Μπορεί να εισπράττονται πολλά εκατομμύρια από τη λειτουργία των σταθερών καμερών στους δρόμους αλλά το κράτος δεν διαθέτει χρήματα με σκοπό να προειδοποιεί αποτελεσματικά τους οδηγούς με κατάλληλες σημάνσεις. Μάλιστα, φόρτωσε τη συγκεκριμένη ευθύνη στους Δήμους δίνοντας τους ψίχουλα για τη συντήρηση δρόμων εκατοντάδων χιλιομέτρων, περιλαμβανομένων και των σημάνσεων στο οδικό δίκτυο.

Σήμερα η κατάσταση επιτόπου απλώς «δεν βλέπεται», προφανώς λόγω του γεγονότος ότι πάνω από στις σημάνσεις του οδοστρώματος καθημερινά περνούν χιλιάδες οχήματα, παρατηρείται αλλοίωση των γραμμών ή και αποκόλληση της βαφής και τελικά αποτελούν σημάνσεις μόνο κατ’ όνομα. Αυτό είναι σχεδόν βέβαιο ότι μπερδεύει τους οδηγούς και ειδικά όσοι υποχρεώνονται να σταματήσουν όταν ανάψει ο κόκκινος σηματοδότης δεν έχουν καθαρή εικόνα. Ακόμη πιο δύσκολη είναι η επί τόπου κατάσταση τα βράδια όταν το φως είναι περιορισμένο σε σχέση με το φως της ημέρας. Όσον αφορά τους οδηγούς που απλώς διέρχονται από τα φανάρια τροχαίας με τον σηματοδότη να εκπέμπει πράσινο φως, η σήμανση επί του οδοστρώματος έχει λιγότερη ή καθόλου σημασία, αφού πολλές φορές τα μάτια τους είναι καρφωμένα στο φανάρι και στην κάμερα παρά στο δρόμο.

Όταν ηγέρθη θέμα σήμανσης των δρόμων στα σημεία όπου υπάρχουν σταθερές κάμερες, το υπουργείο Μεταφορών ανταποκρίθηκε μέσω του Τμήματος Δημοσίων Έργων και όντως άρχισαν σχετικές εργασίες προ περίπου ενός έτους και συγκεκριμένα περί τις 21 Μαΐου 2024. 

Όπως είχε ανακοινωθεί επισήμως, είχαν αρχίσει «παγκύπρια, οι εργασίες χάραξης προειδοποιητικής οριζόντιας σήμανσης στο οδόστρωμα, και τοποθέτησης κάθετης σήμανσης με πινακίδες στις φωτοελεγχόμενες συμβολές και στα τμήματα δρόμων όπου έχει εγκατασταθεί σύστημα φωτοεπισήμανσης» (κάμερες).

Αναγνωρίζοντας τον ρόλο της σήμανσης, το υπουργείο Μεταφορών είχε εκδώσει ανακοίνωση στην οποία αναφερόταν, πως «στόχος είναι η αναβάθμιση και η ενίσχυση της υφιστάμενης σήμανσης για περαιτέρω ενημέρωση του κοινού». Διευκρινιζόταν, πάντως, ότι «η σήμανση έχει καθαρά προειδοποιητικό χαρακτήρα και δεν αναιρεί τη σήμανση οδοστρώματος, όπως αυτή καθορίζεται βάσει του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, π.χ. στις φωτοελεγχόμενες συμβολές, η γραμμή αλτ/στοπ που υποδεικνύει υποχρεωτικό σταμάτημα».

Για να διαπιστώσουμε τι συμβαίνει με τη σήμανση μεταβήκαμε σε τρία σημεία στη Λευκωσία όπου υπάρχει εγκατεστημένο σύστημα φωτοεπισήμανσης και συγκεκριμένα στη λεωφόρο Στροβόλου (πλησίον του υπουργείου Άμυνας), στη διασταύρωση Γρίβα Διγενή και Δημοσθένη Σεβέρη (φώτα HONDA) και στα φανάρια που βρίσκονται έξω από Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λευκωσίας (πρώην Λυκαβηττού) στη διασταύρωση των λεωφόρων Μακαρίου και Σπύρου Κυπριανού (πρώην Σάντα Ρόζα).

Όπως διαπιστώνει κανείς και από τις φωτογραφίες, η σήμανση πάσχει και στα τρία σημεία και μάλιστα, εκ του αποτελέσματος, φαίνεται πως η αλλοίωση επέρχεται μερικούς μήνες μετά την σήμανση, αν ληφθεί υπόψιν πως δεν πέρασε καν ένας χρόνος από τη σήμανση που έγινε στα πρώτα σημεία.

Λαμβάνοντας υπόψιν και το γεγονός ότι το ίδιο το υπουργείο Μεταφορών αναγνώρισε τη χρήση της σήμανσης στο οδόστρωμα, είναι εμφανές ότι η υφιστάμενη κατάσταση δεν εξυπηρετεί το σκοπό για τον οποίο προωθήθηκε η σχετική ρύθμιση. Όπως παρατηρούν και οδηγοί με τους οποίους μιλήσαμε, αυτό που συμβαίνει στην πράξη είναι, πολλοί να παρακαλούν να ανάψει κόκκινο φανάρι προτού πλησιάσουν, στην κάμερα, ώστε να είναι σίγουροι ότι θα περάσουν με πράσινο, όταν αυτό ανάψει. Παρατηρούν εξάλλου, ότι σε αρκετές περιπτώσεις αντί να μειώνονται οι ουρές αυξάνονται επειδή ο κάθε οδηγός κινείται πολλές φορές πιο αργά από όσο επιτρέπεται (ώστε να είναι σε ετοιμότητα) ενώ δεν λείπουν και οι αντεγκλήσεις μεταξύ οδηγών, κυρίως όταν ο προπορευόμενος κινείται έχοντας κατά νουν να αποφύγει ο ίδιος την καταγγελία και μετά «όποιον πάρει ο χάρος».

Ο διευθυντής της Ένωσης Δήμων κ. Μιχάλης Σωκράτους, με τον οποίο επικοινωνήσαμε, ανέφερε στον «Φ», ότι όντως με βάση τη νομοθεσία, η διαχείριση των δρόμων έχει ανατεθεί στην Τοπική Αυτοδιοίκηση αν και όπως παρατήρησε εκκρεμεί η κατανομή των κονδυλίων μεταξύ των Δήμων, κάτι το οποίο θα ξεκαθαρίσει στην πορεία.

Υπενθυμίζεται, πως αρχικά η Κυβέρνηση ανέθεσε στους Δήμους την ευθύνη συντήρησης των δρόμων με τη συνδρομή της να περιορίζεται στα €3 εκατ. ετησίως, για όλους τους δρόμους. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση της Ένωσης Δήμων και τελικά επήλθε συμφωνία για αύξηση του ποσού στα €15 εκατ. αλλά με αποδείξεις ως προς τις πραγματικές δαπάνες.

Όπως εξήγησε ο διευθυντής της Ένωσης Δήμων, θα αξιολογηθούν οι προτεραιότητες, αναλόγως της κατάστασης στο οδικό δίκτυο, και οι Δήμοι θα δράσουν αναλόγως. Αυτό παραπέμπει στο ότι οι σημάνσεις στα σημεία που βρίσκονται οι κάμερες, ίσως καθυστερήσουν.