Ο Αριστοτέλης το γνώριζε καλά. Σκέπτομαι, σημαίνει διακρίνω. Σκέπτομαι σύνθετα θα πει: κάνω λεπτές διακρίσεις, οι οποίες θα αποδώσουν τα μείζονα γνωρίσματα ενός φαινομένου. Η διαμάχη αναφορικά με τη συμμετοχή της Κύπρου στη φετινή 19η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στη Βενετία μας καλεί να εκλεπτύνουμε τη σκέψη μας – αρκεί να το θέλουμε. Οι ιδεοληπτικοί έχουν έτοιμες τις απαντήσεις. Οι «φρόνιμοι» τις αναζητούν.

Πρώτα τα γεγονότα. Το κύριο θέμα της 19ης Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής ήταν «Intelligens: Natural. Artificial. Collective». Η κυπριακή συμμετοχή, με την επιμέλεια της Σεβίνας Φλωρίδου, και συνεπιμέλεια των Νίκολας Μητροπούλου & Clara Zinecker, ήταν έξοχη στη σύλληψή της. Αφορούσε στις ξερολιθιές – την αρχαία παράδοση της χρήσης της ξερολιθιάς στην Κύπρο. Την ευθύνη για τη συμμετοχή έχει το Υφυπουργείο Πολιτισμού, το οποίο, παραδοσιακά, εκχωρεί τη διαδικασία επιλογής καλλιτεχνικής πρότασης στον Σύνδεσμο Αρχιτεκτόνων Κύπρου. Από πέντε κατατεθείσες προτάσεις, η αρμόδια επιτροπή επιλογής επέλεξε μία. Η διαμάχη προκλήθηκε εξαιτίας του συνοδευτικού βιβλίου της έκθεσης («Στες πέτρες»), στο οποίο συμπεριλήφθηκαν, μεταξύ άλλων, αποστειρωμένες και στρογγυλεμένες φράσεις αναφορικά με την τουρκική εισβολή του 1974 και τα παρεπόμενά της, όπως: «πολεμικές συγκρούσεις», «υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών», «θκυο κρατικούς μηχανισμούς», «θκυο πλευρές (της μιας που εν τυπικά αναγνωρισμένη, ενώ η άλλη όι)», τα «ελληνοκυπριακά και τουρκοκυπριακά» που είναι «εντελώς παραγνωρισμένες γλώσσες» («Φ», 4/6/25).

Τώρα η ανάλυση. Κάνω τρεις παραδοχές.

Πρώτον, σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, οι καλλιτέχνες επιτελούν το δημιουργικό έργο τους σε πλήρη ελευθερία. Αυτό σημαίνει ότι έχουν την ακώλυτη δυνατότητα να αμφισβητούν καθιερωμένους τρόπους σκέψης, συναίσθησης, και συμπεριφοράς.

Δεύτερον, σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, την οργανωμένη πολιτική κοινότητα εκπροσωπεί η νομίμως και δημοκρατικώς εκλεγείσα κυβέρνηση.

Τρίτον, η αρχή της επιείκειας. Προσπαθούμε να κατανοήσουμε τη διαφορετική άποψη στην καλύτερη εκδοχή της – κατανοούμε τον ορίζοντα νοήματος του ομιλητή με τους δικούς του όρους.

Το επίμαχο βιβλίο «Στες πέτρες» είναι γραμμένο στην ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή διάλεκτο (συν τα αγγλικά). Έχω επιφυλάξεις γι’ αυτή την επιλογή, αλλά την κατανοώ. Οι επιμελητές θέλουν, πρωτίστως, να αναδείξουν τον κοινό τρόπο ζωής των δύο κοινοτήτων, τους κοινούς τρόπους χρήσης του υλικού περιβάλλοντος, τις κοινές έγνοιες και, εν τέλει, την κοινή πατρίδα. Η έμφαση στον κυπριακό βιόκοσμο, καθοδηγεί τις εκφραστικές τους επιλογές – υλικού και γλώσσας. Οι διάλεκτοι μεταφέρουν την αμεσότητα της βιωμένης λαϊκής παράδοσης. Αν και οι επιμελητές εμμέσως (στο φόντο, background) διατυπώνουν μια πολιτική θέση (με την ευρεία έννοια) (δηλ.: τα κυρίαρχα εθνικά αφηγήματα έχουν οδηγήσει σε «παραγνώριση» των τοπικών διαλέκτων), το μήνυμα στο πρώτο πλάνο (foreground) παραμένει καλλιτεχνικό.

Για άλλους, αυτό είναι μη αποδεκτό. Η έμφαση στην προφορική διάλεκτο, σε μια επίσημη έκθεση, μεταφέρει πολιτικό μήνυμα, υποστηρίζουν: συμβολίζει, σε πρώτο πλάνο, την πολιτική διάθεση αποκοπής από την εθνική γλώσσα και ό,τι αυτή συμβολίζει. Πιθανώς, αλλά, καλλιτεχνικά μιλώντας, δεν είναι αυτό το μείζον. Το σημαντικό είναι ότι, σε καλλιτεχνικά συμφραζόμενα, η γλώσσα συνιστά οργανικό μέρος των εκφραστικών μέσων του καλλιτέχνη. Στη φιλ-ελεύθερη πολιτεία, οι καλλιτέχνες έχουν την ελευθερία να εκφράζονται καλλιτεχνικά με τα μέσα που αυτοί προκρίνουν, ανεξαρτήτως των πολιτικών μηνυμάτων που ενδέχεται να μεταφέρουν οι εκφραστικές επιλογές τους. Η ετερόδοξη εκφραστική τους είναι θεμιτή και κατανοητά διαφορετική – συνιστά, πρωτίστως καλλιτεχνική δημιουργία. Ερεθίζει και προβληματίζει.

Και οι ρητά πολιτικές φράσεις; Εδώ τα κριτήρια αξιολόγησης αλλάζουν. Γιατί; Για δύο λόγους.

Πρώτον, οι καλλιτέχνες δεν χρησιμοποιούν, πλέον, τη γλώσσα εκφραστικά, δηλαδή ως συστατικό στοιχείο της καλλιτεχνικής δημιουργίας τους, όπως πριν, αλλά αμιγώς πολιτικά (με τη στενή έννοια) – διατυπώνουν εξω-καλλιτεχνικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι αφορούν στη σφαίρα λειτουργίας του «πολιτικού συστήματος».

Δεύτερον, οι εξω-καλλιτεχνικές αναφορές διατυπώνονται στο πλαίσιο διεθνούς εκπροσώπησης της χώρας. Σε τέτοια συμφραζόμενα, δικαιούνται οι επιμελητές να μιλούν πολιτικά (με τη στενή έννοια) για λογαριασμό της χώρας; Δεν νομίζω. Οι ρητά πολιτικές αναφορές τους αφορούν στον πυρήνα της αυτοκατανόησης της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά την Τουρκική εισβολή – την ακεραιότητα της εθνικής επικράτειας. Όπως η Ουκρανία σήμερα, η Κύπρος είναι μια ημικατεχόμενη χώρα. Αν η δημοκρατική πολιτική το παραβλέψει, αυτοακυρώνει την αντιπροσωπευτική της λειτουργία.

Το «πολιτικό σύστημα», υπογραμμίζει ο μεγάλος κοινωνιολόγος Νίκλας Λούμαν, οργανώνεται γύρω από τον κώδικα της ισχύος. Αυτό που χαρακτηρίζει το «πολιτικό σύστημα» είναι η παραγωγή «συλλογικά δεσμευτικών αποφάσεων». Αυτές αφορούν πρωτίστως στον συνολικό προσανατολισμό της χώρας, ο οποίος εμπεριέχει την αυτοκατανόησή της ως κρατική-πολιτική οντότητα. Το «πολιτικό σύστημα» παρεμβαίνει σε άλλα «συστήματα», όπως το καλλιτεχνικό, μόνο «υπολειμματικά» («residually») – όταν αυτά δεν μπορούν να διευθετήσουν τις διαφορές τους ή παράγουν προβλήματα που απειλούν τη νομιμοποίηση της οργανωμένης πολιτικής κοινότητας.

Μα ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι να αναπαράγει την κρατική αυτοκατανόηση; Όχι, δεν είναι. Ο ρόλος του είναι να την αμφισβητεί, αν το επιθυμεί, με τα εκφραστικά μέσα της τέχνης του. Οι στενά πολιτικές δηλώσεις δεν συγκαταλέγονται σε αυτά τα μέσα – είναι εξω-καλλιτεχνικές. Με τις ρητώς πολιτικές διατυπώσεις, οι συγγραφείς του επίμαχου βιβλίου λειτούργησαν ακτιβιστικά, όχι καλλιτεχνικά. Εκτιμώ το ρίσκο που ανέλαβαν, αλλά κατανοώ την κυβερνητική αντίδραση. Η τέχνη δεν καταργεί την ισχύ. Υπάρχει ως θεσμός όσο υπάρχει οργανωμένη πολιτική κοινότητα. Και η τελευταία μεριμνά για την αυτοπροστασία της, χρησιμοποιώντας τη νόμιμη ισχύ.

Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου – Αντεπιστέλλον Μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών.