αλήθεια να λέγεται, μεταγραφές υπήρξαν και στο παρελθόν και όχι μόνο σήμερα, που γίνεται πιο έντονη συζήτηση στη δημόσια σφαίρα, διά των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Υπενθυμίζεται ότι κόμματα μπήκαν στη Βουλή μέσω βουλευτών άλλου κόμματος ( όπως ο ΔΗΣΥ, που εισήλθε μέσω ΔΗΚΟ εν αναμονή των εκλογών του 1981). Σήμερα οι διαφορές δεν είναι μεγάλες ώστε να μην επιτρέπεται η αλλαγή εδράνων.
Πάντως, οι πολιτικές μεταγραφές- αν και η ουσία είναι μια καινούργια καρέκλα- πάντα πολιτικοποιούνται. Οι πολιτικές διαφωνίες είναι σύνηθες φαινόμενο και έχει νόημα, εάν η συνύπαρξη δεν είναι εφικτή, η σχέση να οδηγείται στο διαζύγιο. Πρέπει, ωστόσο, να εξηγηθεί από τους εκάστοτε… αποστάτες, διαφωνούντες, πώς και τόσο σύντομα βρίσκουν άλλη πολιτική στέγη. Στημένο; Ή είναι το άγχος να παραμείνει ο πολιτικός χωρίς καρέκλα.
Δεν ζούμε, συνεπώς, πρωτόγνωρες καταστάσεις καθώς τα φαινόμενα αυτά δεν είναι τωρινά. Αλλά κάθε φορά, τίθενται ερωτήματα, με αφορμή κάποιες συμπεριφορές: Είναι, για παράδειγμα, δεοντολογικό να βολιδοσκοπούνται βουλευτές άλλου κόμματος την ώρα που είναι εν ενεργεία μέλη του κοινοβουλίου; Είναι δεοντολογικό εν ενεργεία βουλευτές κόμματος να δηλώνουν πως έχουν προτάσεις από διάφορα κόμματα για να ενταχθούν στο ψηφοδέλτιο τους και μάλιστα τις συζητούν;
Οι απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα βρίσκονται στο προφανές: Εξαρτάται, πώς αντιλαμβάνεται κανείς την πολιτική και τις διαχωριστικές γραμμές που υπάρχουν, μεταξύ κομμάτων, ιδεολογιών.
Και τα ερωτήματα εξακολουθούν να αναζητούν απαντήσεις. Πώς μπορεί να ανοίγει κάποιος την πόρτα εξόδου και να κτυπά την ίδια στιγμή την διπλανή; Ένα άλλο, συναφές πάντα, ζήτημα είναι πως στην πολιτική υπάρχουν και εκείνοι, οι οποίοι θεωρούν εαυτόν αναντικατάστατο. Γι’ αυτό και διαμαρτύρονται, επειδή, όπως εξηγούν, θέλουν να προσφέρουν και δεν τους… αφήνουν. Πρόκειται για το φαινόμενο των «ισόβιων», που ο χρόνος και η εποχή τους έχει ξεπεράσει.
Κι εάν ο αγώνας τους είναι για τη χώρα, τους πολίτες, όπως λίγο-πολύ όλοι δηλώνουν, προς τι όλα αυτά που προτάσσονται και συζητούνται στη δημόσια σφαίρα; Η προσφορά δεν συνδέεται πάντα με την καρέκλα. Ή για κάποιους είναι απόλυτα συνδεδεμένα τα δυο;
Και επειδή το φαινόμενο των πολιτικών μεταγραφών, των μετακινήσεων από κόμμα σε κόμμα, δεν είναι κυπριακό, έχει ενδιαφέρον να υπενθυμίσουμε το κείμενο του Μανόλη Αναγνωστάκη, υπό τον τίτλο «Μεταγραφές με.. ‘’υποσχετική΄΄» ( εφημερίδα «Η Αυγή», Κυριακή 12 Μαΐου 1985). Αναφέρει μεταξύ άλλων, δίνοντας απαντήσεις προφανώς και στο κυπριακό φαινόμενο:
…Λοιπόν ο αγώνας μας τώρα δικαιώνεται. Ας τολμήσουν πάλι να έρθουν «οι τα φαιά φορούντες» και να μας κατηγορήσουν που πάμε κάθε Κυριακή στο γήπεδο και χειροκροτούμε τους «μισθοφόρους».
Αλλού γίνονται τώρα τα μεγάλα παζάρια. Και στο κάτω-κάτω στο ποδόσφαιρο, φτωχόπαιδα είναι, μια δουλειά κάνουν όπως όλοι μας, ωραίο θέαμα μας προσφέρουν, γιατί να μην έχουν και το κασέ τους – τουλάχιστον δεν καμώνονται τους ιδεολόγους.
Αλλά ιδεολόγοι με μεταγραφές και υποσχετικές επιπλέον, ε, αυτό νομίζουμε είναι το κάτι άλλο.