Η έννοια της αυτάρκειας είναι γνωστή στους φιλοσόφους ήδη από την εποχή των Φυσικών Φιλοσόφων. Ο πρώτος φιλόσοφος κατά τον Αριστοτέλη, ο Θαλής, απέδειξε σε όσους «τον κορόιδευαν, ότι είναι εύκολο στους φιλοσόφους να πλουτίσουν εάν θέλουν αλλά δεν είναι αυτό το αντικείμενο των μελετών τους» (Αριστοτέλης, Πολιτικά 1259a). Ο Ηράκλειτος, που καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Εφέσου, παραιτήθηκε του δικαιώματος της βασιλείας και «αναζήτησε τον εαυτό του». Ο Κυνικός Διογένης δεν είχε τίποτε στην κατοχή του εκτός από ένα ραβδί, έναν μανδύα και μία ξύλινη κούπα για να πίνει νερό, την οποία πέταξε όταν είδε ένα παιδί να πίνει με τα χέρια, θαυμάζοντάς το για τη λιτότητά του. Και ο Σωκράτης, παρά τους πλούσιους φίλους και μαθητές του, ουδέποτε δέχτηκε χρήματα. 

Οι φιλόσοφοι όλων των σχολών διέκριναν, όχι μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά, τις ανάγκες από τις επιθυμίες. Οι πρώτες, όπως φαίνεται από τη λέξη είναι εκ των ων ουκ άνευ για τον ανθρώπινο βίο, οι δεύτερες όμως χρήζουν εξέτασης. Σε ένα από τα λιγοστά κείμενα του Επίκουρου που έχουν σωθεί, στην περίφημη «Επιστολή προς Μενοικέα», που μεταφέρει ο Διογένης Λαέρτιος (10, 122-135), ο Επίκουρος παρουσιάζει την θεωρία του για την (παρεξηγημένη) έννοια της ηδονής, η οποία απέχει παρασάγγας από την αισθησιακή απόλαυση, όπως πολλοί νομίζουν: «Όταν λοιπόν λέμε ότι η ηδονή είναι ο σκοπός, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και αυτές που βρίσκονται στις απολαύσεις, όπως νομίζουν κάποιοι που αγνοούν και δεν συμφωνούν ή εκλαμβάνουν κακώς όσα λέμε, αλλά το να μην πονάει το σώμα και να είναι η ψυχή ατάραχη. […] Γιατί, οι αρετές είναι σύμφυτες με την ευτυχισμένη ζωή και η ευτυχισμένη ζωή είναι αχώριστη από αυτές.»

Η ηδονή είναι συνυφασμένη με τις επιθυμίες του ανθρώπου. Ο Επίκουρος, στη θέση των αναγκών τοποθετεί τις φυσικές επιθυμίες του ανθρώπου προβαίνοντας σε μια τριμερή διάκριση: «Ας αναλογιστούμε ότι από τις επιθυμίες μας άλλες είναι φυσικές και άλλες κενές, και ότι από τις φυσικές άλλες είναι αναγκαίες και άλλες απλώς φυσικές. Από τις αναγκαίες άλλες είναι αναγκαίες για την ευδαιμονία, άλλες για να μην ενοχλείται το σώμα και άλλες για το ζην καθαυτό». 

Οι φυσικές επιθυμίες (π.χ. το αίσθημα της πείνας και της δίψας, η φιλία, η υγεία) είναι αυτές που οδηγούν στην ευτυχία ή την «ηδονή» κατά τον Επίκουρο. Ορίζονται από τη φύση του ανθρώπου, ικανοποιούνται εύκολα και απλά, είναι κοινές σε όλους, από την γέννηση έως τα γεράματα. Η μη εκπλήρωσή τους από την άλλη προκαλεί πόνο, σωματικό και ψυχικό, γι’ αυτό και ονομάζονται αναγκαίες. Οι ίδιες επιθυμίες μπορούν να ικανοποιηθούν με άλλους τρόπους (π.χ. πιο πλούσια εδέσματα), αλλά σε αυτή την περίπτωση είναι απλώς φυσικές. 

Ο Κικέρων παραθέτει τον Επίκουρο συζητώντας την έννοια του αγαθού. Οι απολαύσεις, όπως εξηγεί, έχουν αφετηρία τον άνθρωπο. Ακόμη και η απόλαυση της μουσικής ανήκει στις φυσικές επιθυμίες του ανθρώπου όταν εξυπηρετεί την αίσθηση της ακοής του: «Δεν μπορώ να σχηματίσω καμία έννοια του αγαθού, αποκομμένη από τις απολαύσεις (voluptates) που προέρχονται από τη γεύση, ή από την ακρόαση της μουσικής ή από ιδέες που προέρχονται από εξωτερικά αντικείμενα ορατά στο μάτι ή από γλυκές κινήσεις ή από εκείνες τις υπόλοιπες απολαύσεις που προέρχονται από ολόκληρο τον άνθρωπο με την έννοια των αισθήσεών του». Cicero, Tusculan Disputations 3.41

Η διάκριση του Επίκουρου διασαφηνίζει το αίτιο της δυστυχίας του ανθρώπου. Οι φυσικές επιθυμίες είναι, εν γένει, όσες υπαγορεύονται από τον ίδιο τον άνθρωπο και πληρούν τις ανάγκες του. Αντιθέτως, οι κενές επιθυμίες είναι οι ματαιόδοξες, όσες υπαγορεύονται από την κοινωνία (πλούτος, τιμές, δόξα) και γι΄ αυτό και δεν ικανοποιούνται ποτέ. Και προκαλούν πόνο.

*Η Δρ Έλσα Νικολαΐδου διδάσκει Φιλοσοφία στο Med High

nicolaidou.e@medhigh.com