Παρακολούθησα με ενδιαφέρον τις επί διημέρου συζητήσεις στη Βουλή των Ελλήνων για τις προτάσεις που κατέθεσαν, κυρίως τα δύο μεγάλα κόμματα, για την Αναθεώρηση του Συντάγματος. Ιδιαιτέρως επικεντρώθηκα στα όσα ειπώθηκαν σχετικά με την παράγραφο 5 του περίφημου Άρθρο 16 του Συντάγματος, που λέει ότι «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση». Με άλλα λόγια, δεν επιτρέπεται στην Ελλάδα η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων.
 
Η μόνη παράταξη που διαχρονικά αντιδρά σε αυτό, είναι αυτή του γενικότερου αριστερού και κεντροαριστερού χώρου. Η βασική φιλοσοφία της είναι αυτή που εκφράστηκε το βράδυ της Τετάρτης, από τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, σε απάντηση προς τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκο Μητσοτάκη, που του ζήτησε να αναλογιστεί πόσες χιλιάδες παιδιά που πάνε για σπουδές στο εξωτερικό μπορεί να παρέμεναν στην Ελλάδα εάν υπήρχαν και εδώ ιδιωτικά πανεπιστήμια;
 
«Έχετε πρόγραμμα με το οποίο προβλέπεται μείωση των εισακτέων, διαφωνείτε με την ίδρυση Νομικής Σχολής στην Πάτρα και έρχεστε και χύνετε δάκρυα, διότι τα παιδιά μας πηγαίνουν και σπουδάζουν στο εξωτερικό. Μάλλον αυτό το οποίο σας κόφτει πολύ περισσότερο από το θεσμικό πρόβλημα, όπως το αναφέρατε, είναι να υπάρχουν περισσότεροι πελάτες σε αυτούς οι οποίοι θα έρθουν να κερδοσκοπήσουν και στον χώρο της εκπαίδευσης», είπε ο Πρωθυπουργός. 
 
Εκείνο, ωστόσο, στο οποίο απέφυγε να απαντήσει, αν και αναφέρθηκε αρκετές φορές κατά τη συζήτηση, είναι γιατί μόνο εμείς, στην Ελλάδα, επιμένουμε σε αυτήν την απαγόρευση ίδρυσης ξένων πανεπιστημίων; Μόνο εμείς, από σχεδόν όλο τον κόσμο, είμαστε οι πεφωτισμένοι; Μόνο εμείς βαδίζουμε στον ορθό δρόμο, και η υπόλοιπη ανθρωπότητα στον λανθασμένο; Και η Κύπρος, που σε πολλά την έχουμε ως παράδειγμα, πήρε τάχα τη ζωή της λάθος, που λέει κι ο Σεφέρης, από τότε που αποφάσισε να «ανοίξει» την Παιδεία της;
 
Μπορεί το θέμα αυτό να είναι «ειδικής», ελληνικής σημασίας και να μην ενδιαφέρει πολλούς αναγνώστες. Το βλέπω όμως ως μέρος μιας γενικής θεώρησης που υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα για ένα σωρό πράγματα, που κρατούν τη χώρα κολλημένη σε ένα παρελθόν που κάθε άλλο παρά ένδοξο μπορεί να το πει κάποιος. 
 
Ενδεικτικά αναφέρω: Στη Βιέννη, στο κέντρο μάλιστα της πόλης, υπάρχει μονάδα διαχείρισης απορριμμάτων και μετατροπής μέρους αυτών σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας – σχεδόν όλη η πόλη ηλεκτροδοτείται από τα σκουπίδια των πολιτών. Οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, όπως και σε πολλές ακόμα ευρωπαϊκές πόλεις (Βαρκελώνη, Άμστερνταμ, Σοκχόλμη, Μιλάνο και άλλες), καταβάλλουν οι ίδιοι ποσό από 80 έως και 230 ευρώ ανά τόνο σκουπιδιών για να μπορεί να λειτουργεί άψογα αυτό το σύστημα. 
 
Στην Ελλάδα, είμαστε ακόμα στις χωματερές και κάθε μήνα τρώμε χοντρά πρόστιμα από την ΕΕ διότι μολύνουμε το περιβάλλον μας, λερώνουμε τη ζωή μας. Όχι! Όπως και στο θέμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων (ενώ ταυτόχρονα, για παράδειγμα, δεν μας πειράζει που στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση επιτρέπονται και ιδιωτικά σχολεία), εμείς ξέρουμε καλύτερα.
 
Πάντα, εμείς ξέρουμε καλύτερα. Διότι, ως γνωστόν, όταν εμείς βγάζαμε σπουδαίους φιλοσόφους, όλοι οι άλλοι ήταν επάνω σε δέντρα και έτρωγαν βελανίδια!
 
Εικονογράφηση: Παλιά γκραβούρα από το υπέροχο κτήριο των Προπυλαίων του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σήμερα, τα Προπύλαια είναι χώρος όπου συνάγονται όσοι αποφασίζουν μιαν απεργία στο κέντρο της πόλης και συχνά δημιουργούνται επεισόδια. 
 
Εγώ, ποιο όνομα θα χρησιμοποιώ;
«Βόρεια Μακεδονία θα τη λέω κι ας ήθελα κάτι καλύτερο (π.χ. Σλαβομακεδονία). Κι ας ήθελα σλαβομακεδονική και τη γλώσσα τους. Κι ας ήθελα και άλλα… (μπορούσαμε να τα πάρουμε).
Όμως ο πολίτης που αγαπά τον τόπο του, πέρα από κόμματα και ιδεολογίες, έχει μάθει να σέβεται την υπογραφή της χώρας (που πια δεν αλλάζει). 
Εκείνο που πρέπει να “καίει” τώρα τον κάθε πατριώτη είναι να κάνουμε αυτή τη χώρα φίλη. Να μην την πετάξουμε στα δόντια του Ερντογάν και του Πούτιν. Να γίνει σύμμαχός μας. Να αξιοποιήσουμε τα θετικά της Συμφωνίας.
Και ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας να νιώσει ότι δεν απειλείται. Ότι δεν έχουμε αρνητικά αισθήματα απέναντί τους.
Και όλοι θα βγούμε κερδισμένοι.
Και πάνω απ’ όλα η Μακεδονία μας».

Από post του δημοσιογράφου Δημήτρη Αλικάκου στο Facebook, που με εκφράζει απόλυτα.