Ο κίνδυνος προσάρτησης των κατεχομένων από την Τουρκία είναι πάντα ορατός, ιδιαίτερα εάν λάβουμε υπόψη τις τάσεις μιας «ντε φάκτο προσάρτησης» που ενισχύονται σε περιόδους διαπραγματευτικού κενού, υποδεικνύει ο Λέκτορας, στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, Νίκος Μούδουρος.

Σχολιάζει το αποτέλεσμα των παράνομων εκλογών της περασμένης Κυριακής στα κατεχόμενα και τους κύριους άξονες οι οποίοι καθόρισαν το αποτέλεσμα και καταγράφει τις εκτιμήσεις του για το μέλλον των Τουρκοκυπρίων σε σχέση με τις πολιτικές της σημερινής τουρκικής κυβέρνησης. Όπως εξηγεί, εδώ και κάποια χρόνια η κυβέρνηση της Τουρκίας δείχνει με διάφορους τρόπους ότι δεν επιθυμεί την ενίσχυση των Τουρκοκυπρίων ως πολιτικό δρώντα. Αναφέρεται στον κίνδυνο από την πιθανότητα ριζικής ανατροπής των κοινωνικών ισορροπιών επί του εδάφους, κάτι που θα φέρει τις δομές εξουσίας της Τουρκίας με πιο άμεσο τρόπο εντός της Κύπρου. Αντίθετα, όπως αναφέρει, η ενίσχυση των δυνάμεων της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης είναι την ίδια στιγμή και ένα μικρό ρήγμα στη γεωπολιτική ταυτότητα που θέλει να δώσει η Άγκυρα στον κυπριακό χώρο.   

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ενόχληση Τατάρ για ενίσχυση της ΕΦ

– Ποια ανάγνωση κάνετε του αποτελέσματος των «εκλογών» της περασμένης Κυριακής στα κατεχόμενα; Τι σημαίνει; 

– Το αποτέλεσμα των «εκλογών» επηρεάστηκε όπως ήταν φυσιολογικό από τη γενικότερη πολιτική και οικονομική αποσταθεροποίηση των τελευταίων δύο χρόνων τουλάχιστον. Επηρεάστηκε επίσης από το νέο πλαίσιο που επιβάλλει η Τουρκία σε ό,τι αφορά στη διαχείριση των κατεχομένων. Λαμβάνοντας υπόψη το προαναφερθέν πολυσύνθετο υπόβαθρο των «εκλογών», μπορούμε να διαχωρίσουμε το αποτέλεσμα σε τρεις μεγάλους άξονες που δεν αποτελούν φυσικά τους μοναδικούς.

Ο πρώτος είναι η ισχυρή οργανωτική κατάσταση του Κόμματος Εθνικής Ενότητας και η ολοκληρωτική σχεδόν ταύτιση του με τις δομές εξουσίας. Σε συνθήκες χάους και κρίσης, ο συντηρητισμός του μεγάλου κόμματος της τουρκοκυπριακής δεξιάς εκφράστηκε περισσότερο με την προώθηση του διλήμματος «σταθερότητα ή αλλαγή». Τα αρνητικά ένστικτα ενός μεγάλου τμήματος της κοινότητας που επικεντρώνονται στην καθημερινή επιβίωση μέσα από τη νομή της εξουσίας, φαίνεται ότι λειτούργησαν προς την αναπαραγωγή της «σταθερότητας» παρά μιας «άγνωστης αλλαγής». Παράλληλα, το συγκεκριμένο κόμμα επιδίωξε να παρουσιαστεί ως ο πιο αξιόπιστος εταίρος της Άγκυρας και να διευρύνει την επιρροή του όχι τόσο στην τουρκοκυπριακή δεξιά, αλλά πολύ περισσότερο στη δεξιά ενός τμήματος του πληθυσμού των εποίκων. Ο δεύτερος άξονας είναι η σταθεροποίηση υψηλών ποσοστών αποχής, η οποία μέχρι πρόσφατα δεν ήταν χαρακτηριστικό της πολιτικοποίησης των Τουρκοκυπρίων.

Μέσα σε διάστημα μιας δεκαετίας, το ποσοστό προσέλευσης στις κάλπες μειώθηκε από ποσοστά άνω του 80%-85% σε ποσοστό της τάξης του 58%. Ωστόσο, μια σημαντική διάσταση της αποχής, είναι η ταυτόχρονη έκφραση δύο ανταγωνιστικών κοινωνικών τάσεων. Από τη μια πλευρά, μεγάλα τμήματα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας αποξενώνονται από τη δομή της διχοτόμησης ή δεν επιθυμούν να είναι ενεργό μέρος της συγκεκριμένης πολιτικής διαδικασίας. Από την άλλη όμως εντείνεται η πολιτικοποίηση του ζητήματος της κάλπης για ένα μέρος των εποίκων. Η δεύτερη συνεχόμενη επιτυχία του Κόμματος της Αναγέννησης να εισέλθει στη «βουλή», αλλά πολύ περισσότερο ο εντεινόμενος πολιτικός του λόγος γύρω από τα ζητήματα της πολιτισμικής ταυτότητας των εποίκων και των εμπειριών περιθωριοποίησης τους από τους Τουρκοκύπριους, είναι δεδομένα που αξίζουν προσοχής. Εάν σταθεροποιηθεί η τάση απομάκρυνσης των Τουρκοκυπρίων από την πολιτική ζωή και ενισχυθεί ο πολιτικός ρόλος της δεξιάς ανάμεσα στους έποικους, τότε μελλοντικά θα υπάρξουν σοβαρές ανατροπές των κοινωνικών και πολιτικών ισορροπιών. Τέλος, ο τρίτος άξονας είναι η αξιοσημείωτη άνοδος των ποσοστών του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος, η οποία φαίνεται να οδηγεί στη σταθεροποίηση δύο πόλων εξουσίας και ενός ιδιότυπου δικομματισμού. Η εξέλιξη αυτού του άξονα όμως θα εξαρτηθεί από την πορεία όλων των συνιστωσών της τουρκοκυπριακής αριστεράς. 

– Την προηγούμενη βδομάδα, ο Οζντίλ Ναμί δήλωσε στον «Φ» ότι τα κύρια κριτήρια «ψήφου», ήταν η Οικονομία και το Κυπριακό. Ανέφερε ακόμα ότι επικρατεί η αίσθηση στην τουρκοκυπριακή κοινότητα ότι τη δεδομένη στιγμή δεν υπάρχει η προοπτική της λύσης και αυτό επηρεάζει και τις επιλογές των Τουρκοκυπρίων. Ποια η άποψή σας;

– Η οικονομία και οι επιπτώσεις της κρίσης που εισάγεται από την Τουρκία σε συνδυασμό με τα προβλήματα επιβίωσης που προκαλεί η πανδημία, σαφέστατα ήταν καθοριστικά στο τελικό αποτέλεσμα. Σε σχέση με το Κυπριακό, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Ως ζήτημα συνομιλιών και ως θέμα εξελίξεων στον διεθνή χώρο, το Κυπριακό δεν αποτέλεσε σχεδόν καθόλου αντικείμενο συζητήσεων. Αυτό επηρέασε αρνητικά τις δυνάμεις που στηρίζουν την ομοσπονδιακή λύση. Γιατί η απουσία εξελίξεων εμπόδισε αυτά τα κόμματα από του να προωθήσουν στον δημόσιο χώρο ένα εναλλακτικό πρόγραμμα συνολικής αλλαγής. Δηλαδή ένα πρόγραμμα που να ενοποιεί την καθημερινή υπόσταση των Τουρκοκυπρίων με το μέλλον τους ως κυπριακή κοινότητα. Το Κυπριακό βρίσκεται στον πυρήνα της κοινωνικοοικονομικής εξέλιξης της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, η μη επίλυση του είναι η βάση που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα των ανθρώπων. Επομένως η παρουσία διπλωματικών και πολιτικών εξελίξεων βοηθά ιδιαίτερα τα κόμματα που στηρίζουν την ιδέα της επανένωσης στη συγκρότηση πιο ολοκληρωμένων πολιτικών προγραμμάτων με απτή την ένδειξη του πώς θα είναι η κοινωνική εξέλιξη της κοινότητας με την ενσωμάτωση της στη διεθνή νομιμότητα. Αντίθετα, όσο απουσιάζουν οι εξελίξεις το πρόβλημα μετατρέπεται αποκλειστικά και μόνο σε ζήτημα καλύτερης διαχείρισης της «ΤΔΒΚ» και επομένως ζήτημα διαχείρισης του προϋπολογισμού της Τουρκίας. Αυτό είναι και το σημείο που σε συνδυασμό με την κρισιακή κατάσταση ευνόησε τον μηχανισμό εξουσίας του Κόμματος Εθνικής Ενότητας. Άρα, όντως η συνέχιση της διχοτόμησης και η μεταμόρφωσή της εξαιτίας του αποικιοκρατικού τρόπου που ενεργεί η Άγκυρα, βρίσκεται στο επίκεντρο της κοινωνίας. Εκείνο που απουσίασε από την προεκλογική, ίσως για πρώτη φορά τόσο έντονα, ήταν η αντιπαράθεση για τα ζητήματα που συνήθως προκύπτουν από τις διαπραγματεύσεις.    

– Πώς βλέπετε το αύριο της τουρκοκυπριακής κοινότητας στη νέα κατάσταση πραγμάτων που δημιουργείται; Ο κίνδυνος της προσάρτησης είναι για πολλούς πλέον πιο ορατός από ποτέ. Εσάς ποια είναι η εκτίμησή σας; 

– Ο κίνδυνος της προσάρτησης είναι για πολλούς ορατός, ως αποτέλεσμα του ότι διάφοροι κύκλοι εξουσίας της Τουρκίας επαναφέρουν αυτή την πιθανότητα πιο έντονα σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Είναι γεγονός ότι η προσάρτηση των κατεχομένων παραμένει θέμα που επηρεάζεται σαφώς από διεθνείς και περιφερειακές ισορροπίες που με τη σειρά τους αναδιαμορφώνουν το πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Επηρεάζεται την ίδια στιγμή από τις πολιτικές ισορροπίες στην Τουρκία, αλλά και στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Επομένως θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ο κίνδυνος υπάρχει, ιδιαίτερα εάν λάβουμε υπόψη τις τάσεις μιας «ντε φάκτο προσάρτησης» που ενισχύονται σε περιόδους διαπραγματευτικού κενού. Εδώ και κάποια χρόνια η κυβέρνηση της Τουρκίας δείχνει με διάφορους τρόπους ότι δεν επιθυμεί την ενίσχυση των Τουρκοκυπρίων ως πολιτικό δρώντα. Αμφισβητεί ακόμα πιο έντονα την προοπτική καταξίωσης της κοινότητας ως υποκείμενο της ίδιας της κυπριακής ιστορίας. Πολλά τμήματα της κοινότητας αντιμετωπίζονται πλέον ως «ξένα στοιχεία», εν δυνάμει προδοτικά. Για παράδειγμα οι πολιτικές εκφράσεις της κοσμικότητας και των κυπριακών τους χαρακτηριστικών, γίνονται αφορμές για να επιβληθούν πολιτικές που παραπέμπουν στην καταστολή ενός «εσωτερικού εχθρού». Υπό αυτή την έννοια η μη επίλυση του Κυπριακού ανοίγει δύο αρνητικές δυναμικές. Τη δυναμική της αποδυνάμωσης των Τουρκοκυπρίων ως μια αυτόνομη πολιτική οντότητα που διαθέτει τις δικές της ιδιαίτερες διαιρέσεις και αντιπαραθέσεις. Τη δυναμική της «αντικατάστασης» της τουρκοκυπριακής πολιτικής ύπαρξης, με μια «τουρκικών προσανατολισμών» όμως των συγκεκριμένων που επιδιώκει η σημερινή εξουσία στην Άγκυρα. Ο κίνδυνος λοιπόν βρίσκεται και στην πιθανότητα ριζικής ανατροπής των κοινωνικών ισορροπιών επί του εδάφους, κάτι που θα φέρει τις δομές εξουσίας της Τουρκίας με πιο άμεσο τρόπο εντός της Κύπρου. Αντίθετα, η ενίσχυση των δυνάμεων της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης είναι την ίδια στιγμή και ένα μικρό ρήγμα στη γεωπολιτική ταυτότητα που θέλει να δώσει η Άγκυρα στον κυπριακό χώρο.  

 – Το κίνημα της αποχής (μποϊκοτάζ) στα κατεχόμενα πώς το εξηγείτε; 

– Το κίνημα του μποϊκαταρίσματος των εκλογών, επιδίωξε να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά και ιδεολογικά στην αυξανόμενη αποξένωση των Τουρκοκυπρίων, αλλά και να πολιτικοποιήσει περισσότερο το ζήτημα της ανατροπής των ιεραρχικών σχέσεων της κοινότητας με την Τουρκία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μποϊκοτάρισμα πολιτικών διαδικασιών δεν είναι άγνωστο στο ρεπερτόριο του τουρκοκυπριακού κοινωνικού κινήματος, ιδιαίτερα μετά το 1974. Ωστόσο, στη σημερινή συγκυρία δεν κατάφερε να συγκεντρώσει διεθνές ενδιαφέρον, κάτι που έκανε για παράδειγμα τη δεκαετία του 1990. Όμως δεν παύει από του να είναι μια σημαντική πολιτική έκφραση που διεκδικεί με άλλους τρόπους πέραν του κοινοβουλευτισμού, τη ριζική αλλαγή των σχέσεων με την Τουρκία και την επέκταση της συνεργασίας με την Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Εκείνο που παραμένει ως ερωτηματικό είναι ο βαθμός επιρροής που είχε το κίνημα, αλλά και η γενικότερη αποχή στον σχηματισμό μιας «βουλής» με παρουσία 4 κομμάτων της δεξιάς. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα προκύψει μέσα από την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων όχι σε γενικό επίπεδο, αλλά σε τοπικό επίπεδο κάλπης. 

– Διαφάνηκε να υπήρχε παρέμβαση είτε στον ίδιο είτε σε μικρότερο βαθμό, όπως είδαμε να γίνεται με την αναμέτρηση για την ανάδειξη νέου Τουρκοκύπριου ηγέτη; 

– Εάν συγκριθεί η παρέμβαση στις πρόσφατες «βουλευτικές εκλογές» με αυτό που έγινε τον Οκτώβριο του 2020, εύκολα μπορεί κάποιος να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν μικρότερη σε μέγεθος και σαφέστατα πιο υποτονική. Ωστόσο, με διαφορετικούς τρόπους, όπως οι επισκέψεις επιτελείων κομμάτων της τουρκικής κυβέρνησης, παρέμβαση υπήρξε. Η διαφορά στην ένταση δεν είναι άσχετη με πολλά δεδομένα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει η κορύφωση των τουρκοκυπριακών αντιδράσεων και η ένταση με την οποία συζητείται πλέον το θέμα των σχέσεων της Τουρκίας με την κοινότητα.  

– Πώς βλέπετε να εξελίσσεται η κατάσταση στα κατεχόμενα σε σχέση και με την οικονομική κατάσταση στην Τουρκία και πόσο επηρεάζει την καθημερινότητα των Τουρκοκυπρίων; 

– Η σημερινή συγκυρία είναι εξαιρετικά σημαντική από πολλές απόψεις, γιατί θα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης της Τουρκίας. Το στοιχείο αυτό ανοίγει ένα νέο μεγάλο κεφάλαιο για την κατάσταση στα κατεχόμενα, τόσο από την άποψη της οικονομίας, όσο και από την άποψη του πολιτικού συστήματος. Ιστορικά η εμπειρία δείχνει ότι λόγω της κατοχής τα διαφορετικά μοντέλα ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Τουρκία – έστω και με χρονική καθυστέρηση– εφαρμόστηκαν και στα κατεχόμενα, αλλάζοντας σημαντικά τις κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες. Αυτή τη στιγμή έχει κορυφωθεί η προσπάθεια της κυβέρνησης Έρντογαν να επιφέρει αλλαγές στον τρόπο οικονομικής ανάπτυξης με βάρος στην εγχώρια μεταποιητική βιομηχανία και τις εξαγωγές. Αυτός ο προσανατολισμός προϋποθέτει την σταθεροποίηση φθηνού εργατικού δυναμικού, εντατικοποίηση του ελέγχου του εργατικού κινήματος, αλλά και μια ανανεωμένη κρατική παρέμβαση, ιδιαίτερα στους προσανατολισμούς των επενδύσεων του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα. Βεβαίως η ολοκλήρωση μιας τέτοιας πολιτικής εξαρτάται από πολλούς διεθνείς και τοπικούς παράγοντες, καθώς και από το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών στην Τουρκία. Στην περίπτωση όμως που όντως η κυβέρνηση Έρντογαν θα επιμένει σε μια αλλαγή αυτού του τύπου, τότε θα πρέπει να αναμένεται ότι παρόμοιες πιέσεις θα δεχτεί και η οικονομία των κατεχομένων. Εξαιρετικής σημασίας ζητήματα όπως το μέλλον του τουρκοκυπριακού συνδικαλιστικού κινήματος, του πλαισίου των εργασιακών σχέσεων, αλλά και του βαθμού άμεσης παρέμβασης της Άγκυρας στις οικονομικές δομές των κατεχομένων, είναι μερικά από αυτά που φανερώνουν το μέγεθος των συνεπειών.   

– Σε σχέση με το Κυπριακό θεωρείτε ότι το αποτέλεσμα επηρεάζει ή θα επηρεάσει την πορεία των πραγμάτων;  Όσον αφορά το Βαρώσι, ποια η εκτίμηση σας για την επόμενη μέρα; 

– Παρόλο που λόγω του κοινοβουλευτικού συστήματος που λειτουργεί στα κατεχόμενα θεσμικά δεν υπάρχει επιρροή στον Τουρκοκύπριο ηγέτη, εντούτοις η ισχυρή παρουσία της δεξιάς στην εκτελεστική εξουσία και στις «κοινοβουλευτικές ισορροπίες» δεν θα αφήσει ανεπηρέαστο το Κυπριακό. Ιδιαίτερα σε μια περίοδο ανυπαρξίας ουσιαστικών εξελίξεων. Ζητήματα όπως η εφαρμογή των οικονομικών πρωτοκόλλων που στην ουσία τους αφορούν σε ολόκληρη την κοινωνική δομή των κατεχομένων και εξαρτώνται από την πορεία της οικονομικής ενσωμάτωσης νευραλγικών τομέων στην Τουρκία, οι επόμενες εξελίξεις θα είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Επιπλέον τα ζητήματα των πολιτογραφήσεων και η αλλαγή που επιχειρείται στη δημογραφική αλλαγή, βρίσκονται στις αρμοδιότητες μιας πολιτικής ισορροπίας που δεν εκφράζει αντιρρήσεις, δεδομένης της παρουσίας 4 κομμάτων της δεξιάς. Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο μπορούν να ενταχθούν τα ανοιχτά ζητήματα του Βαρωσιού και γενικότερα του περιουσιακού. Στο Βαρώσι αυτή τη στιγμή βρίσκεται υπό εξέλιξη η δοκιμή ενός μοντέλου διακυβέρνησης με την απευθείας παρουσία κρατικών θεσμών της Τουρκίας ως επικεφαλής του μετασχηματισμού που επιδιώκεται. Πιθανή ολοκλήρωση αυτού του μοντέλου αναμένεται ότι θα επηρεάσει γενικά την κατεύθυνση που θέλει να επιβάλει η τουρκική κυβέρνηση. Τουλάχιστον μέχρι στιγμής οι πιθανότητες γέρνουν προς τον σχηματισμό μιας «κυβέρνησης» που έχει αποδεχτεί τον ευρύτερο σχεδιασμό της Άγκυρας για τα Βαρώσια. Κάτι παρόμοιο μπορεί να ισχύσει και συνολικά στο περιουσιακό. Μια από τις βασικές κατευθύνσεις του Κόμματος Εθνικής Ενότητας ήταν και παραμένει η αναζήτηση τρόπων «απελευθέρωσης» των ελληνοκυπριακών περιουσιών για νέες ιδιωτικές επενδύσεις. Συνεπώς η αναπαραγωγή του πελατειακού δικτύου συνδέεται και με την πολιτική οικονομία του περιουσιακού, το οποίο παραμένει θέμα στρατηγικής σημασίας για τη δομή της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Τέλος, η υπόγεια συζήτηση για την πιθανότητα υιοθέτησης του προεδρικού συστήματος είναι κάτι που επίσης επηρεάζεται από τις ισορροπίες που δημιούργησε το αποτέλεσμα των «βουλευτικών». Σε όλα τα προαναφερθέντα ζητήματα φυσικά, σημαντικό ρόλο στην αναδιαμόρφωση του ιδεολογικού πλαισίου θα έχει και το ισχυροποιημένο πλέον κόμμα της αντιπολίτευσης, δηλαδή το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα, αλλά και οι συμμαχίες που θα επιδιώξει σε μια σειρά θεμάτων.