Στον αγώνα για δικαίωση, φαντάζει θεωρητικά ως το «δύσκολο κομμάτι» η δικαστική διαδικασία. Και όμως, η κυπριακή Διοίκηση, έχει καταφέρει να ανατρέψει αυτή τη θεωρία, καθιστώντας την όποια διαδικασία ενώπιον της ακόμη πιο δύσκολη και από τις «μάχες» που δίνονται καθημερινά ενώπιον του Δικαστηρίου. 
Η κυρία Μ. Δημοσθένους, 65 ετών σήμερα και καθαρίστρια στο επάγγελμα, λάμβανε από το 2006 σύνταξη ανικανότητας από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΤΚΑ) λόγω πολλαπλών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε (χρόνια οσφυαλγία, εκφύλιση της σπονδυλικής στήλης, οστεοαρθρίτιδα αμφοτέρων των γονάτων, μεγαλοκαρδία και ρήξη περιφερικά του μακρού πελματικού, κ.τ.λ.). Η σύνταξη της τερματίστηκε το 2012 βάσει γνωμάτευσης Ιατρικού Συμβουλίου ότι δεν ήταν πλέον ανίκανη για άσκηση του επαγγέλματος της. Μετά από πληθώρα αιτήσεων επί αιτήσεων και απόρριψης των εκάστοτε αιτημάτων της για επανεξέταση του θέματος της, η κ. Δημοσθένους οδηγήθηκε στο Διοικητικό Δικαστήριο. Η Διοίκηση όμως συνέχισε να προβάλλει προσκόμματα ακόμα και μεσούσης της δικαστικής διαδικασίας αφού ανακάλεσε τρεις (3) φορές την απόφαση της, λόγω κακών συνθέσεων των Ιατροσυμβουλίων της (Πρωτοβάθμιου και Δευτεροβάθμιου). Ασφαλώς, η κ. Δημοσθένους, αναγκαζόταν κάθε φορά να αποσύρει την εκάστοτε καταχωρισθείσα προσφυγή της με έξοδα εναντίον της Δημοκρατίας και να προχωρεί με νέες προσφυγές μετά τις εκάστοτε ανακλήσεις. Οδηγήθηκε, λοιπόν, κάποια στιγμή το 2016 σε επιτυχή για την ίδια απόφαση και ως θα ήταν άλλωστε και το λογικό, η ίδια θεώρησε ότι ο γολγοθάς της έλαβε τέλος και επιτέλους θα λάμβανε τη σύνταξη που δικαίως επιζητούσε.
Όπως, όμως, έχουμε ήδη αναφέρει και στο προοίμιο του παρόντος άρθρου, η Διοίκηση έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα τόσο δυσπρόσιτο περιβάλλον, που κάποιες φορές οι δικαστικές διαδικασίες είναι ίσως λιγότερο χρονοβόρες (ιδιαίτερα στη συγκεκριμένη περίπτωση που επιτύχαμε σύντομη εκδίκαση) από ότι είναι οι ενώπιόν της διαδικασίες.
Ακόμη λοιπόν και με μία ακυρωτική απόφαση στα χέρια μας χρειάστηκε να ασκηθούν πολλαπλές πιέσεις προς το αρμόδιο τμήμα του υπουργείου Εργασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για να πράξει το αυτονόητο: Να επανεξετάσει την απόφαση του υπό το φως των λεχθέντων της ακυρωτικής απόφασης! Η εν λόγω επανεξέταση έλαβε τελικώς χώρα 6 μήνες μετέπειτα με απορριπτικό για την κ. Δημοσθένους αποτέλεσμα. Τι και αν το Διοικητικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το ιστορικό της και τα πολλαπλά προβλήματα υγείας της (που ολοένα και αυξάνονταν) θα έπρεπε να εξεταστούν σε συνάρτηση με την ηλικία της και τη φύση της εργασίας της, έτσι ώστε να αιτιολογηθεί με πληρότητα και σαφήνεια η κατάληξη της Διοίκησης ως προς την ικανότητα της για εργασία και διαφοροποίηση από την εκτίμηση του θεράποντα ιατρού της ο οποίος διαπίστωσε επιδείνωση στην πορεία της ασθενείας της. Ουδόλως «ίδρωσε το αφτί» του υπουργείου, αφού εξέδωσε την ίδια ακριβώς απόφαση, χωρίς καμία πραγματική επανεξέταση. Τουναντίον, επρόκειτο για μια «υποτυπώδη» επανεξέταση στην βάση μίας «κατά παραγγελία» ιατρικής έκθεσης του Ιατροσυμβουλίου στην οποία εντοπίζονταν λεκτικές και μόνο προσθήκες σε μία προσπάθεια «φαινομενικής» και μόνο συμμόρφωσης με την ακυρωτική απόφαση.  
Η εκ νέου προσφυγή της κ. Δημοσθένους οδήγησε σε μία δεύτερη ακυρωτική απόφαση, με την Έντιμη Δικαστή Ευσταθίου – Νικολετοπούλου να διαπιστώνει παραβίαση του δεδικασμένου και σε συνάφεια, πλημμελή διερεύνηση όλων των ουσιωδών δεδομένων που αφορούν την περίπτωση της κ. Δημοσθένους αλλά και ζήτημα ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Παράδοξη και απαράδεκτη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η παραβίαση του ακυρωτικού δεδικασμένου σε ένα ευρωπαϊκό κράτος, το οποίο θέλει να χαρακτηρίζεται ως κράτος δικαίου, όταν ακόμα και μετά τις ακυρωτικές αποφάσεις προσπαθεί να ξεγελάσει τον ίδιο του τον εαυτό, αφού υπεκφεύγει των υποχρεώσεων του για αποκατάσταση της νομιμότητας, εμμένοντας στις, ήδη κριθείσες ως παράνομες, αποφάσεις του.  
Παραπέμπουμε στην παλαιότατη αλλά διαχρονική και εύστοχη ανάλυση του Βάσσου Ρώτη* το οποίο είναι ενδεικτικό της απόγνωσης που δημιουργείται στον διοικούμενο από παρόμοιες δεσποτικές ενέργειες της Διοίκησης, η οποία αποφεύγει να συμμορφωθεί με τα αποφασισθέντα σε ακυρωτική απόφαση: «…την αίτηση ακυρώσεως, ύστατο και σίγουρο καταφύγιο στο Κράτος Δικαίου των αδικουμένων από την Διοίκηση, την υποσκάπτει ανεπανόρθωτα η δυστροπία της Διοικήσεως (…) να συμμορφωθεί στα αποφασισθέντα. Δυστροπία που κρύβει έναν επικίνδυνο δεσποτισμό της Διοικήσεως, ασυμβίβαστο προς κάθε έννοια νομιμότητας και κράτους Δικαίου. Στην περίπτωση αυτή διαπιστώνεται, (…) η έλλειψη αποτελεσματικότητας της ακυρώσεως. Έλλειψη η οποία δεν οδηγεί μόνο σε αδιέξοδο και σε απόγνωση στους διοικούμενους, δημιουργεί σ’ ευρείς κύκλους της κοινής γνώμης εκτιμήσεις και πεποιθήσεις διαλυτικές που εξασθενίζουν την επιρροή και φθείρουν το κύρος και το γόητρο της Διοικητικής Δικαιοσύνης». 
Η  υπόθεση της κ. Δημοσθένους δεν είναι ασφαλώς η μοναδική… Συνιστά απλώς επιπλέον μία περίπτωση εκ των φαινομένων ανομίας, αυθαιρεσίας και περιφρόνησης των ακυρωτικών αποφάσεων του Δικαστηρίου. Πρόκειται, παράλληλα, για μία εξόφθαλμη περίπτωση διασπάθισης δημόσιου χρήματος η οποία έχει ήδη κοστίσει μερικές χιλιάδες ευρώ στους φορολογούμενους πολίτες** και αναμένεται να κοστίσει και άλλο δημόσιο χρήμα. 
Κλείνοντας επισημαίνουμε ότι, δυστυχώς, τα ως άνω μας θέτουν ενώπιον της θλιβερής πραγματικότητας, ότι ως κράτος αποτυγχάνουμε παταγωδώς στην πραγματική δικαίωση των αδικημένων, που ακόμα και μετά από μια δικαστική απόφαση και δικαίωση εντός των δικαστικών αιθουσών, η μάχη εκτός αυτών είναι συχνά πολύ μεγαλύτερη και δυσχερέστερη…
* Στον Τιμητικό Τόμο του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929-1979,
**Με τις απανωτές ανακλήσεις (3 στον αριθμό) και την επιδίκαση δικηγορικών εξόδων εναντίον της Δημοκρατίας, αλλά και τις δύο ακυρωτικές αποφάσεις με επιδικασθέντα έξοδα και πάλι εναντίον της Δημοκρατίας.

Η κ. Ρήγα είναι Δικηγόρος / Senior Associate και η κ. Δημητριάδου – ασκούμενη Δικηγόρος, στο Δικαστηριακό Τμήμα, στην ELIAS NEOCLEOUS & Co LCC, Γραφείο Λευκωσίας.