Πολλοί θεωρούν την επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού στην Τουρκία, ως «μία από τα ίδια», δηλαδή, σε μια πλέον διπλωματική γλώσσα, «ουδέν νεώτερον από το ανατολικό μέτωπο». Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Για να μπορέσει ένας επιστημονικός αναλυτής να απαντήσει το ερώτημα, χρειάζεται να παρατεθούν τα δεδομένα εν μέσω των οποίων έγινε η επίσκεψη, καθώς και οι πάγιες, όπως και οι τρέχουσες, επιδιώξεις κάθε πλευράς. Όπως διακηρύττουν επίσημα και οι δύο πλευρές, συμφωνούν ότι διαφωνούν σε όλα τα μεγάλα και καυτά θέματα: Οριοθέτηση Υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, μορφή λύσης του Κυπριακού, Ευρο-τουρκικά, «γκρίζες ζώνες», αμφισβητήσεις κυριαρχίας, «Γαλάζια Πατρίδα», κλπ.

Επομένως, σε τι στοχεύουν τέτοιες συναντήσεις, για «θέματα χαμηλής πολιτικής», όπως τα προσδιορίζουν οι διπλωματικές πλευρές των εμπλεκομένων;  Ο μεν κ. Ερντογάν, με τις επιδιώξεις του στο ρωσο-ουκρανικό σε ουδετεροποίηση, τον ισλαμοπροστατευτικό του ρόλο στο Παλαιστινιακό στον αέρα, με τις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις σε ύφεση, τις ευρω-τουρκικές σχέσεις υπό καταθλιπτικές αιρέσεις, με το εσωτερικό μέτωπο στη μεγαλύτερη κρίση, μετά τις πρόσφατες δημοτικές εκλογές, καθώς και με την δρομολογημένη ανατροπή των ισοζυγίων στρατιωτικής ισορροπίας μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, από την μια, και Τουρκίας, από την άλλη, δεν του άφησαν πολλές άλλες επιλογές, από του να επιδιώξει να παρουσιάσει μια άλλη εικόνα, αυτήν του διεθνώς υπάκουου δρώντα και σύννομου περιφερειακού παράγοντα. Αυτά, βεβαίως, χωρίς την παραμικρή μετακίνηση από τις επεκτατικές και μαξιμαλιστικές θέσεις του σε όλα τα επίπεδα, απλά, αλλάζει το «περιτύλιγμα»: Αποφεύγεται η ακραία επιθετική και επεκτατική ρητορική και αντικαθίσταται, από μια ήπια προσέγγιση, που παρουσιάζει τις όποιες εθνικιστικές εξάρσεις της Άγκυρας, σαν νομιμοποιημένες αντιδράσεις στα «θιγόμενα εθνικά συμφέροντα». Όλες αυτές οι «φτιασιδωτές προσόψεις» επιδιώκουν επίσης να παρουσιάσουν, μιαν δήθεν συμμόρφωση με τις παραινέσεις φίλων και συμμάχων, για μια πλέον εξευρωπαϊσμένη συμπεριφορά.

Ο δε, κύριος Μητσοτάκης, θεωρεί ότι, η αποφυγή ενός τεταμένου κλίματος, από μόνη της, οδηγεί σε καλύτερα δεδομένα, ώστε σε μετέπειτα στάδιο, να βρεθούν κοινοί δρόμοι για επίλυση και των μεγάλων ζητημάτων. Όμως, με τις αντιδράσεις της Άγκυρας στο θέμα των Θαλάσσιων Πάρκων, με τις άνευ προηγουμένου προκλητικές και εκτός κάθε νομιμότητας θέσεις της στο Κυπριακό, και μάλιστα εν μέσω της νέας προσπάθειας του ΟΗΕ για εξεύρεση κοινού εδάφους, τις περιφρονητικές προς τις εποικοδομητικές προσεγγίσεις της Ε.Ε. δηλώσεις της, τις αδελφικές προς την Χαμάς δηλώσεις, καθώς και τα δείγματα γραφής επί του εδάφους: Μετατροπή της Αγίας Σοφιάς σε τζαμί, μετατροπή, της Μονής της Χώρας σε τζαμί, όπως και τις σημειολογικές δηλώσεις του ίδιου του κ. Ερντογάν για αυτές τις αντιχριστιανικές προκλήσεις, και τέλος, η έκδοση Naftex σε σημαντικά τμήματα του Αιγαίου για την άσκηση θαλασσόλυκος, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αυταπάτης.

Επομένως, τί στην ουσία επιτυγχάνεται;  Με δεδομένη την διαχρονική προσέγγιση της Τουρκίας, να αμφισβητεί κάθε Διεθνή Συνθήκη, (π.χ. Συνθήκη Λωζάνης, Συνθήκη Παρισίων), να παραποιεί το Διεθνές Δίκαιο, και κυρίως το Δίκαιο της Θάλασσας, να δημιουργεί τετελεσμένα, (π.χ. 50 χρόνια παράνομης κατοχής του 1/3 των κυπριακών εδαφών, “γκρίζες ζώνες”, τουρκο-λιβυκό Μνημόνιο, παράνομες διεκδικήσεις θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο και γύρω από την Κύπρο, αμφισβητήσεις κυριαρχίας νησιών και νησίδων, “casus belli”), τα οποία, με την πάροδο του χρόνου, «νομιμοποιεί» σαν δήθεν μακροχρόνιες εθιμικές καταστάσεις, ο μόνος κερδισμένος από μια τέτοια συνάντηση, δεν είναι άλλος από τον κύριο Ερντογάν. Συνεχίζοντας δε τις συναντήσεις με τους “καλούς γείτονες” προς Δυσμάς, καταδεικνύει ότι, και οι ίδιοι δεν αντιδρούν στην έκνομη παγιοποίηση των τετελεσμένων.

Στην διπλωματία κερδίζει όποιος επιτυγχάνει τους στόχους του!     

* Πρέσβης ε.τ. και Διεθνολόγος.