Η φιλοσοφική παραγωγή των αρχαίων Ελλήνων έχει την αφετηρία της στη Μίλητο, με τους Ίωνες Φιλοσόφους να είναι οι πρώτοι που επιχειρούν μια ορθολογική εξήγηση του κόσμου. Ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης σχηματίζουν την πρώτη φιλοσοφική τριανδρία που θέτει ερωτήματα (στα οποία δίνουν τη δική τους απάντηση) για την αρχή των όντων. Στην ουσία η φιλοσοφία είναι άρρηκτα δεμένη με την επιστήμη, με την έννοια της αναζήτησης καθολικών αρχών εξήγησης του Κόσμου. 
Η φιλοσοφία θα αργήσει πολύ να φτάσει στην Αθήνα. Θα περάσει προηγουμένως από την κάτω Ιταλία, και συγκεκριμένα την Ελέα, όπου ανάμεσα στον 6ο και 5ο π.Χ. αιώνα έχουμε την εμφάνιση ενός φιλοσόφου ο οποίος, προσπαθώντας να αντικρούσει τη διδασκαλία του Εφέσιου Ηράκλειτου για την αέναη μεταβολή των όντων,  θα επηρεάσει όλη τη διαμόρφωση της μετέπειτα φιλοσοφικής σκέψης. Ο φιλοσοφικός διάλογος μεταξύ των δύο γιγάντων της φιλοσοφίας συνεχίζεται στην ατέρμονη προσπάθεια του ανθρώπου να βρει την αλήθεια. Σταθερότητα ή μεταβολή; Είναι ή γίγνεσθαι; Όσο κι αν φαινομενικά έχουμε δύο αντικρουόμενες θεωρίες, η αφετηρία είναι κοινή: Ο κόσμος των αισθήσεων μεταβάλλεται. Δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση της ερμηνείας του κόσμου. Πώς τότε μπορούμε να γνωρίσουμε την αλήθεια; Ποια είναι η σταθερότητα του κόσμου; Ύλη ή Ιδέα;
Ο Παρμενίδης γράφει ένα ποίημα για να εκθέσει τη θεωρία του. Η φιλοσοφική παραγωγή δεν είναι ακόμη μονόδρομος και οι στοχαστές πειραματίζονται για το πώς θα κοινωνήσουν τη διδασκαλία τους. Ο Παρμενίδης, ακολουθώντας την λογοτεχνική παραγωγή του Ομήρου με το δακτυλικό εξάμετρο, συνθέτει ένα ποίημα (με τίτλο «Περί Φύσεως»), με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Το ποίημα του δίνει μεγαλύτερη ελευθερία. Μπορεί με αυτόν τον τρόπο να μιλήσει αλληγορικά, χρησιμοποιώντας ένα οικείο μέσον (ποίηση) για να ερμηνεύσει τον κόσμο. 
Το ποίημα ξεκινά με την εικόνα του άρματος που ταξιδεύει από το βασίλειο της νύχτας στο βασίλειο του φωτός. Οι κόρες του Ήλιου, Ηλιάδες, που συνοδεύουν τον φιλόσοφο,  ξεγελούν τη θεία Δίκη και περνούν στο βασίλειο της ημέρας, όπου τη θέση της Μούσας του Ομήρου παίρνει η θεά του Παρμενίδη που του αποκαλύπτει την αλήθεια:
«Κι η θεά με καλοδέχτηκε, πήρε το χέρι το δεξί μου
στο δικό της και με τούτα τα λόγια με προσφώνησε:
‘Καλώς όρισες, νέε, εσύ που έρχεσαι στο σπίτι μου συνοδεμένος
από αθάνατους ηνίοχους, με τ᾽ άλογα που σε κουβαλούν.
Δεν σ᾽ έβαλε μοίρα κακή σ᾽ αυτό το δρόμο, που τόσο μακριά
είναι απ᾽ των ανθρώπων τα βήματα,
αλλά η δικαιοσύνη. Πρέπει όλα να τα μάθεις,
την ήσυχη καρδιά της στρογγυλής Αλήθειας
και τις ιδέες των θνητών τις ψεύτικες.
Αλλά θα μάθεις και πώς πρέπει να ᾽ναι οι γνώμες των ανθρώπων
για να έχουν βάση και να διαπερνούν τα πάντα».
(DK B1, 23-32)
Ο Παρμενίδης απαντά στον Ηράκλειτο βάζοντας τροχοπέδη στην αέναη κίνηση του κόσμου. Οι αισθήσεις παραπλανούν. Μόνος ο νους μπορεί να αντιληφθεί την σταθερή πραγματικότητα κάτω από την φαινομενική αλλαγή του κόσμου. Για τον ίδιο, η λύση είναι μία: Ο κόσμος είναι στατικός. Η μεταβολή δεν μπορεί να αποτελεί χαρακτηριστικό του. Το ον «είναι».
«Δρόμος μοναδικός που απομένει
να συζητήσουμε: ότι είναι. Σ’ αυτόν υπάρχουν σήματα
πολλά ότι το ον είναι αγέννητο και ανώλεθρο
ακέραιο και ατάρακτο, αιώνιο και ατελεύτητο.
Ούτε ήταν, ούτε θα γίνει, επειδή υπάρχει τώρα, όλο μαζί
ένα, συνεχές. Γιατί τι είδους γέννηση να του αποδώσεις,
πώς και από πού αναπτύχθηκε; Δεν θα σου επιτρέψω να σκεφτείς
ή και να πεις, εκ του μη όντος». (DK B8, 1-8)
Η φιλοσοφία μετά τον Παρμενίδη αλλάζει. Ο υλισμός των Ιώνων φιλοσόφων αποκτά τον ιδεαλιστικό του αντίπαλο. Χάρη στον Παρμενίδη, η Φιλοσοφία δεν θα είναι ποτέ η ίδια ξανά.

*Η Δρ Έλσα Νικολαΐδου διδάσκει Φιλοσοφία στο Med High.