Και μόνο από τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε ο πρόεδρος της ΟΕΛΜΕΚ, όχι μόνο έναντι της υπουργού αλλά και έναντι του νομοσχεδίου, το οποίο χαρακτήρισε γελοίο, εμείς οι «απ’ έξω» που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε στην πλήρη τους διάσταση τα επιχειρήματα και τα αντεπιχειρήματα για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών όπως προτείνεται από την Κυβέρνηση, αντιδρούμε με καχυποψία εις βάρος των εκπαιδευτικών. Δεν θέλουμε και πολύ, εδώ που τα λέμε.

Το ότι έσπευσαν πάλι να αποφασίσουν στάσεις εργασίας, ακόμα και όταν η Επιτροπή Παιδείας της Βουλής τούς διαβεβαίωσε πως θα τους (ξανα)κούσει και θα επιχειρήσει να γεφυρώσει τις διαφορές, περιορίζει ακόμα περισσότερο τα ερίσματα των εκπαιδευτικών στην κοινή γνώμη.

Όταν η ταλαιπωρία παιδιών και γονέων χρησιμοποιείται εξόφθαλμα για να γίνει το δικό σου, αυξάνονται οι φωνές να μη γίνει το δικό σου.

Και όταν επιβεβαιώνεται πως έγινε διαβούλευση, έγινε και προσπάθεια συγκερασμού απόψεων για πολλούς μήνες και απλώς δεν μπορούν να συμφωνήσουν πλήρως σε όλα οι δύο πλευρές, αυτό που μένει είναι να αποφασίσουν Κυβέρνηση και Βουλή αν θα πάρουν απόφαση ή αν θα αποφύγουν να αναλάβουν ευθύνη, αφήνοντας το θέμα στο περιθώριο. Ικανοποιώντας εμμέσως τους εκπαιδευτικούς.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που συχνά κατηγορείται για έλλειψη αποφασιστικότητας, είπε χθες ότι δεν νοείται να μην αξιολογούνται οι εκπαιδευτικοί. Είπε ακόμα πως «είναι απόλυτα σεβαστό το δικαίωμα στην απεργία, αλλά το μήνυμα που θέλω να στείλω είναι ότι καμιά απεργία δεν πρόκειται να σταματήσει τη μεγάλη προσπάθεια της Κυβέρνησης για μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς».
Και όταν ρωτήθηκε αν η Κυβέρνηση θα αποσύρει το νομοσχέδιο (σ.σ. ή να το αναπέμψει στη Βουλή) στην περίπτωση που το Κοινοβούλιο αλλάξει την ουσία του νομοσχεδίου, ο Πρόεδρος απάντησε «φυσικά, αν αλλάξει η ουσία του νομοσχεδίου».

Αυτό είναι ένδειξη αποφασιστικότητας. Νοουμένου πως θα τηρηθεί μέχρι τέλους. Όχι όπως έγινε με το πλαίσιο για την ΑΤΑ. Και δεν έχει να κάνει με την ορθότητα ή όχι του νομοσχεδίου, που είναι μια υποκειμενική αντίληψη.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τη φορολογική μεταρρύθμιση. Τα είπαν, τα ξαναείπαν, τα έστειλαν γραπτώς στο Υπουργείο Οικονομικών και τη Βουλή οι φορείς που έχουν ενστάσεις σε επί μέρους πρόνοιες των νομοσχεδίων, η Επιτροπή Οικονομικών θα προσπαθήσει να βγάλει άκρη και να συγκεράσει απόψεις, αλλά δεν μπορούν, ούτε η Επιτροπή Οικονομικών, ούτε η Βουλή εν σώματι να επιβάλουν στην Κυβέρνηση νομοσχέδια που η ίδια δεν υιοθετεί. Σωστά το είπε ο κ. Κεραυνός πως δεν θα δεχθεί κάτι που αλλάζει τον βασικό σχεδιασμό. Και οφείλει να το τηρήσει (όπως και ο Πρόεδρος, σε τελική ανάλυση), διότι δεν νοείται η Κυβέρνηση να εφαρμόζει πολιτικές που απορρίπτει.

Αν επιμείνει η Βουλή να επιβάλει τη θέλησή της, είτε για τη φορολογική μεταρρύθμιση, είτε για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, είτε -ακόμα χειρότερα- με το ωράριο κέντρων αναψυχής και εστίασης (εκεί να δείτε… μεσολάβηση βουλευτών), τότε απλά η Βουλή αναλαμβάνει το ρίσκο της διαιώνισης του σημερινού καθεστώτος και στα δύο μεγάλα θέματα. Διότι ο Πρόεδρος διατηρεί το συνταγματικό δικαίωμα να αναφέρει τους νόμους στο Ανώτατο, για να αποφανθεί για τη νομιμότητά τους μετά από πολλούς μήνες.

Όπως η Βουλή δεν μπορεί να ψηφίζει νόμους που θεωρεί προβληματικούς ή επιζήμιους, έτσι και ο Πρόεδρος δεν μπορεί, εκ του συντάγματος, να υπογράφει και να θέτει σε ισχύ νόμους με τους οποίους δεν συμφωνεί.

Όποιο κόμμα έχει έντονη άποψη εναντίον του νομοσχεδίου οφείλει να το καταψηφίσει. Και τα κόμματα που συμφωνούν, έστω σε γενικές γραμμές, οφείλουν να υπερψηφίσουν, ακόμα και αν διατηρούν διαφωνίες ήσσονος σημασίας, ακόμα και αν απλά φοβούνται την αντίδραση των εκπαιδευτικών.

Το κυριότερο είναι πως η Κυβέρνηση και ο Πρόεδρος οφείλουν να μην κάνουν πίσω ως προς την ουσία του νομοσχεδίου. Όπως το είπε ο Πρόεδρος χθες. Η Βουλή μπορεί να ψηφίσει ό,τι θέλει, αλλά δεν μπορεί να επιβάλει κανένα νόμο αν διαφωνούν ο Πρόεδρος και η Κυβέρνηση και αν -εν τέλει- το δικαστήριο δικαιώσει την Κυβέρνηση ως προς τη διάκριση εξουσιών ή όποιο άλλο άρθρο του συντάγματος προταχθεί.

Εν κατακλείδι, θεμιτή η προσπάθεια της Επιτροπής Παιδείας να μεσολαβήσει, αλλά αυτό έχει όρια και εκ του συντάγματος.

Αν οι οργανώσεις των εκπαιδευτικών δυσκολεύονται να κατανοήσουν ότι η συγκατάθεσή τους δεν μπορεί να θεωρείται προϋπόθεση για την έγκριση νομοσχεδίων, μπορούν να απεργήσουν όσο θέλουν, αλλά δεν μπορούν να απαιτούν τον διασυρμό των θεσμών, επειδή θεωρούν πως μας έχουν όλους στο χέρι.