Ο Χρυσόστομος Ρουσής, M.Ed., πρώην γυμνασιάρχης, καταγράφει ξένες λέξεις, που ακούμε και διαβάζουμε, για κατανόηση και σωστή χρήση.

Είναι σημαντικό να μιλάμε και να γράφουμε σωστά, γιατί η γλώσσα, περισσότερο από εργαλείο επικοινωνίας,  είναι και τρόπος σκέψης. «Μόνη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου» (Οδυσσέας Ελύτης). Kάθε ποιότητα γλώσσας είναι ποιότητα σκέψης και ποιότητα βίωσης του κόσμου. Το να προσέξω αυτό που λέω ή που γράφω (επιλογή των κατάλληλων λέξεων, σωστή έκφραση) σημαίνει να προσέξω τη σκέψη μου να τη διατυπώσω όσο γίνεται πιο καλά. (Γ. Μπαμπινιώτης, Λευκωσία 2020).
Αποφεύγουμε ξένες λέξεις και εκφράσεις, όταν υπάρχουν αντίστοιχες ελληνικές. Όμως, αρκετές λέξεις έχουν ενσωματωθεί στο λεξιλόγιο της Νεοελληνικής και δεν είναι πάντα εύκολο να τις αποφύγουμε. Ακολουθούν, κατά αλφαβητική σειρά, ξένες λέξεις, που ακούμε και διαβάζουμε, για κατανόηση και σωστή χρήση:
Ελίτ (γαλλική elite) = το καλύτερο τμήμα ενός συνόλου (κοινωνικά, οικονομικά ή πνευματικά) – «προσκάλεσαν την ελίτ της Πάφου» – Εμπάργκο = οικονομική απαγόρευση που επιβάλλεται από χώρα/χώρες σε άλλη – «επέβαλαν εμπάργκο όπλων».
Κάμερα (ιταλική camera) = εικονοσκόπιο, συσκευή που μετατρέπει την εικόνα σε ηλεκτρικό σήμα, η φωτογραφική μηχανή – «φορητή κάμερα» – «Πρόσεχε, σε παίρνει η κάμερα!» – «κάμερα παρακολούθησης» – Καμεραμάν (αγγλική cameraman) = εικονολήπτης, ο χειριστής κάμερας – «ο καμεραμάν αποτύπωσε το συμβάν».
Καμπάνια (ιταλική campagna) = εκστρατεία, οργανωμένη προσπάθεια ενημέρωσης – «άρχισε η προεκλογική καμπάνια» – Καπό (γαλλική capot, διεθνής όρος) = το μεταλλικό κάλυμμα που καλύπτει τη μηχανή του αυτοκινήτου.
Κάρμα (ινδουισμός, βουδισμός) (αγγλική karma) = η πεποίθηση ότι κάθε πράξη έχει και ανάλογη συνέπεια στο μέλλον – «η μοίρα, το πεπρωμένο» – Κλισέ (γαλλική cliché) = 1. (κυριολ.) μεταλλική ανάγλυφη πλάκα με την οποία αναπαράγεται ένα κείμενο, μια εικόνα 2.(μτφ.) κοινοτοπία, στερεότυπη έκφραση/συμπεριφορά – «τα κλισέ των πολιτικών για αξιοκρατία στην Κύπρο».
Καρτέλ (γερμανική kartell, 1879) = συμφωνία ανάμεσα σε επιχειρήσεις ή κράτη με σκοπό να περιορίσουν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και να ελέγξουν τις τιμές των προϊόντων τους «το καρτέλ των πετρελαιοπαραγωγών κρατών» – «ελληνικό καρτέλ γαλακτοβιομηχανιών». Κόμικ (αγγλ. comics) = σειρά από αστείες ιστορίες σε σχέδια, μορφή τέχνης με σκίτσα.
Κόμπλεξ (αγγλική complex) = αίσθημα κατωτερότητας και μειονεξίας (κομπλεξικός, κομπλάρω = αισθάνομαι αμηχανία). H λέξη περιέχει και έναν αρνητικό, υποτιμητικό τόνο: «είναι κομπλεξικό άτομο», για κάποιον που δεν μας αρέσει/ταιριάζει η συμπεριφορά του.
Κομφούζιο (αγγλική a fine mess) έλλειψη τάξης, μεγάλη σύγχυση, μπάχαλο, αναστάτωση, χαώδης κατάσταση – «στη συζήτηση επικράτησε κομφούζιο με φωνές και αντεγκλήσεις στο πειθαρχικό Συμβούλιο του κόμματος» – «μέσα στο κομφούζιο/στην αναμπουμπούλα κάποιοι πελάτες έφυγαν χωρίς να πληρώσουν».      

Βιβλιογραφικές πηγές
Αγγλοελληνικό Λεξικό Word Reference.com 
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό για το Σχολείο & το Γραφείο 
Λεξικό Τριανταφυλλίδη – Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα