Οι δραστηριότητες του κάθε ανθρώπου, του κράτους και των δημοσίων αρχών πρέπει να είναι τέτοιες που να σέβονται το δικαίωμα του καθενός να απολαμβάνει άνετη ζωή, τόσο στον τόπο της διαμονής του, όσο και στον τόπο της εργασίας του. Ενέργειες, πράξεις, συμπεριφορές, ακόμη και παραλείψεις εκτέλεσης νομικής υποχρέωσης συνιστούν οχληρία, η οποία μπορεί να έχει τη μορφή δημόσιας ή ιδιωτικής οχληρίας, που απαγορεύεται από το νόμο. Δημόσια και ιδιωτική οχληρία θεωρείται αυτή που δυσμενώς επηρεάζει τη λογική άνεση και εύκολη ζωή μιας κοινωνικής ομάδας ή την προσωπική απόλαυση της περιουσίας ενός ανθρώπου και της οικογένειας του. Εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, το χαρακτήρα μιας περιοχής, αν είναι μέρα ή νύκτα και τη διάρκεια της οχληρίας. Η επιδίκαση αποζημιώσεων και η έκδοση διατάγματος απαγορευτικής ή διατακτικής μορφής είναι η θεραπεία που συνήθως παρέχεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, εφόσον αποδειχθεί ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του ζημιογόνου αποτελέσματος και της επίδειξης συμπεριφοράς που ανάγεται στη διάπραξη του αδικήματος που επέφερε τη ζημιά.
Το άρθρο 45 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148, προνοεί ότι δημόσια οχληρία συνίσταται σε παράvoμη πράξη, ή σε παράλειψη εκτέλεσης voμικής υποχρέωσης αν η πράξη αυτή ή η παράλειψη θέτει σε κίvδυvo τη ζωή, ασφάλεια, υγεία, ιδιοκτησία ή άνεση του κoιvoύ ή παρακωλύει το κoιvό στην άσκηση κoιvoύ δικαιώματος. Περαιτέρω προνοεί ότι καμιά αγωγή δεν εγείρεται για δημόσια οχληρία, παρά μόvo: (α) από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, ή (β) από το πρόσωπο που υπέστη εξαιτίας αυτής ειδική ζημιά.
Η έννοια της παράνομης πράξης που χρησιμοποιείται στον νόμο αναφορικά με τη δημόσια οχληρία εξηγείται από το Ανώτατο Δικαστήριο στην ομόφωνη απόφαση που εξέδωσε ο Δικαστής κ. Τ.Θ. Οικονόμου στην Π.Ε. 52/2021 ημερ.10.2.2022. Τόνισε ότι «παράνομη πράξη» δεν προϋποθέτει αυτοτελή παράνομη πράξη, ξεχωριστή από την ίδια την οχληρία που εξετάζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, η οποία να έχει την έννοια της παραβίασης κάποιας επί μέρους συγκεκριμένης νομοθεσίας. Ο ορθός όρος που αποδίδεται στο αγγλικό κείμενο του Νόμου είναι «unlawful act» στο βαθμό που διαφέρει από τον όρο «παράνομη πράξη». Παρέπεμψε στο Concise Oxford English Dictionary, όπου καταγράφεται η διαφορά, αναφέροντας ότι «Illegal and unlawful have slightly different meanings. Something that is illegal is against the law, whereas an unlawful act merely contravenes the rules that apply in a particular context. Thus, handball in soccer is unlawful, but not illegal».
Το Ανώτατο Δικαστήριο διαφώνησε με την έννοια της παράνομης πράξης όπως την ερμήνευσε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι για στοιχειοθέτηση της δημόσιας οχληρίας απαιτείτο να συνοδεύεται από παρανομία. Στα πλαίσια της δημόσιας οχληρίας, τόνισε, είτε ως ποινικό είτε ως αστικό αδίκημα, ο όρος «unlawful act» σημαίνει «πράξη μη εξουσιοδοτημένη από το Νόμο». Συνεπώς, ο όρος παράνομη πράξη στο άρθρο 45 δεν σημαίνει παρανομία υπό την έννοια της παραβίασης συγκεκριμένου Νόμου, αλλά έχει την έννοια ότι οι πράξεις που συνιστούν δημόσια οχληρία είναι όλες παράνομες πράξεις.
Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα για έκδοση προσωρινού διατάγματος που να απαγορεύει τη λειτουργία ασφαλτικού εργοστασίου, κρίνοντας ότι δεν τέθηκαν ενώπιον του τέτοιοι ισχυρισμοί που θα μπορούσαν να καλύπτονται από το άρθρο 45. Θεώρησε ότι οι κατ’ ισχυρισμό ζημιογόνες για την υγεία του κοινού πράξεις και/ή παραλείψεις δεν συνοδεύονταν «από οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή παράλειψη εκτέλεσης νομικής υποχρέωσης των καθ’ ων η αίτηση». Γι’ αυτό τον λόγο έκρινε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η δεύτερη προϋπόθεση για έκδοση του προσωρινού διατάγματος, λόγω απουσίας τέτοιας μαρτυρίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο διαφώνησε, επισημαίνοντας ότι τέθηκε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία αρκετοί από τους κατοίκους παρουσιάζουν συμπτώματα λόγω της εισπνοής των καυσαερίων που εκπέμπονται από το εργοστάσιο και λόγω της αποπνικτικής ατμόσφαιρας που δημιουργείται κατά τις ώρες λειτουργίας του. Τόνισε ότι δεν απαιτείται να αποδειχθεί κάποια άλλη παράνομη πράξη για να αποδειχθεί δημόσια οχληρία. Υιοθέτησε τον ορισμό της οχληρίας με αναφορά στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, ότι «Η δημόσια οχληρία ορίζεται ως πράξη ή παράλειψη η οποία συνιστά επέμβαση ή ενόχληση σε πρόσωπο κατά την άσκηση ή απόλαυση δικαιώματος που του ανήκει ως μέρος του κοινού.» Συνεπώς, παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση και άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εκδίδοντας τα προσωρινά διατάγματα.
* Δικηγόρος στη Λάρνακα.