Στην Κύπρο, η πολιτική ασκείται με… καραμέλες! Πρόκειται για διαχρονικά φλύαρα, ανέξοδα και βολικά συνθήματα, που όλοι οι Πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας μπουκώνουν στους πολίτες.
Ο Μακάριος διακήρυσσε ότι «μακροχρόνιος θα είναι ο αγώνας μας» μέχρι τη δικαίωση. Ο Κυπριανού και ο Βασιλείου υπερτόνιζαν ότι «όλοι οι πρόσφυγες» θα επιστρέψουν, γι’ αυτό αγωνίζονταν. Ο Κληρίδης αναφωνούσε «την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω», ενώ ήδη είχε προδοθεί και παραδοθεί η μισή στον Αττίλα.
Ο Τάσσος ήθελε «διζωνική με σωστό περιεχόμενο» και ο Χριστόφιας διακήρυσσε ότι «οι Τούρκοι είναι αδελφοί» του. Ο Αναστασιάδης χάιδευε τ’ αφτιά των Κερυνειωτών και δεσμευόταν ότι «τα σύνορα μας είναι στην Κερύνεια».
Σήμερα, ο Χριστοδουλίδης πιπιλίζει ασταμάτητα ότι «αγωνιζόμαστε για την απελευθέρωση και την επανένωση» της Κύπρου.
Πολιτικά φούμαρα και κομματικοί λήροι. Η άσκηση σοβαρής πολιτικής προϋποθέτει καλά μελετημένο σχέδιο, οργάνωση, μεθόδευση, υλοποίηση. Ποια είναι η επιδίωξη; Ποιοι είναι οι σκοποί και οι αντικειμενικοί στόχοι;
Ποια είναι τα συγκεκριμένα βήματα στην υλοποίηση τους; Ένας ηγέτης οφείλει να διαθέτει προβλεπτικότητα, αναλυτική βαθύτητα και πολιτική ευθυκρισία. Να είναι ακέραιος και έντιμος απέναντι στους πολίτες.
Ένα παλιό ρητό λέγει: «Όταν δεν σχεδιάζεις, σχεδιάζεις να αποτύχεις». Αυτό ακριβώς υφίσταται, ανέκαθεν, η Κύπρος εξαιτίας της ανεπάρκειας, της ανικανότητας, της επιπολαιότητας και της νηπιώδους αντίληψης της ηγεσίας της για την πολιτική, και την άσκησή της ως μέσο υπεράσπισης των συμφερόντων του κράτους και της επιβίωσης του κυπριακού Ελληνισμού.
Από τον Μακάριο μέχρι σήμερα δεν υπάρχει μακράς πνοής σχεδιασμός σταθερής και αταλάντευτης στρατηγικής, σε συνεννόηση με την Ελλάδα, για τη διάσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας και για την απελευθέρωση της Κύπρου από τον αττιλικό ζυγό.
Στην αθηναϊκή πολιτική «ελίτ» ακόμα ισχύει η αντίληψη ότι «η Κύπρος κείται μακράν», «δεν θα θυσιάσουμε τα παιδιά της Ελλάδος στην Κύπρο», «το Κυπριακό είναι αγκάθι στη βελτίωση των σχέσεών μας με την γείτονα», κ.λπ. Στη Λευκωσία εκδηλώνεται ένα ακατανόητο ξίπασμα ότι περίπου είμαστε στο επίπεδο μεσαίων δυνάμεων και ότι παίζουμε, τάχα, «πρωταγωνιστικό ρόλο» στα πράγματα της ταραγμένης περιοχής μας.
Αφού δεν υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο αντιμετώπισης του Τούρκου και σωτηρίας της Κύπρου, όλα περιορίζονται στον κατευνασμό του τουρκικού θηρίου, σε γελοίες και γλοιώδεις εκκλήσεις στον κατακτητή να… συναινέσει σε λειτουργική λύση, με την υπόσχεση Αθήνας-Λευκωσίας να τον στηρίξουν στην ενταξιακή πορεία του στην ΕΕ – για τη μουσουλμανοποίησή της.
Οι ηγέτες του Ελληνισμού δεν γνωρίζουν τον Τούρκο εχθρό μας. Γι’ αυτό, κατά τον Κινέζο στρατηγό, Σουν Τζου, υφίστανται πολιτικές ήττες, υπαναχωρούν και εκχωρούν εθνική κυριαρχία στον αδηφάγο τουρκικό συσφιγκτήρα βόα.
Η Ελλάδα αδυνατεί ν’ αντιληφθεί ότι τα ιστορικά και γεωπολιτικά σύνορά της είναι ανατολικά του Ακρωτηρίου του Αποστόλου Ανδρέα, στην Κύπρο, και ΟΧΙ δυτικά της Κρήτης. Και η Λευκωσία αρνείται να δεχτεί ότι στις διακρατικές και διεθνείς σχέσεις αυτό που μετρά και επιβάλλεται, ωμά, κυνικά και ρεαλιστικά, είναι η ισχύς, ΟΧΙ το δίκαιο. Αυτό είναι παρηγοριά στους αδύνατους και σε όσους αφελείς περιμένουν βοήθεια από τρίτους, στηριζόμενοι σε ψηφίσματα χωρίς αντίκρισμα.
Λέγεται συχνά από πολιτικούς ότι είμαστε μικροί και αδύναμοι, δεν μπορούμε να πολεμήσουμε. Άρα να μη προκαλούμε τον Τούρκο, να τον καλοπιάνουμε, να είμαστε συναινετικοί, να κάνουμε παραχωρήσεις, να υποχωρούμε στις αξιώσεις του, με την απέλπιδα προσδοκία ότι και αυτός θα υποχωρήσει και «θα βρούμε μια λύση».
Ποια λύση; Και γιατί ο Τούρκος να συμπεριφερθεί δημοκρατικά και πολιτισμένα, όπως υποστήριξε τις προάλλες στη Διακοινοβουλευτική Διάσκεψη, στη Δανία, βουλευτής του ΔΗΣΥ;
Από τον Μακάριο μέχρι τον Χριστοδουλίδη, κανείς δεν βγήκε να εξηγήσει στους πολίτες πώς θα γινόταν ο «μακροχρόνιος αγώνας», πώς θα επέστρεφαν οι πρόσφυγες στα σπίτια τους, γιατί δεν θα παραδιδόταν «ελάττω» η Κύπρος, πώς θα πάμε στην Κερύνεια και, σήμερα, πώς θα επιτευχθεί η «απελευθέρωση και η επανένωση» του νησιού.
Απαντούν απλώς: Διά της τουρκοδιζωνικής ανωμαλίας και τερατουργίας, η οποία απορρίφθηκε στον κάλαθο της Ιστορίας, στις 24/4/2004, με το σωτήριο ΟΧΙ. Ιδού το οξύμωρο και το εξοργιστικό, που προκαλεί αφόρητα κάθε νοήμονα Έλληνα της Κύπρου (υπάρχει ακόμα αυτό το είδος Ελλήνων):
Πρόεδρος και πολιτικοί ισχυρίζονται ότι η ρατσιστική, αντιευρωπαϊκή, αντιδημοκρατική διζωνική ομοσπονδία, αγγλικής κοπής, τουρκικής αποδοχής μέχρι πριν από τέσσερα χρόνια και ελληνικής κατάποσης, μπορεί να συμπεριλάβει και τις τέσσερεις βασικές ελευθερίες της ΕΕ, το Κοινοτικό Κεκτημένο και το Διεθνές Δίκαιο.
Πρόκειται για κυπριακή πατέντα παρανοϊκής απάτης και σχιζοφρενικής σύλληψης του Κυπριακού, που είναι πεντακάθαρο στην τραγικότητά του: Διεθνές πρόβλημα τουρκικής εισβολής, κατοχής, εποικισμού, εθνοκάθαρσης, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, παραβίασης θεμελιωδών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Πιο προβεβλημένη καραμέλα είναι αυτή της «απελευθέρωσης-επανένωσης». Ούτε ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης, ούτε το ΔΗΣΑΚΕΛ, ούτε το ΔΗΚΟ και η ΔΗΠΑ εξήγησαν ποτέ πώς, με ποιο τρόπο, ποια μέσα και σχεδιασμούς θα πετύχουμε την απελευθέρωση από τον Τούρκο. Αφού ο πόλεμος αποκλείεται, άρα με ποια μέσα θα επιτευχθεί;
Πρώτα απ’ όλα με την οριστική απόρριψη της διζωνικής τερατογένεσης. Ποιο σοβαρό κράτος δέχεται αυτόβουλα την κατάλυσή του με επιδίωξη φρούδων ελπίδων απέναντι σε έναν αδίστακτο εχθρό;
Προέχει απαρεγκλίτως η χάραξη, έστω και την υστάτην, μιας νέας, μακράς πνοής στρατηγικής που θα αξιοποιεί όλους τους συντελεστές ισχύος του κράτους:
- Άμυνα, Παιδεία, οικονομία, διπλωματία, τεχνολογία, στράτευση όλου του πληθυσμού, ανάπτυξη και ενίσχυση του πατριωτικού και αγωνιστικού φρονήματος, τόνωση του δημογραφικού, δραστική αντιμετώπιση του μεταναστευτικού, κινητοποίηση όλων των πόρων και δυνατοτήτων μας με έναν στόχο: Τη διάσωση και απελευθέρωσή μας από τον Αττίλα.
Η Ελλάδα να τεθεί ενώπιον των απαράγραπτων εθνικών και συμβατικών υποχρεώσεών της έναντι της Κύπρου ως εγγυήτρια και Μάνα. Η Κύπρος δεν μπορεί ν’ αποφασίζει μόνη, ούτε να υποθηκεύει το μέλλον του Ελληνισμού. Να σφυρηλατηθούν ισχυρές αμυντικές συμμαχίες με φίλια κράτη, αλλά με μια ξεκάθαρη σκέψη: Την κρίσιμη ώρα δεν θα προστρέξει κανείς να πολεμήσει στο πλευρό μας.
Εμείς οφείλουμε να υπερασπίσουμε την πατρίδα μας. Τίθεται ένα κρίσιμο ερώτημα που συναρτάται προς την επιβίωση και διάσωση του κυπριακού Ελληνισμού: Είμαστε έτοιμοι και πρόθυμοι, με κάθε θυσία και κόστος, να γίνουμε κράτος πολεμιστών και αγωνιστών για την ελευθερία μας; Αν όχι, η τουρκοποίηση είναι ήδη προδιαγεγραμμένη…