Με την εκλογή Έρχιουρμαν στα κατεχόμενα, αναζωπυρώθηκε το ίδιο γνώριμο σενάριο: Προσδοκίες, αισιοδοξία, «νέοι άνεμοι» στα Κατεχόμενα και κάποιοι έσπευσαν να πανηγυρίσουν. Όπως τότε με τον Ακιντζί, πιστεύοντας ότι επιτέλους βρέθηκε ο «διαλλακτικός» Τουρκοκύπριος ηγέτης, εκείνος που θα τολμήσει να αντισταθεί στην Άγκυρα και να σταθεί απέναντι στις επιδιώξεις της. Μια ψευδαίσθηση που επαναλαμβάνεται με μαθηματική ακρίβεια, σαν να αρνούμαστε πεισματικά να διδαχθούμε από την ιστορία.
Για περισσότερο από μισό αιώνα, συζητούμε το Κυπριακό σαν να πρόκειται για ένα εσωτερικό ζήτημα, μια παρεξήγηση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Κι όμως, είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Δεν υπάρχει συμμετρία ανάμεσα σε κατακτητή και κατακτημένο, ούτε ισότητα όρων όταν η μια πλευρά εξαρτάται πλήρως πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά από την Τουρκία. Κι όσο συνεχίζουμε να προσποιούμαστε ότι η λύση εξαρτάται από τον «καλό Τουρκοκύπριο ηγέτη» που θα ξεφύγει από τον έλεγχο της Άγκυρας, απλώς τρέφουμε την αυταπάτη μας.
Η Τουρκία δεν αλλάζει στάση ανάλογα με το ποιος εκλέγεται στα κατεχόμενα. Η πολιτική της είναι διαχρονική, μεθοδική και απολύτως στοχευμένη: Εδραίωση των τετελεσμένων, δημογραφική αλλοίωση, πολιτική και οικονομική ενσωμάτωση των κατεχομένων στο τουρκικό κράτος ή με την αναγνώριση του υποτελούς κράτους.
Οι εκλογές στα Κατεχόμενα είναι μια σκιά δημοκρατίας που απλώς ντύνει με θεσμικό μανδύα την τουρκική παρουσία. Όποιος πιστεύει πως ένας «προοδευτικός» Τουρκοκύπριος μπορεί να υπερκεράσει την Άγκυρα, παραβλέπει την ωμή πραγματικότητα: Οι αποφάσεις λαμβάνονται στην Άγκυρα, όχι στη Λευκωσία των Κατεχομένων.
Η ψευδαίσθηση αυτή, όμως, δεν είναι αθώα. Λειτουργεί ως άλλοθι για τη δική μας αδράνεια, ως καταφύγιο για όσους αρνούνται να δουν το Κυπριακό ως αυτό που πραγματικά είναι, διεθνές ζήτημα εισβολής, κατοχής και παραβίασης του διεθνούς δικαίου. Κι αν για 51χρόνια δεν κατορθώσαμε να ανατρέψουμε την πραγματικότητα αυτή, είναι γιατί περιοριστήκαμε σε μια διαπραγμάτευση που ποτέ δεν έγινε επί ίσοις όροις.
Η μόνη ρεαλιστική οδός, αν πράγματι επιθυμούμε μια ΔΙΚΑΙΑ και βιώσιμη λύση, είναι η διπλωματική πίεση προς την Τουρκία. Όχι η πίεση των δηλώσεων και των ευχολογίων, αλλά η ουσιαστική κινητοποίηση συμμαχιών, η αξιοποίηση κάθε διεθνούς φόρουμ και θεσμού που μπορεί να επιβάλει κόστος στην τουρκική αδιαλλαξία. Η Ε.Ε., οι ΗΠΑ, οι περιφερειακοί εταίροι της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο μπορούν -αν υπάρξει βούληση και στρατηγική- να μετατρέψουν το Κυπριακό από «διμερές ζήτημα» σε πεδίο ευρωπαϊκής και διεθνούς ευθύνης.
Η Τουρκία αντιλαμβάνεται μόνο τη γλώσσα της ισχύος και του συμφέροντος. Όσο το κόστος της κατοχής είναι μηδενικό, δεν υπάρχει κανένα κίνητρο να υποχωρήσει. Η διπλωματία μας, λοιπόν, οφείλει να πάψει να αναλώνεται σε προσδοκίες περί «διαλλακτικών» Τουρκοκυπρίων και να στραφεί στη διεθνή σκηνή με σαφή στόχο: Να καταστεί η συνέχιση της κατοχής πολιτικά, οικονομικά και στρατηγικά ασύμφορη για την Άγκυρα.
Ας σταματήσουμε, επιτέλους, να επενδύουμε σε ψευδαισθήσεις. Η λύση δεν θα προέλθει από την αλλαγή ηγεσίας στα Κατεχόμενα, αλλά από την αλλαγή συσχετισμών στην ευρύτερη γεωπολιτική σκακιέρα. Μόνο όταν η Τουρκία αισθανθεί πραγματική διπλωματική πίεση -όχι κατανόηση, όχι επίκληση καλής θέλησης- θα μπορέσει να υπάρξει ελπίδα για μια δίκαιη και βιώσιμη επανένωση της Κύπρου. Μέχρι τότε, κάθε νέα εκλογή στα Κατεχόμενα θα είναι απλώς ένα νέο κεφάλαιο στο ίδιο βιβλίο των αυταπατών.