Η Κυβέρνηση του Νίκου Αναστασιάδη προτίθεται να δαπανήσει στα επόμενα λίγα χρόνια εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ως αποτέλεσμα του τερματισμού των αποκοπών από τους μισθούς των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα και της εφαρμογής του αμφιλεγόμενου Σχεδίου «Εστία», όπως και για «αναπτυξιακά» έργα που δεν επείγουν (π.χ. ο αυτοκινητόδρομος Πάφου – Πόλης Χρυσοχούς). Όμως, αυτή η Κυβέρνηση, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, δεν νοιάστηκε καθόλου για την ενίσχυση της άμυνάς μας μέχρι τώρα.
 
Ενώ επί Προεδρίας των υπερμάχων της ΔΔΟ, Γιώργου Βασιλείου και Γλαύκου Κληρίδη (όταν δεν υπήρχε ουσιαστική τουρκική απειλή κατά των ελευθέρων περιοχών), δαπανήθηκε πάνω από 1,5 δισ. ευρώ για την απόκτηση νέων οπλικών συστημάτων για την Εθνική Φρουρά, ο τωρινός «εθνικόφρων» Πρόεδρός μας (όπως και ο προκάτοχός του) παρακολουθεί απαθής την αποδυνάμωση της Εθνικής Φρουράς σε μια εποχή που το βάναυσο, αλαζονικό και πολεμοχαρές ισλαμικό καθεστώς της Τουρκίας απειλεί απροκάλυπτα τόσο εμάς όσο και την Ελλάδα. Μέχρι και τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας μείωσαν οι κυβερνώντες παρά τις έντονες αντιδράσεις της στρατιωτικής ηγεσίας.
 
Τα τελευταία 11 χρόνια δεν έχει προωθηθεί/υλοποιηθεί κανένα σημαντικό εξοπλιστικό πρόγραμμα. 
Αποτελεί επίσης μεγάλο ατόπημα της Κυβέρνησης του Νίκου Αναστασιάδη, που θα πρέπει να διερευνηθεί από τον Γενικό Ελεγκτή, το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των εισφορών του «Ταμείου Αμυντικής Θωράκισης (ΤΑΘ)» δαπανήθηκε για τομείς που εμπίπτουν στον τακτικό προϋπολογισμό αντί για την ενίσχυση του εξοπλιστικού προγράμματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως ρητά διαλαμβάνεται στους όρους που διέπουν τη σύσταση του ΤΑΘ. 
Διεθνούς φήμης κέντρα στρατιωτικών/στρατηγικών μελετών όπως το «International Institute for Strategic Studies (IISS)» και το «Jane’s Information Group» έχουν θέσει εν αμφιβόλω την επιχειρησιακή ετοιμότητα συγκεκριμένων οπλικών συστημάτων της Εθνικής Φρουράς λόγω έλλειψης ανταλλακτικών και κατάλληλα εκπαιδευμένων χειριστών και της ανεπαρκούς συντήρησής τους.  
 
Έχουν επίσης επισημάνει την αναγκαιότητα αναβάθμισης κάποιων οπλικών συστημάτων της Εθνικής Φρουράς, όπως και την έλλειψη συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου που είναι εκ των ων ουκ άνευ σε πολεμικές συγκρούσεις με κράτη που διαθέτουν οπλικά συστήματα προηγμένης τεχνολογίας.
 
Ερωτώ λοιπόν: Κάτω από τις συνθήκες και τα δεδομένα που έχω προαναφέρει, θα ήταν δυνατό μια δύναμη 10.000 Ε/κ Εθνοφρουρών, υποστηριζόμενη από 134 άρματα μάχης, να αποκρούσει με επιτυχία επίθεση μιας δύναμης 47.000 Τούρκων στρατιωτών και Τ/κ ενόπλων υποστηριζόμενης από 348 άρματα μάχης και πολεμική αεροπορία και να διατηρήσει τις θέσεις της στη γραμμή αντιπαράταξης για 24 τουλάχιστον ώρες, δίνοντας την ευκαιρία στην εφεδρεία μας να ενεργοποιηθεί; Σαφώς ΟΧΙ! Αλλά και αν ακόμη υποθέσουμε χάριν συζήτησης ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό, θα ήταν αδύνατο οι 60.000 Ε/κ Εθνοφρουροί και Έφεδροι να εμποδίσουν την προώθηση των τουρκικών δυνάμεων (που υπερτερούν σαφώς των ε/κ δυνάμεων σε στρατιωτικό εξοπλισμό) για περίοδο πέραν των 48 ωρών.
 

Είναι από όλους παραδεκτό ότι ο πιο «αδύναμος κρίκος» του Ελληνισμού σε περίπτωση ελληνο-τουρκικής σύρραξης είναι οι ελεύθερες περιοχές της Κύπρου, κυρίως λόγω της μη ενίσχυσης της άμυνάς μας κατά τα τελευταία 11 χρόνια.

Οι προαναφερθείσες τραγικές διαπιστώσεις μπορούν να ανατραπούν μόνο αν η Κυπριακή Κυβέρνηση προχωρήσει άμεσα, χωρίς χρονοτριβή, σε σημαντική ενίσχυση και εκσυγχρονισμό της Εθνικής Φρουράς, προχωρώντας τάχιστα (α) σε παραγγελίες αμυντικών αλλά και επιθετικών οπλικών συστημάτων προηγμένης τεχνολογίας (συμπεριλαμβανομένων «έξυπνων» όπλων, συστημάτων «ηλεκτρονικού πολέμου» κ.λπ.) από φιλικές προς εμάς χώρες όπως είναι η Γαλλία και το Ισραήλ, (β) σε αναβάθμιση κάποιων από τα υφιστάμενα οπλικά συστήματα, και (γ) στην άρτια εκπαίδευση του αναγκαίου προσωπικού που θα χειρίζεται τα νέα οπλικά συστήματα.  

Αναφέρομαι σε ένα 3ετές ή 4ετές εξοπλιστικό πρόγραμμα ύψους περίπου 1,5 – 2,0 δισ. ευρώ. Τα αναγκαία κονδύλια για χρηματοδότηση του προαναφερθέντος φιλόδοξου εξοπλιστικού προγράμματος θα μπορούσαν να αντληθούν μέσω της έκδοσης ενός ομολόγου το οποίο να διατεθεί στις διεθνείς αγορές.

Θα πρέπει επίσης να επιδιωχθεί τάχιστα από την πλευρά μας η επανασύσταση και εφαρμογή του «Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Κύπρου – Ελλάδας», που εγκαταλείφθηκε άδοξα το 2001 επι της προεδρίας του Γλαύκου Κληρίδη.

Θα ήταν επίσης ευχής έργον αν, κατόπιν αιτήματός μας, απέστελλε η Ελληνική Κυβέρνηση στην Κύπρο μια μεραρχία, όπως ακριβώς συνέβη το 1964, όταν ο τότε Πρωθυπουργός της Ελλάδας, αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου, απέστειλε στην Κύπρο μια δύναμη 8.500 ανδρών ενισχυμένη με 2 ίλες αρμάτων. Τέτοιο εγχείρημα ίσως να ήταν σήμερα κάπως παρακινδυνευμένο αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν βλάπτει να εξετασθεί από τις Κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου το ενδεχόμενο υλοποίησής του.

Κατά την πρώτη πενταετία της προεδρίας του, ο Νίκος Αναστασιάδης θα μπορούσε ίσως να επικαλεσθεί ως «ελαφρυντικό» για την εγκατάλειψη της ενίσχυσης της Εθνικής Φρουράς την οικονομική κρίση και τις μνημονιακές μας υποχρεώσεις. Όμως σήμερα έχουν εκλείψει οι λόγοι και τα «ελαφρυντικά» που να δικαιολογούν τη συνέχιση αυτής της απαράδεκτης, αδικαιολόγητης και επικίνδυνης πολιτικής. Τολμώ δε να πω ότι τυχόν συνέχιση της πολιτικής της «ανοχύρωτης Πολιτείας» από την παρούσα Κυβέρνηση την ώρα που η Τουρκία απειλεί με τον πιο επίσημο τρόπο ότι οποιαδήποτε επέκταση των Ελληνικών Εθνικών Χωρικών Υδάτων (ΕΧΥ) στα 12 ν.μ. από την Αθήνα και η εκμετάλλευση του «Οικοπέδου 7» της Κυπριακής ΑΟΖ από τη Λευκωσία συνιστούν αιτία πολέμου αγγίζει τα όρια της εθνικής μειοδοσίας!

Τίθεται λοιπόν σήμερα επιτακτικά ενώπιόν μας το ακόλουθο ερώτημα: Με ποιον τρόπο θα καταφέρουμε εμείς οι απλοί πολίτες να ευαισθητοποιήσουμε ή, αν θέλετε, να εξαναγκάσουμε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να θέσει ως ύψιστη προτεραιότητα της Κυβέρνησής του την ουσιαστική ενίσχυση της άμυνάς μας;

Όσα έχω προαναφέρει αφορούν στην αναγκαιότητα ενίσχυσης της άμυνάς μας για αντιμετώπιση τουρκικής επίθεσης κατά των ελευθέρων περιοχών της Κύπρου (που αποτελούν τον πιο «αδύναμο κρίκο» του Ελληνισμού), πιθανότατα στα πλαίσια μιας γενικευμένης ελληνο-τουρκικής σύρραξης που θα μπορούσε να προκληθεί απο ένα ανεξέλεγκτο επεισόδιο στο Αιγαίο.

Θα ήταν βέβαια ευχής έργον αν μπορούσαμε να διασφαλίσουμε ότι οι Τούρκοι δεν θα τολμούσαν να υλοποιήσουν τις απειλές τους κατά της Ελλάδας και της Κύπρου αν οι τελευταίες προχωρούσαν απτόητες στην υλοποίηση των σχεδίων τους τα οποία οι Τούρκοι θεωρούν σήμερα ως αιτία πολέμου. Τίθεται συναφώς το μέγα ερώτημα: 
Είναι κάτι τέτοιο εφικτό;

Η απάντηση είναι ΝΑΙ αν, πέρα από την ενίσχυση της άμυνάς μας, στα πλαίσια των κοινών οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων και της σύσφιγξης των δεσμών μεταξύ Κύπρου – Ελλάδας – Ισραήλ – Αιγύπτου υπάρξει μια «αλληλοδέσμευση» των τεσσάρων αυτών χωρών ότι σε περίπτωση επιθετικής ενέργειας (ή απειλής επίθεσης) της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο ή στο Αιγαίο, αυτή θα αντιμετωπισθεί συλλογικά απο τις τέσσερις χώρες. Έχοντας να αντιμετωπίσει τέτοιον πανίσχυρο «συνασπισμό», η Τουρκία θα δείλιαζε και δεν θα αποτολμούσε να εφαρμόσει τα επιθετικά της σχέδια. 

Τυχόν κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου από την Τουρκία θα καθιστούσε την τελευταία κυρίαρχο στο γεωπολιτικό πεδίο στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Όμως κάτι τέτοιο θα έπληττε καίρια τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα του Ισραήλ και της Αιγύπτου και για αυτόν ακριβώς τον λόγο οι δυο αυτές χώρες θα είχαν κάθε λόγο να δράσουν «προληπτικά» για να αποτρέψουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. 

Θα πρέπει λοιπόν Κύπρος και Ελλάδα να δώσουν έμφαση και προτεραιότητα στη συγκρότηση αυτού του άτυπου «συνασπισμού», θέτοντας επιτακτικά την αναγκαιότητά του προς τις Κυβερνήσεις του Ισραήλ και της Αιγύπτου. Πιστεύω πως ένα σχέδιο κοινής «προληπτικής» δράσης των τεσσάρων χωρών σε περίπτωση άμεσης τουρκικής απειλής θα είναι «αποτρεπτικό» χωρίς να υπάρξει ανάγκη στρατιωτικής εμπλοκής των χωρών αυτών. 

Κι αυτό γιατί η υπεροπλία του «συνασπισμού» έναντι της Τουρκίας αναμένεται να λειτουργήσει αποτρεπτικά στα οποιαδήποτε επιθετικά και επεκτατικά σχέδια της τελευταίας.

Πέρα λοιπόν από την άμεση ενίσχυση των Κυπριακών Ενόπλων Δυνάμεων, ύψιστη προτεραιότητα των Κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Κύπρου πρέπει να είναι η προαναφερθείσα στρατιωτική «συνεργασία» με το Ισραήλ και την Αίγυπτο! Μόνο έτσι θα καμφθεί η τουρκική επιθετικότητα!

*Πρώην ανώτερο στέλεχος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου