Τα παιδιά με αναπηρίες δικαιούνται και μπορούν να εκπληρώνουν το δικαίωμά τους στην εκπαίδευση εφόσον λαμβάνουν κατάλληλες και εξατομικευμένες εύλογες προσαρμογές. Η μη παροχή εύλογων προσαρμογών συνιστά, σύμφωνα με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, απαγορευμένη διάκριση. Η παρουσία συνοδών στα σχολεία, η οποία, στα σημερινά δεδομένα του εκπαιδευτικού μας συστήματος, είναι απολύτως απαραίτητη για την ουσιαστική ένταξη πολλών παιδιών με αναπηρία στις γενικές τάξεις, αποτελεί μία μορφή εύλογων προσαρμογών. 

Στην Κύπρο, ωστόσο, εντοπίζονται συστηματικά κενά, τα οποία οδηγούν σε ανισότητα, αποκλεισμό και απώλεια εκπαιδευτικών ευκαιριών. Παρά τις εξαγγελίες της κυβέρνησης Χριστοδουλίδη και τις άπειρες συζητήσεις ενώπιον διαφόρων Επιτροπών της Βουλής, κανένας δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για να διορθωθούν αυτά τα κενά,  με αποτέλεσμα εκατοντάδες παιδιά με αναπηρία να αφήνονται χωρίς την ουσιαστική υποστήριξη που χρειάζονται για να συμμετέχουν ισότιμα στο σχολείο.

Η υφιστάμενη κατάσταση 

Οι συνοδοί, παρότι είναι πολύτιμοι για τα παιδιά με αναπηρίες και συνεισφέρουν σημαντικά στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στην εκπαιδευτική διαδικασία, δεν εργοδοτούνται από το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας, αλλά από τις Σχολικές Εφορείες. Οι διαδικασίες πρόσληψης βασίζονται σήμερα κυρίως σε εγκυκλίους και τοπικές αποφάσεις των σχολικών εφορειών, και όχι σε έναν ξεκάθαρο, δεσμευτικό νόμο που να ορίζει κριτήρια πρόσληψης, ωράριο, καθήκοντα, πλαίσιο επιμόρφωσης, αξιολόγησηκαι ικανοποιητική αμοιβή. Η έλλειψη νομοθετικού πλαισίου που να ρυθμίζει με σαφήνεια τα πιο πάνω σημαίνει ότι το κράτος δεν εκπληρώνει πλήρως τις διεθνείς του δεσμεύσεις (Σύμβαση ΟΗΕ, Άρθρο 24).  

Σημαντικές διαπιστώσεις που επαναλαμβάνονται εδώ και χρόνια σε επίσημα κείμενα και σε αναφορές φορέων και οργανώσεων είναι:

• Τα μηδαμινά προσόντα που απαιτούνται για τις θέσεις συνοδών (π.χ. απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης ή μακρά εμπειρία), δεν ανταποκρίνονταιστην πολυπλοκότητα των αναγκών των παιδιών (επικοινωνία, συμπεριφορά, χρήση τεχνολογίας υποστήριξης κ.ά.).  

• Τα μέλη της κάθε Σχολικής Εφορείας, που δεν γνωρίζουν τα παιδιά, ούτε έχουν οποιεσδήποτε ειδικές γνώσεις σε θέματα παιδείας ή αναπηρίας,αποφασίζουν τοπικά για προσλήψεις -χωρίς οποιαδήποτε μηχανισμό εποπτείας- γεγονός που ανοίγει την πόρτα σε επιλογές συνοδού που,αντί να εξυπηρετεί τις ανάγκες του παιδιού, εξυπηρετεί πελατειακές και κομματικές λογικές.  

• Οι Επαρχιακές Επιτροπές του Υπουργείου Παιδείας, οι οποίες εγκρίνουν την παροχή συνοδών στα παιδιά, κατά κανόνα δεν αναφέρουν πόσες ώρες στήριξης χρειάζεται κάθε παιδί, ποια είναι τα συγκεκριμένα καθήκοντα του συνοδού, ποιος ο σκοπός για τον οποίο ζητείται συνοδός – δηλαδή τα κριτήρια που θα έπρεπε να καθορίζουν την επιλογή. Αυτό εμποδίζει την ουσιαστική εξατομίκευση.  

 Έχει υπογραφεί σύμβαση «μονιμότητας» θέσης των συνοδών μεταξύ Εφορειών και συνδικαλιστικών οργανώσεων χωρίς να ληφθεί υπόψιν το καλώς νοούμενο συμφέρον των παιδιών, αφού οι ίδιοι συνοδοί παραμένουν σ’ ένα σχολείο κάθε χρόνο, παρόλο που μπορεί να κληθούν να εξυπηρετήσουν παιδιά με διαφορετικές αναπηρίες και άρα διαφορετικές ανάγκες. Παραβιάζεται, έτσι, το δικαίωμα του παιδιού σε εξατομικευμένη παροχή υπηρεσιών.

• Παρατηρείται διάκριση στην πρακτική μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού σχολείου:  η ιδιωτική εκπαίδευση δεν καλύπτει τα έξοδα συνοδού όπως συμβαίνει στο δημόσιο σχολείο, ενώ παράλληλα το Υπουργείο δεν δέχεται να επωμίζεται το ίδιο την κάλυψη αυτών των εξόδων, με αποτέλεσμα τα παιδιά με αναπηρία, σε κάποιες περιπτώσεις, να μην έχουν εναλλακτική επιλογή φοίτησης, ακόμη και όταν τα δημόσια σχολεία δεν ικανοποιούν τις υπόλοιπες εκπαιδευτικές ανάγκες τους. 

• Το γεγονός ότι για διαφορετικές ομάδες μαθητών (όπως παιδιά με παραβατική συμπεριφορά) υπάρχουν διαφορετικές διαδικασίες πρόσληψης συνοδών (μέσω ΟΑΠ, με κριτήρια θέσης και υψηλότερη αμοιβή) συνεπάγεται αδικαιολόγητη διάκριση και εγείρει θέματα παραβίασης της αρχής της ισότητας. 

• Μηχανισμός αξιολόγησης ανεπαρκής/χωρίς συμμετοχή της οικογένειας: Η αξιολόγηση του/της συνοδού ανατίθεται συχνά μόνο στον/ηνδιευθυντή/τρια του κάθε σχολείου, χωρίς να διασφαλίζεται το δικαίωμα να ακούγεται και να λαμβάνεται υπόψη η άποψη του παιδιού ή της οικογένειας. Οι δε τομείς αξιολόγησης δεν έχουν σχέση με την ποιοτική παροχή υπηρεσιών προς το παιδί. 

• Επιμόρφωση επιφανειακή και μη στοχευμένη: Η εκπαίδευση (σεμιναριακού τύπου) που προσφέρεται στους/στις συνοδούς είναι μεμονωμένη, γενική και δεν περιλαμβάνει προεργασία/εξοικείωση με το παιδί, εκπαίδευση στη χρήση τεχνολογίας υποβοήθησης ή σε ειδικές μεθόδους επικοινωνίας του παιδιού.  

 Καθυστερήσεις και οικονομικοί περιορισμοί: Η έγκριση συνοδών δεν γίνεται πάντα έγκαιρα και με βάση τις πραγματικές ανάγκες, αλλά πολλές φορές με βάση οικονομικές οροφές. Αυτό αφήνει παιδιά χωρίς στήριξη ή με μερική/ακατάλληλη στήριξη.  

Προτάσεις και μέτρα που πρέπει να παρθούν άμεσα:

1.​Να σταματήσουν οι προσλήψεις από τις Σχολικές Εφορείες.

Η εισήγηση είναι οι διαδικασίες να μεταφερθούν σε κεντρικό, εξειδικευμένο και διαφανές όργανο (εντός Υπουργείου ή ανεξάρτητης υπηρεσίας), με υποχρεωτική τεκμηριωμένη εισήγηση από την Επαρχιακή Επιτροπή Ειδικής Αγωγής του Υπουργείου Παιδείας και συμμετοχή της οικογένειας. Αυτό θα μειώσει πελατειακές παρεμβάσεις και θα βελτιώσει την καταλληλότητα των προσλήψεων.

2.​Θεσμοθέτηση ειδικού νόμου/κανονισμού.

Ένας νόμος που θα ορίζει διαδικασίες, ελάχιστα προσόντα ανά «τύπο» συνοδού, υποχρεώσεις εργοδότη, μηχανισμούς εποπτείας και διαφάνειας. Η μεταρρύθμιση πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τη Σύμβαση του ΟΗΕ και τις συνταγματικές αρχές.  

3.​Καθορισμός προφίλ/ειδικοτήτων συνοδών

Καθορισμός προφίλ (π.χ. βοηθός επικοινωνίας, συμπεριφοριστής, ειδικός τεχνολογίας υποστήριξης, βοηθός εντός τάξης) με αντίστοιχα κριτήρια πρόσληψης, ύψος αμοιβής και επιμορφωτικά προγράμματα. Αυτό θα εξατομικεύσει τη στήριξη.  

4.​Καταγραφή στην απόφαση: ώρες, καθήκοντα, σκοπός.

Κάθε απόφαση της Επαρχιακής Επιτροπής να περιλαμβάνει υποχρεωτικά: (α) αριθμό ωρών στήριξης, (β) αναλυτικά καθήκοντα, (γ) τον σκοπό/στόχο της στήριξης (π.χ. επικοινωνία, ασφάλεια, μαθησιακή υποστήριξη). Αυτό θα επιτρέψει αντικειμενική επιλογή και αξιολόγηση.  

5.​Συμμετοχή οικογένειας και φωνή του παιδιού στην αξιολόγηση.

Η αξιολόγηση και η παρακολούθηση του συνοδού να περιλαμβάνουν αναφορές/feedback του γονέα και, όπου είναι εφικτό, του ίδιου του παιδιού. Τυχόν καταγγελίες πρέπει να εξετάζονται ανεξάρτητα και να ενεργοποιούνται διαδικασίες απομάκρυνσης ακατάλληλων προσώπων.  

6.​Αναθεώρηση αμοιβών και μορφών πρόσληψης.

Η αμοιβή πρέπει να αντικατοπτρίζει την εξειδίκευση και την ευθύνη — όπως συμβαίνει σε προγράμματα άλλης φύσης. Η αύξηση των αμοιβών θα προσελκύσει περισσότερο αριθμό ενδιαφερόντων και θα μειώσει τις συχνές αποχωρήσεις των συνοδών, που επηρεάζουν αρνητικά τόσο την εκπαιδευτική πορεία, όσο και την ψυχολογία των παιδιών που εξυπηρετούν.

7.​Εξατομικευμένη και προ-ενεργή επιμόρφωση

Πριν αναλάβει καθήκοντα, ο/η συνοδός πρέπει να γνωρίσει και να εκπαιδευτεί ειδικά για το παιδί (τεχνολογικά εργαλεία, μέθοδοι επικοινωνίας, χαρακτηριστικά αναπηρίας). Επίσης, χρειάζονται συνεχιζόμενα προγράμματα επιμόρφωσης και εποπτεία.  

8.​Εγγραφή και καταγραφή αναγκών σε εθνική βάση

Δημιουργία μητρώου μαθητών που χρειάζονται συνοδό, των αναγκών τους και των απαιτούμενων προφίλ, για σκοπούς έγκαιρου προγραμματισμού, χρηματοδότησης και διαφάνειας.  

9.​Έγκριση θέσεων βάσει πραγματικών αναγκών

Διασφάλιση ότι οι προϋπολογιστικές οροφές δεν στερούν την έγκριση θέσεωνκαι ότι οι αποφάσεις πρέπει να βασίζονται στις ανάγκες των παιδιών.  

10.​Εξάλειψη της διάκρισης δημόσιου/ιδιωτικού τομέα

Να βρεθεί, με τη συμμετοχή του Υπουργείου, η κατάλληλη φόρμουλα ώστε ταιδιωτικά σχολεία να είναι σε θέση να παρέχουν συνοδό, ώστε να υπάρχει ομοιόμορφη μεταχείριση των παιδιών με αναπηρίες, ανεξαρτήτως του είδους του σχολείου στο οποίο φοιτούν.  

Με τρεις λέξεις: νομοθεσία, εξειδίκευση, λογοδοσία.

Το δικαίωμα κάθε παιδιού στην εκπαίδευση δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Αν δεν υπάρξει άμεση πολιτική βούληση για αλλαγή, τα παιδιά με αναπηρία στην Κύπρο θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν έναν καθημερινό αποκλεισμό,πρώτα στα σχολεία, μετά στην κοινωνία. Η δωρεάν , ποιοτική και συμπεριληπτική εκπαίδευση δεν πρέπει να μείνει ένα εύηχο πολιτικό σύνθημα -πρέπει να γίνει πολιτική προτεραιότητα.

Εκ μέρους του Κινήματος Άλμα