Με αφορμή την υπόθεση της Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής και του σάλου που προκλήθηκε εξαιτίας του βιβλίου της κυπριακής συμμετοχής, ο αρχιτέκτονας Ζήνωνας Σιερεπεκλής προέβη σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Αυτούσιο το κείμενο πιο κάτω:

Αφορμή των επομένων είναι η ανάρτηση του φίλου Χαράλαμπου Χαραλάμπους, με την οποία, εκθειάζονται δύο κείμενα σχετικά με ένα παράπλευρο ζήτημα που προέκυψε από την πολιτική ντροπή στην Μπιενάλε. Παρά το ότι, μόλις, το ονόμασα παράπλευρο σπεύδω να δηλώσω πως η σημασία του ζητήματος αυτού είναι μεγαλύτερη του απαράδεχτου περιεχομένου του φυλλαδίου, το οποίο υπό την αιγίδα της ΚΔ διανεμήθηκε στο περίπτερο της, στη Βενετία. Τα κείμενα είναι, το ένα της Στέλλας Βοσκαρίδου και το άλλο του Μάριου Οικονομίδη. Αμφότερα διαπραγματεύονται το εκ του σκανδάλου προκύψαν μέγα ζήτημα, το ζήτημα της γλώσσας. Η δημόσια συζήτηση που ακολούθησε πιστοποιεί την προτεραιότητα.

Υπάρχει γλωσσικό ζήτημα; Βεβαίως υπάρχει και μάλιστα αποτελεί το ύψιστο πρόβλημα του διχοτομημένου μας προσώπου. Αυτό τσακίζει την ψυχή και το σθένος του ελληνισμού της Κύπρου. Το φοβερό πράγμα στην Κύπρο του σήμερα είναι αυτό: ότι είμαστε σπαρτοί. (Δανείζομαι την φράση του Σεφέρη από επιστολή του προς τον Γιώργο Θεοτοκά, μετά το δεύτερο του ταξίδι στο νησί).

Γράφει ο ποιητής:

«Τούτο με βασανίζει: υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400.000 ψυχές από την καλύτερη, την πιο ατόφια ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τους αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου. Σ’ αυτή την γωνιά της γης δουλεύει μια μηχανή που κάνει τους Ρωμιούς σπαρτούς -Κύπριους -όχι -Έλληνες, που κάνει τους ανθρώπους μπαστάρδους, με την εξαγορά και την απαθλίωση των συνειδήσεων, με τις κολακείες των αδυναμιών ή των συμφερόντων (το Κυπριακό ζήτημα είναι πριν απ’ όλα ζήτημα καλλιέργειας, ζήτημα «κουλτούρας» με την πλατύτερη έννοια που έχει λέξη), και ονομάζει την φυσιολογική παιδεία αυτών των ανθρώπων ”πολιτική προπαγάνδα”…»

Ο Σεφέρης βεβαίως αναφέρεται σε μια εποχή που η Κύπρος ήταν ακόμα κάτω από τον αποικιακό ζυγό και οι Εγγλέζοι επιχειρούσαν με κάθε μέσο τον αφελληνισμό του τόπου. Ήταν τα χρόνια που οι αποικιοκράτες άλλαξαν πολιτική και σε ότι αφορά την παιδεία σφίγγοντας τα μέτρα προς τον εξαγγλισμό. Ιδού ένα απόσπασμα από την αλληλογραφία ανάμεσα στην διοίκηση του νησιού και στο Foreign Office.

«Η παιδεία έχει κατά τη γνώμη μου ιδιαίτερη σημασία, θα έχουμε ίσως πολλά να κερδίσουμε από την παροχή ενός ιδρύματος πανεπιστημιακού επιπέδου, συνδεόμενου με τα δικά μας πανεπιστήμια, που θα βοηθούσε ώστε να αποκοπούν οι κύπριοι από την πολιτιστική έλξη της Αθήνας».

Πού να φαντάζοταν τότε, οι Βρετανοί αποικιοκράτες, πως εβδομήντα χρόνια μετά (και ύστερα από τον υπέροχο απελευθερωτικό αγώνα του 55-59, την ελληνική προδοσία και την τουρκική εισβολή-κατοχή) θα εμφανίζονταν στα ελληνικά πανεπιστήμια και στα κόμματα της Κ.Δ. σφηκοφωλιές όπου θα εκκολάπτονταν ο αφελληνισμός που εκείνοι δεν μπόρεσαν να πετύχουν.

Το ζήτημα υπάρχει, και είναι σοβαρό, άπτεται δε τόσο της γλώσσας όσο και της ταυτότητας, ζητήματα που διαπραγματεύονται οι προαναφερθέντες συντάκτες. Τι μεσολάβησε όμως ώστε πολλοί έλληνες της Κύπρου σήμερα να αισθάνονται σπαρτοί; Κύπριοι -και όχι- Έλληνες; Τι μας μετατρέπει σε λουλούδια θερμοκηπίου;

Ένα σημαντικό στοιχείο το οποίο προκύπτει από την δημόσια συζήτηση γύρω από το σκάνδαλο “Μπιενάλε” συνδέεται με την αποκάλυψη της ιδιοτέλειες και του ιδιωτικού συμφέροντος που κρύβουν όσοι νιώθουν θιγμένοι, επειδή χάλασε το υβριστικό σχέδιο που κατατέθηκε στο Βενετσιάνικο περίπτερο. Δεν είναι τυχαίο που όσοι θέλησαν δημόσια να υπερασπιστούν το αίσχος δεν βρήκαν ούτε λέξη να πουν για την επεκτατική τουρκική εισβολή, την συνεχιζόμενη κατοχή και την διαρκή απειλή της Τουρκίας να καταστήσει την Κύπρο βιλαέτι.

Όσοι, με πρόφαση την αοριστολογία και τις γενικότητες περί ελευθερίας λόγου και έκφρασης επιχειρούν να μεταθέσουν το ζήτημα στην σφαίρα του δικαιώματος του καλλιτέχνη, δεν κατανοούν τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη δημοκρατία και την ελευθερία.

Δύο είναι τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι επιχειρηματίες που απεργάζονται τον αφελληνισμό: η γλώσσα και το ιδεολόγημα. Γνωρίζουν οι εργολάβοι αυτό που σήμανε ο Κούντερα, ότι: Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος, είναι να διαγράψεις την μνήμη του. Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του.

Πως γίνεται αυτό; Διαφθείροντας την γλώσσα αφενός, (γιατί η γλώσσα είναι ο φορέας της μνήμης και της ιστορίας) και προβάλλοντας αφετέρου το εθνομηδενιστικό ιδεολόγημα ως προοδευτικό, μοντέρνο και φιλελεύθερο. Το αίσχος της Μπιενάλε αποτελεί μικρό μόνο δείγμα των τεκταινομένων. Εντούτοις είναι χαρακτηριστικό, για τούτο νομίζω έχει ξεσηκώσει πολλών ανθρώπων την συνείδηση. Και αυτό είναι ευχάριστο γιατί δείχνει πως η ρίζα ακόμα είναι γερή και κρατάει.

Γράφει η Σ. Βοσκαρίδου:

«Ο τόπος μας δεν σηκώνει άλλο διχασμό, μας έχουν κάνει κομματάκια… γίναμε θρύψαλα… Επήγει να συνεννοηθούμε. Δείτε, λοιπόν, αυτό το σχόλιο ως ένα αποτύπωμα μιας βαθιάς επιθυμίας. Της επιθυμίας ενός ομιλητή που αγαπά την γλώσσα και την παρακολουθεί να διευρύνεται και να πλουτίζει και όχι να φθίνει και να ασθμαίνει σαν ψάρι έξω από το νερό. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό οικοσύστημα που γέννησε και τις δύο εκδοχές της γλώσσας, ΚΝΕ και διαλέκτους. Όσοι ασχολούμαστε με τη γλώσσα, οφείλουμε να αναγνωρίζουμε τουλάχιστον την ύπαρξη αυτών των οικοσυστημάτων.»

Κάθε αναμέτρηση με την γλώσσα είναι αναμέτρηση με την ιστορία, με το συλλογικό συνειδέναι, με το πρόσωπο του καθενός μας. Δεν θα επαναλάβω εδώ τα καίρια λόγια της Στέλλας Βοσκαρίδου και του Μάριου Οικονομίδη. Διαβάστε τα και διαδώστε τα. Αξίζουν. Όσοι δε έχετε μια ηλικία, δείξατε τα και στα παιδιά σας. Θα τα φωτίσετε.

Λέει ο Μ. Οικονομίδης:

«Όμως, ο αυτοπροσδιορισμός της ταυτότητας ενός λαού δεν αποτελεί μόνο ζήτημα γλώσσας, αν και οι γλώσσες αποτελούν ίσως την πιο θεμελιώδη και ζούσα ουσία αυτού του προσδιορισμού. Είναι κυρίως ένα κληρονομημένο παλίμψηστο συλλογικής μνήμης και πεπρωμένου, ηθικών και αισθητικών αξιών, τα οποία εκφράζει, διαμορφώνει αλλά και διαμορφώνεται από αυτά, συνεχώς, η γλώσσα.»
Δεν υπάρχει πιο χυδαίο και αισχρό από την εργαλειοποίηση της γλώσσας.

Η αποκλειστική χρήση της κυπριακής διαλέκτου, ακόμα και στον προφορικό δημόσιο λόγο, για όλα τα θέματα, είναι επιτήδευση. Ισοδυναμεί με προπαγάνδα.

Ορισμένοι βέβαια, απροκάλυπτα την χρησιμοποιούν ως προπαγανδιστικό πολιτικό εργαλείο. Δεν κρύβουν τον εθνομηδενισμό τους. Κρύβουν όμως τον εθνικισμό τους. Το τερατώδες που ζητούν είναι η κατάργηση μιας εθνικής ταυτότητας τεσσάρων χιλιάδων χρόνων με μια νεόκοπη εθνική συνείδηση -του κυπραίου- που νοσταλγεί να ξαναφορέσει το φέσι.

Διότι η κατασκευή μιας νέας εθνικής ταυτότητας, υπό το καθεστώς μιας ισλαμοφασιστικής κατοχής και υπό τη πίεση της τρομολαγνείας εντός της οποίας έχουν αυτοπαγιδευτεί, το μόνο που θα πετύχει είναι να συντομεύσει τον δρόμο προς τον εκτουρκισμό τζιαι της πουποδά πλευράς (από τα δκυό κομμάθκια του νησιού, που η μόνη διαφορά τους ένει πως το κράτος ποδά εν αναγνωρισμένο, ενώ το ποτζιή εν ένει).

*Αρχιτέκτονας