Βαρύ το κλίμα καθώς γράφω τα κείμενα για τη στήλη μου. Ο θάνατος του Διονύση Σαββόπουλου τα «σκέπασε» όλα. Απ’ όλα τα ραδιόφωνα χθες, ακόμα και από τα «τυποποιημένα» με έτοιμη λίστα (playlist), άκουγες τραγούδια του Νιόνιου και το Μάνου Χατζιδάκι. Που αν ζούσε, θα έκλεινε τα 100 του χρόνια.
Γεννήθηκε το 1925 στην ακριτική Ξάνθη. Δυστυχώς, έφυγε νωρίς, το 1994, σε ηλικία μόλις 68.
Και, κοίτα να δεις τώρα: Κι οι δυο τους, όταν μετά από πολύ καιρό συναντήθηκαν μουσικά, με πρωτοβουλία του Μάνου, έδεσαν υπέροχα. Κι όλοι εμείς, που αγαπούσαμε και τους δύο, δυσκολευόμασταν πολύ να απαντήσουμε όταν κάποιοι μας ρωτούσαν «αν σας υποχρέωναν να ακούτε τα τραγούδια μόνο ενός, ποιον θα διαλέγατε;». Προφανώς δεν ανταποκρινόμασταν…
Ο έτερος μεγάλος, Σταύρος Ξαρχάκος, ίσως ο τελευταίος εκείνης της χρυσής φουρνιάς, αποχαιρέτησε τον Διονύση Σαββόπουλο, χαρακτηρίζοντάς τον «σύγχρονο Διόνυσο» και έναν καλλιτέχνη που «θα κρατάει έναν καθρέφτη απέναντι στον Έλληνα» μέσω του έργου του. Αναφέρθηκε στην αμφισβήτηση και την κριτική που αντιμετώπισε ο Σαββόπουλος, εστιάζοντας στη δημοκρατική αξία του να μη γίνεται κριτική στους καλλιτέχνες «στα μέτρα μας» και τονίζοντας ότι το έργο του Σαββόπουλου είναι αυτό που θα τον κάνει αθάνατο.
Σε ανάρτησή του στο Facebook, κάτω από αυτήν τη φωτογραφία του Νιόνιου που βλέπετε, έγραψε τα εξής:
«Στον πλανήτη αυτό μεταξύ των κανονικών ανθρώπων υπάρχουμε εμείς, οι όχι και τόσο –για κάποιους– κανονικοί άνθρωποι, οι καλλιτέχνες.
Στο μικρό αυτό κομμάτι της γης που λέγεται Ελλάδα θέλουμε καλλιτέχνες σύμφωνα με το προσωπικό μας γούστο, τις απόψεις, τις κοσμοθεωρίες μας.
Ευτυχώς, όμως, συνεχίζουμε να διατηρούμε τις απόψεις, τα ελαττώματα, τις ιδιορρυθμίες μας, τις σεξουαλικές, κομματικές και ιδεολογικές μας προτιμήσεις, καθώς και το δικαίωμά μας να ζούμε και να εκφραζόμαστε όπως εμείς θέλουμε στην Τέχνη και τη ζωή μας.
Να διατηρούμε το θάρρος της γνώμης μας ακόμα κι όταν δε συμφωνείτε… Αλλιώς, πιστέψτε με, δε θα είμασταν καλλιτέχνες ούτε κι εσείς θα μας αγαπούσατε-μισούσατε τόσο! Αυτό το δικαίωμα, ευτυχώς, ο Διονύσης το διατήρησε και εκεί κυρίως θα εστιάσω το κείμενό μου.
Κατ’ αρχάς να πω ότι με τον Διονύση δεν κάναμε ποτέ παρέα, δεν ήμασταν φίλοι αν και πάντα υπήρχε αλληλοεκτίμηση. Μια φορά μονάχα –και αυτό μου το θύμισε ο ίδιος διαβάζοντας το βιβλίο του– όταν έπαιζε κάπου, ανέβηκα στο πιάνο και άρχισα να τον συνοδεύω. Τον είδα σε κάποιες συναυλίες του, ήρθε σε δικές μου και πέρυσι είχα τη χαρά να γιορτάσω μαζί του, με την παρέα και την οικογένειά του, τα τελευταία του γενέθλια.
Σε ένα αφιέρωμα τον ονόμασα “Διόνυσο Σαββόπουλο”, γιατί αυτό ήταν στα δικά μου μάτια, ένας σύγχρονος Διόνυσος.
Πολεμήθηκε, αμφισβητήθηκε και κατά καιρούς έγινε βορά, απλώς και μόνο επειδή είχε διαφορετική άποψη ή ιδεολογία. Ας θυμόμαστε πόσο σκληρά κρίθηκε, ας αναρωτηθούμε πόσο δημοκράτες είμαστε όταν αποδομούμε τόσο εύκολα τους καλλιτέχνες και όταν τους θέλουμε “στα μέτρα μας”. Ίσως, να είμαστε η μοναδική χώρα που θέλει να κάνει τους καλλιτέχνες σύμφωνα με το κοινώς αποδεκτό!
Αυτός άραγε είναι ρόλος του καλλιτέχνη;
Ας αναρωτηθούμε…
Όμως, το καλό στην ιστορία αυτή είναι ότι στην πραγματικότητα κανείς δε μπόρεσε ούτε θα μπορέσει να τον βλάψει διότι πολύ απλά, ο Διονύσης θα υπάρχει μέσα από το έργο του, κάθε μέρα με τα τραγούδια του θα κρατάει έναν καθρέφτη απέναντι στον Έλληνα είτε αυτός είναι ερωτευμένος είτε επαναστατημένος είτε ταλαιπωρημένος είτε ιδεαλιστής είτε απλώς “Κωλοέλληνας”.
Ας διαλέξει ο καθένας σε ποια κατηγορία ανήκει κι ας πορευτεί αναλόγως…
Χαίρε Διόνυσε. Καλό σου κατευόδιο. Σταύρος Ξαρχάκος».
ΥΓ μου: Είμαστε πολύ προικισμένοι στην Ελλάδα που, σε αυτό που λέμε Πολιτισμό, έχουμε «διαμάντια». Που, όταν ως πολίτες ξεφεύγουμε, βγαίνουν άνθρωποι-κολώνες μας, με ένα τραγούδι, ένα ποίημα, μια ζωγραφιά, ένα γλυπτό, μια ανασκαφή, ένα χρυσό μετάλλιο, μια ιατρική ανακάλυψη (πενικιλίνη), … και κάπως έτσι «μαζευόμαστε» και μπαίνουν τα πράγματα στη σωστή τους θέση.