Βαρύτατη ήταν η ποινή σε 51χρονο θείο όπως βαριά κι ασήκωτα ήταν τα αδικήματα που διέπραξε. Καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση για τα αίσχη στα δύο ανιψάκια του.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας έκρινε μετά από ακροαματική διαδικασία ένοχο τον θείο, σε έξι κατηγορίες για τη σεξουαλική κακοποίηση των ανήλικων παιδιών της ετεροθαλούς αδελφής του, τα οποία έσπασαν τη σιωπή τους, 24 χρόνια μετά τη διάπραξη των αδικημάτων.
Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως εκτέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου, ο πρώτος παραπονούμενος, κατά το 1995, από ηλικία 9 ετών, διέμενε κατά διάφορα Σαββατοκυρίακα στο εξοχικό σπίτι του παππού του, στο ίδιο υπνοδωμάτιο με τον κατηγορούμενο.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Με αυξητικές τάσεις η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών
Υπό τις περιστάσεις που περιέγραψε στη μαρτυρία του, έπεσε θύμα των αρρωστημένων ορέξεων του θείου του, ωστόσο, ουδέποτε αποκάλυψε τα όσα βίωσε, παρά μόνο μετά παρέλευση πολλών χρόνων. Περί το έτος 2010, εξ αφορμής πληροφόρησης επίθεσης του κατηγορουμένου στη μητέρα του, ο 35χρονος σήμερα, δεν άντεξε και αποκάλυψε την κακοποίηση που είχε υποστεί στα μέλη της οικογένειάς του, ζητώντας τους να μην πουν οτιδήποτε. Από την πλευρά του, ο αδελφός του, συνήθιζε να διαμένει στο σπίτι της γιαγιάς του στη Λευκωσία, όπου διέμενε και ο κατηγορούμενος, κατά τα Σαββατοκυρίακα, σε ξεχωριστό δωμάτιο, με τον αδελφό του. Από τον Σεπτέμβριο του έτους 2006 μέχρι το έτος 2009, επίσης έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον 51χρονο, χωρίς όμως να αποκαλύπτει ούτε αυτός οτιδήποτε, παρά μόνο το έτος 2015 περίπου, όταν αποκάλυψε την κακοποίηση την οποία είχε υποστεί, σε συμμαθητή και φίλο του.
Τον Αύγουστο του 2018, αποκάλυψε την κακοποίηση, χωρίς λεπτομέρειες, στη μητέρα και αδελφό του, ενώ συνεπεία της κακοποίησής του από τον κατηγορούμενο, υπέστη σοβαρή αγχώδη διαταραχή και σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις επιχείρησε, ανεπιτυχώς, να θέσει τέρμα στη ζωή του. Τα δύο αδέλφια αποφάσισαν να προβούν σε καταγγελία του κατηγορουμένου στην Αστυνομία, τον Ιανουάριο του 2019.
Στην απόφασή του το Κακουργιοδικείο τόνισε πως αδικήματα σεξουαλικής φύσης, από μόνα τους, προκαλούν απέχθεια και αποτροπιασμό, υποδεικνύοντας πως «στις περιπτώσεις, όμως, στις οποίες παραβιάζονται φυσικοί, ηθικοί και κοινωνικοί κανόνες και που θύμα είναι ανήλικο πρόσωπο, τα πιο πάνω συναισθήματα επαυξάνονται στον μέγιστο βαθμό». Ήταν διαπίστωση του Κακουργιοδικείου, ότι δυστυχώς τα αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών βρίσκονται, τελευταία, σε έξαρση, παρά τις αυστηρές ποινές που επιβάλλονται από τα δικαστήρια, τονίζοντας πως το στοιχείο αυτό επίσης καταδεικνύει την ανάγκη για επιβολή ακόμη πιο αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών. Το δικαστήριο υπέδειξε ότι ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος την απόλυτη αγάπη και εμπιστοσύνη των παραπονούμενων αδελφότεκνων του, «προέβη σε εμετικές πράξεις που μόνο απέχθεια και αποτροπιασμό προκαλούν σε κάθε νουνεχή άνθρωπο».
Λήφθηκε, επίσης, υπόψη η συγγενική σχέση του κατηγορούμενου με τα δύο θύματα, καθώς επίσης η μεγάλη διαφορά στην ηλικία, ενώ αναφορικά με τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, το δικαστήριο τόνισε ότι οι πράξεις του κατηγορούμενου, ιδιαίτερα έναντι του δεύτερου θύματος, «περιείχαν έντονα το στοιχείο βιαιότητας, με δέσιμο των χεριών σε πολλές περιπτώσεις, κάλυψη των ματιών και γενικά φυσικής βιαιότητας». Όπως αναφέρεται στην απόφαση, «επρόκειτο για επαναλαμβανόμενους σεξουαλικούς εξευτελισμούς, καλά προσχεδιασμένους και τελούμενους επί ενός παιδιού της τρυφερής ηλικίας των 6-9 ετών».