Συνταρακτικά στοιχεία δείχνει εμπειρική έρευνα ανάμεσα στους δικηγόρους για το πώς βλέπουν τους δικαστές, τις αποφάσεις τους και την απονομή της δικαιοσύνης γενικότερα. Σύμφωνα με την έρευνα, στην οποία συμμετείχαν 228 δικηγόροι με άδεια άσκησης επαγγέλματος στην Κύπρο, περιλαμβανομένων κάποιων που εργάζονται στη Νομική Υπηρεσία, προκύπτει σοβαρό ζήτημα που αγγίζει την αμεροληψία δικαστών στην Κύπρο. Αυτό που κυκλοφορεί στους διαδρόμους των δικαστηρίων και τα δικηγορικά γραφεία περί μη αμεροληψίας κάποιων δικαστών, αποτυπώνεται σε έρευνα του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Ενδεχομένως, για πρώτη φορά να τίθεται τόσο ξεκάθαρα θέμα αμφισβήτησης της αμεροληψίας δικαστών, αφού οι απαντήσεις των συμμετασχόντων είναι ενδεικτικές του γενικότερου κλίματος που επικρατεί ανάμεσα στον νομικό κόσμο. 

Το 61% των ερωτηθέντων δεν θεωρεί τους Κύπριους δικαστές αμερόληπτους σε αντίθεση με το 31,1% που τους θεωρεί, ενώ ένα ποσοστό 7,9% των συμμετασχόντων απάντησε πως δεν έχει άποψη για το θέμα. Εξίσου ανησυχητική είναι και η θέση που πήρε πέραν του 70% των συμμετασχόντων, οι οποίοι πιστεύουν ότι υπάρχουν παρεμβάσεις από τα πολιτικά κόμματα κατά τη διαδικασία διορισμού δικαστών στην Κύπρο. 

Μόλις ένα ποσοστό 12,7% θεωρεί πως δεν υπάρχουν πολιτικές παρεμβάσεις. Συμπέρασμα που αποδεικνύει περίτρανα πως ο νομικός κόσμος δεν εγκρίνει την υφιστάμενη διαδικασία πρόσληψης δικαστών στην Κύπρο. 

Στο ερώτημα «πιστεύετε ότι υπάρχουν δικαστές που επηρεάζονται περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει από τις προσωπικές τους ιδεολογικές αντιλήψεις», οι δικηγόροι είναι ακόμα πιο έντονοι, αφού ένα συντριπτικό ποσοστό της τάξης του 79,4% απάντησε θετικά, ενώ το ποσοστό που θεωρεί ότι δεν επηρεάζονται, είναι μικρότερο του 10%. Πάντως, παρά τις πιο πάνω απόψεις του, ο δικηγορικός κόσμος δεν τάσσεται, στην πλειοψηφία του, θετικά στο ενδεχόμενο εισαγωγής ενός συστήματος ενόρκων για ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων. 

Όπως ανέφερε στον «Φ» η Δρ Άννα Εμ. Πλεύρη, επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Δικονομίας & ΑDR της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και δικηγόρος, θα ήταν χρήσιμο αν διεξαγόταν μία αντίστοιχη έρευνα απευθυνόμενη σε δικαστές μέσω της οποίας θα μπορούσε να διαφανεί η όποια συνειδητή ή ασυνείδητη προκατάληψη μπορεί να υπάρχει στο δικαστικό σώμα. Όπως, για παράδειγμα, σε σχέση με την καταγωγή ή τις ιδεολογικές τοποθετήσεις του εκάστοτε μάρτυρα/διάδικου/κατηγορούμενου. «Θεωρούμε σημαντικό και απολύτως αναγκαίο οι συλλογικές απόψεις των δικηγόρων να φτάνουν στα κέντρα λήψης αποφάσεων και να λαμβάνονται υπόψη κατά την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας», εξήγησε η δρ Πλεύρη, η οποία ήταν και μέλος της επιστημονικής ομάδας που ετοίμασε το σχετικό ερωτηματολόγιο.   

Δεν ικανοποιούν ούτε οι αποφάσεις 

Η έρευνα, που έγινε από τη Μονάδα Δικονομικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας με τη συμβολή δικηγόρων-μελών του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, καταδεικνύει πως οι δικηγόροι δεν είναι ιδιαίτερα ικανοποιημένοι ούτε με την ποιότητα των δικαστικών αποφάσεων. Στο ερώτημα αν είναι ικανοποιημένοι από την εξέταση όλων των πτυχών των υποθέσεων στα επαρχιακά δικαστήρια, πέραν του 80% του συμμετασχόντων δεν είχαν θετική άποψη. Συγκεκριμένα, το 57,9% απάντησε «Μετρίως» και το 25,4% «Όχι». Μόνο το 11,8% απάντησε «Ναι». Σχεδόν αντίστοιχα τα ποσοστά και σ’ ό,τι αφορά την αιτιολόγηση των αποφάσεων που δίδεται από τα πρωτόδικα δικαστήρια, με το 57% να επιλέγει την απάντηση «Μετρίως».

Ούτε από την αξιολόγηση της οποίας τυγχάνουν οι μαρτυρίες στα πρωτοβάθμια δικαστήρια είναι ικανοποιημένοι οι δικηγόροι, αφού και πάλι το 58,3% απάντησε «Μετρίως» και το 21,5% «Όχι». Η άποψη των δικηγόρων για την εφαρμογή της νομολογίας από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια είναι και πάλι αρνητική με συνολικό ποσοστό 72,8% να απαντά «Μετρίως» ή «Όχι» στο ερώτημα «είστε ικανοποιημένοι από την εφαρμογή της νομολογίας στις αποφάσεις από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια». Ακόμα χειρότερη η εντύπωση που επικρατεί όσον αφορά την έκδοση αντιφατικών αποφάσεων από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια, με το 84,6% να απαντά πως θεωρεί ότι υπάρχουν αντιφατικές αποφάσεις σε παρόμοιες υποθέσεις των οποίων τα γεγονότα δεν παρουσιάζουν ουσιώδεις διαφορές. Παράλληλα, θεωρούν πως υπάρχει αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην έκδοση δικαστικών αποφάσεων. Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, δεν προκαλεί εντύπωση που το 80,3% των δικηγόρων τάσσεται υπέρ στο ενδεχόμενο οι δικαστές να έχουν βοηθούς έρευνας.

Αξιοπρόσεκτο είναι και το εύρημα πως το 55,7% των ερωτηθέντων δικηγόρων απάντησε ότι οι δικηγόροι φέρουν σημαντικό μερίδιο για την κατά καιρούς απαξίωση του συστήματος δικαιοσύνης από τους πολίτες. 

Στο Ανώτατο Δικαστήριο λόγω αμφισβήτησης

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, δεν είναι τυχαίο που το 62,3% των ερωτηθέντων θεωρεί πως οι καταχωρήσεις διαδικασιών ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου οφείλονται κατά κύριο λόγο στην ποιότητα των πρωτόδικων αποφάσεων. Σημαντικό επίσης το ποσοστό των δικηγόρων που απάντησε πως οι διαδικασίες στο Ανώτατο προχωρούν μετά από πίεση/επιθυμία των πελατών, αλλά και όσων θεωρούν πως αποτελεί το αποτέλεσμα της επιδίωξης των δικηγόρων για μεγαλύτερο οικονομικό όφελος. Σημαντικό ποσοστό των ερωτηθέντων θεωρεί επίσης πως οι προσφυγές στο Ανώτατο οφείλονται σε λανθασμένη αξιολόγηση από τους ίδιους τους δικηγόρους. 

Σύμφωνα με τον δρα Νικόλα Κυριακίδη, συνδιευθυντή της Μονάδας Δικονομικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και εκ των πρωτεργατών της έρευνας, τα ευρήματα καταδεικνύουν πως υπάρχουν σημαντικά ζητήματα τα οποία χρήζουν συζήτησης και βελτίωσης. «Είναι γι’ αυτό τον λόγο που την περασμένη Τετάρτη, ως Μονάδα Δικονομικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Παν. Λευκωσίας οργανώσαμε το Συμπόσιο ‘‘Η Κυπριακή Πολιτική Δικαιοσύνη: Εισηγήσεις και Δράσεις’’». Θέλουμε να αποτελεί ένα ετήσιο γεγονός στο οποίο εκπρόσωποι των τριών εξουσιών αλλά και νομικοί από όλο τον κόσμο θα μπορούν ανταλλάξουν απόψεις για σημαντικά ζητήματα που τους προβληματίζουν». 

Καλή η συμπεριφορά των δικαστών

Πολύ καλύτερα αξιολογούν οι δικηγόροι τους δικαστές όσον αφορά τη συμπεριφορά τους απέναντί τους και γενικά εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, το 40,1% απάντησε πως τις περισσότερες φορές υπάρχει σεβασμός και 41,9% απάντησε «Μέτρια». Το ποσοστό που έδωσε αρνητική απάντηση ήταν ιδιαίτερα χαμηλό. Παρόμοια είναι και η άποψη σε σχέση με τον σεβασμό που επιδεικνύουν οι δικαστές έναντι των πολιτών που εμφανίζονται ως διάδικοι ή μάρτυρες, με το 45,8% να απαντά «τις περισσότερες φορές ναι» και το 33,9% «Μέτρια». 

Επίσης, η μεγάλη πλειοψηφία των δικηγόρων απάντησε πως ποτέ ή σπάνια τους έχει προσβάλει δικαστής είτε κατά την εμφάνισή τους είτε ενώπιον πελατών τους. Πάντως, το 58,8% των δικηγόρων δεν γνωρίζει πού να απευθυνθεί για να υποβάλουν παράπονο, σε περίπτωση που αντιμετωπίσουν πρόβλημα με συγκεκριμένο δικαστή, απάντηση ενδεικτική των κενών που φαίνεται να υπάρχουν στις σχετικές διαδικασίες και ενημέρωση. Αξίζει να σημειωθεί πως στην Κύπρο υπάρχει σχετικός Οδηγός Δικαστικής Συμπεριφοράς, ο οποίος εμπεριέχει βασικές κατευθυντήριες αρχές δικαστικής συμπεριφοράς με στόχο την ενίσχυση της δικαστικής ακεραιότητας.