Τα όσα τεκταίνονται τελευταία στον χώρο της Εκκλησίας, συνιστούν σίγουρα μια βαθιά πληγή στο Σώμα της, αλλά αφήνουν και για άλλη μια φορά σκανδαλισμένο το ποίμνιο.  Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Θεολόγων-ΟΕΛΜΕΚ και Εκπρόσωπος Τύπου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής κ. Χριστάκης Ευσταθίου, αποτολμά μια διείσδυση με αφορμή τα τελευταία γεγονότα και καταθέτει την προσωπική του άποψη. Αναδεικνύει καταστάσεις στη διάσταση αιτίων και αιτιατών που οδηγούν σε μια επικίνδυνη μορφή θρησκοληψίας, εμποτισμένης με το τοξικό μίγμα του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας, που εμφωλεύουν σε νοοτροπίες και στάσεις. Η διαπίστωσή του «ο Θεός να μας φωτίσει όλους», δίνει με νόημα ένα ξεχωριστό στίγμα για την θεώρηση πολλών πραγμάτων. Τα θέματα που προκύπτουν από το μείζον ζήτημα Τυχικού και οι προεκτάσεις τους, εστιάζουν στη συνέντευξη, με όλα τα παρεπόμενα αλλά και εκτρεπόμενα…

Ξέφυγαν τα διαδραματιζόμενα στην Εκκλησία της Κύπρου με την υπόθεση του επισκόπου Τυχικού. Οδηγείται η Εκκλησία σε σχίσμα ή έχουμε να κάνουμε με αίρεση;

Πρόκειται όντως για λυπηρές καταστάσεις, που βλέπουμε να εξελίσσονται, ως μη όφειλαν, ως τραύμα, όχι μόνο στον εκκλησιαστικό χώρο, αλλά και στην κοινωνία ευρύτερα. Βέβαια, για την Εκκλησία είναι φαινόμενα συνήθη στην ιστορική της πορεία και εκφράζουν ανθρώπινες αδυναμίες και πάθη, στοιχεία που όντως ενίοτε ξεφεύγουν, και πολύ χειρότερα σκανδαλίζουν. Δίνουν δείγματα εκτροπής από το πραγματικό ήθος και ύφος, από τον ευαγγελικό της λόγο, από τα στοιχεία από τα οποία εμφορείται ως Σώμα Χριστού, παρατεινόμενο στους αιώνες. Πόσο πράγματι απέχουν όλα αυτά που βιώνουμε από την πραγματική έννοια της Εκκλησίας, που σημαίνει ευαγγέλιο και ευαγγελισμό του κόσμου;

Είναι σε τέτοιες περιπτώσεις, που δίνεται η εντύπωση ότι από την πραγματικότητα της Εκκλησίας, στην Θεανθρώπινη διάστασή της, ως Κιβωτού σωτηρίας, που συνιστά υπέρβαση ακόμα και της θρησκείας, εκπίπτουμε, σε ελεύθερη πτώση, σε κατάντια μιας επικίνδυνης και άκρως τοξικής θρησκοληψίας. Πρόκειται για κατρακύλα, όχι βέβαια της Εκκλησίας, αλλά των ανθρώπων. Στο πλέγμα αυτής της οδυνηρής εκτροπής, μπορούμε να νιώθουμε έντονη την ανάγκη να παρακαλούμε τον Θεό να μας φωτίσει όλους… Και πραγματικά, το βαθύτερο νόημα-βίωμα της εορτής της Πεντηκοστής, ως φανέρωσης της Εκκλησίας στον κόσμο, έγκειται στο ότι με τα πάθη και τις αδυναμίες που ζώνουν από παντού και  που τόσο βαθιά εμφιλοχωρούν στο είναι μας, η θεία φώτιση είναι το μόνο σωτήριο που απομένει.

Δεν εκπίπτει η Εκκλησία, λέτε, μένει όμως  το κόστος;

Το Άγιο Πνεύμα, λοιπόν, είναι εκείνο, που “όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας”. Επομένως, δεν είναι η Εκκλησία που εκπίπτει, αφού θεμελιώνεται σε αιώνιους άξονες, ως Σώμα Χριστού, αλλά οι άνθρωποι με τα πάθη και τις αδυναμίες τους. Και όλα αυτά πάντοτε θα εκδηλώνονται και δεν θα λείψουν. Απουσιάζει απελπιστικά από τη ζωή μας η αρετή της ταπείνωσης και πρυτανεύει ένας καλπάζων εγωισμός, που σαν οδοστρωτήρας, σαρώνει και γκρεμίζει τα πάντα, σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας μας.  Ιδιαίτερα, όμως, σε εκκλησιαστικό-πνευματικό επίπεδο, αναπόφευκτα βιώνουμε όλο αυτό το συρφετό του παραλογισμού, όπως μαρτυρεί και το γεγονός που αναφέρεσαι, γιατί τόσο πολύ μας λείπει το αυθεντικό εκκλησιαστικό – πνευματικό φρόνημα, το αληθινό πνεύμα των πατέρων και της παράδοσης, το οποίο προ πολλού παραμένει καταζητούμενο… Έχουμε, δυστυχώς, παραδοθεί εν πολλοίς σε μια ανελέητη θρησκοληψία, η οποία μας εξωθεί να ενεργούμε – εν ονόματι μάλιστα της Ορθοδοξίας και της Πίστης – με τον πιο αντιεκκλησιαστικό τρόπο. Πολύ εύκολα η αγάπη του Χριστού για τον κόσμο – π.χ. βλέπε παραβολή Τελικής Κρίσης- και η πραγματικότητα της Εκκλησίας ως ευαγγελισμού των ανθρώπων, μετατρέπονται, υπό το ένδυμα της “υπερορθοδοξίας”, του φανατισμού, του μίσους και της μισαλλοδοξίας, σε αφήγημα μανιακής εξαποστολής του κόσμου στο “πυρ το εξώτερον”. Τολμούν μάλιστα κάποιοι να υποκαθιστούν ακόμα και τον Θεό ως Κριτή. Πού να υποψιάζονται οι καημένοι, βέβαια, ότι η κρίση του Θεού συμπίπτει με την αγάπη του. Εμφανίζουν ένα Θεό που μισά τον κόσμο, αντί να τον αγαπά. Όπως ακούγεται, χωρίς υποσημειώσεις.

Οι διαφωνούντες παρουσιάζονται ως οι κατέχοντες την πραγματική αλήθεια επικαλούμενοι και πατερικές γραφές…

Όσο για το πνεύμα των πατέρων, αλλά και τους κανόνες συνόδων κ.α., αυτά κι αν διαστρέφονται τόσο βάναυσα, ενίοτε μέσα από ένα άτσαλο ξεκάρφωμα και ξεχαρβάλωμα αναφορών, σε βαθμό που δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται περί φονικών οργάνων, παρά σωστικών μέσων. Σαν να και στήθηκαν για να στραγγαλίζουν, παρά για να σώζουν. Και η τάση να αναζητείται για κάθε περίπτωση χωρίο ή «συνταγή» ή ακόμα και κανόνας, είναι πέρα για πέρα αντιβιβλική και αντιπατερική.

Χρειάζεται σίγουρα μεγάλος αγώνας για να εγκολπωθούμε τα πνευματικά ανεβάσματα όλων εκείνων των αγιασμένων μορφών – ευτυχώς σ’ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς είναι τόσο πληθωρική η παρουσία τους – προκειμένου να βλέπουμε την αγκάλη της Εκκλησίας, μέσα από την μαρτυρία της, ν’ ανοίγεται προς όλο τον κόσμο. Ένα κόσμο τόσο καταταλαιπωρημένο, που δεν έχει ανάγκη από πολλά λόγια και φλυαρίες,  όσο από μια αυθεντική και ανόθευτη μαρτυρία. Βιώματος και ζωής, πίστεως και ελπίδος, του πραγματικού ευαγγελικού λόγου, που είναι πάντοτε τόσο σύγχρονος και επίκαιρος. Γιατί στέλνει τα πιο ατόφια μηνύματα ελευθερίας για τον άνθρωπο. Σε μια οντολογική μάλιστα διάσταση, πέραν μιας φθηνής ηθικολογίας και ενός στείρου καθωσπρεπισμού.

Η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, το διαθέτει στο DNA της, ενεργοποιεί πνευματικούς μηχανισμούς για να ξεπερνά τις όποιες αστοχίες και κυρίως σχίσματα και αιρέσεις, που εκκολάπτονται από ανθρώπινες αδυναμίες. Αίρεση είναι κατά βάση διαβρωμένη ζωή, ασυμβίβαστη προς την υγεία του κοινού σώματος.

Όντως η Εκκλησία της Κύπρου βρίσκεται μπροστά σε κινδύνους;

Το Συνοδικό σύστημα – παρόλο που στο παρελθόν υπήρξαν και Σύνοδοι που προσέκρουσαν στο υγιές αισθητήριο του λαού ως προς την αλήθεια, γι’ αυτό και κάποιες απ’ αυτές ονομάστηκαν “ληστρικές” – παραμένει η ασφαλής δικλίδα για την πορεία της Εκκλησίας. Είναι εδώ που εστιάζει και η ευθύνη, αλλά και ο ρόλος των Ιεραρχών να προστατεύουν το ποίμνιο τους και κυρίως να διαφυλάσσουν ως κόρη οφθαλμού το στοιχείο της ενότητας της Εκκλησίας.

Στο συγκεκριμένο θέμα, ο Μακαριώτατος έκανε σωστή ανάγνωση των πραγμάτων και με τις ευαισθησίες που τον διακρίνουν, έσπευσε σε Συνοδικό επίπεδο, να ενεργήσει δεόντως. Ναι, είναι υπαρκτοί αυτοί οι κίνδυνοι για σχίσματα και αιρέσεις, τη στιγμή μάλιστα που επιπρόσθετα στήθηκε διαδικτυακά και τόσο ενορχηστρωμένα, όλος αυτός ο συρφετός και οχετός υβρεολογίου και χυδαιολογίου, εναντίον Προκαθημένου και συλλήβδην των Ιεραρχών. Βλέπουν από Οικουμενικό Πατριάρχη, Προκαθημένους Εκκλησιών και Επισκόπους ως αιρετικούς και μολυσμένους. Επιχειρούν, έτσι, να βάζουν τορπίλη στα ίδια τα θεμέλια της Εκκλησίας.

Κυρίως, όμως το θέμα της “αποτείχισης” και μάλιστα με προεκτάσεις και εκτός Κύπρου, που προκάλεσαν και παρέμβαση Οικουμενικού Πατριαρχείου και όχι μόνο, είναι ενδεικτική της εκτροπής, πρόσθετα με τα ζητήματα που αναφύηκαν. Ο ίδιος ο Μακαριώτατος περιέγραψε με τόση σαφήνεια και πειστικότητα πως “πάλιν και πολλάκις”, κατέβαλλε προσπάθειες και υπερπροσπάθειες, να συμμαζευτούν από πριν τα πράγματα, λαμβάνοντας όμως μόνο υποσχέσεις.

Μην ξεχνούμε ότι τον Επίσκοπο Τυχικό, ήταν ο ίδιος που τον στήριξε σε όλα τα στάδια, μέχρι την άνοδο του στο θρόνο της Πάφου. Δεν ήταν μάλιστα προσωπικό το ζήτημα, αλλά θέμα ευθύνης της Ιεράς Συνόδου για διαφύλαξης της εικόνας της Εκκλησίας της Κύπρου.

Η έφεση του Επισκόπου Τυχικού στο Πατριαρχείο θα κλείσει το τραύμα στην Εκκλησία η θα το διευρύνει;

Αφού πρόκειται για προβλεπόμενη διαδικασία στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου και άσκησης δικαιώματος του Επισκόπου Τυχικού, πρέπει να είναι καθ’ όλα σεβαστή. Το ίδιο δήλωσε και ο Μακαριώτατος, υποδεικνύοντας μάλιστα ότι θα αναμένει η Εκκλησία της Κύπρου και η Ιερά Σύνοδος την όποια απόφαση, σε Επίπεδο Συνόδου πλέον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που θα λειτουργήσει τώρα ως Εφετείο. Μετά από την τελεσίδικη απόφαση, θα δρομολογηθούν ούτως ή άλλως τα πράγματα της επόμενης μέρας για τον Μητροπολιτικό Θρόνο της Πάφου. Μάλιστα, από μια δεύτερη ματιά της εξέλιξης αυτής, αποδεικνύεται ότι όλα τηρούνται και ακολουθούνται, σύμφωνα με τα όσα προνοεί και προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης. Συνιστάται επομένως και λίγη υπομονή. 

Ποια είναι η απάντηση της Εκκλησίας σε όσους αμφισβητούν την αποκαθήλωση του Επισκόπου από τον μητροπολιτικό θρόνο της Πάφου, με συνοπτικές διαδικασίες;

Δεν κουράζεται να το λέει και να το επαναλαμβάνει ο ίδιος ο Μακαριώτατος, συμμαρτυρούντων και άλλων Συνοδικών, ότι το θέμα τίθετο εξαντλητικά προ πολλών μηνών και μάλιστα εκτός από κατ’ ιδίαν συναντήσεις τόσο στην Πάφο όσο και στη Λευκωσία, σε επίπεδο και Συνοδικών Συνεδριάσεων, τον περασμένο Σεπτέμβρη και Φεβράρη. Και γραπτώς και προφορικώς και με μαρτυρικό υλικό. Μάλιστα, τα θέματα εξαντλούνταν στη λεπτομέρεια τους και ως προς τις σοβαρές συνέπειες τους, κυρίως στις σχέσεις της Εκκλησίας της Κύπρου, ακόμα και με το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επομένως, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνεται λόγος για συνοπτικές διαδικασίες. Η εφαρμογή του Καταστατικού Χάρτη σε όλα τα βήματα, εκτός από Συνοδικούς καταρτισμένους ήταν και με την σύμφωνο γνώμη και έγκριτων Κανονολόγων. Θα διαφωνούσα και με τον χαρακτηρισμό «αποκαθήλωση», ο οποίος σίγουρα δεν συνάδει σε καμία περίπτωση με το γράμμα αλλά και με το πνεύμα των Κανόνων της Εκκλησίας. Βέβαια, ακούστηκαν και αναπαράχθηκαν και άλλοι βαρύτεροι χαρακτηρισμοί,  όπως «αποκεφαλισμός», «καρατόμηση» κ.α. Αυτά υποδαυλίζουν εντάσεις, παροξυσμούς και εξάψεις των πνευμάτων, που μάλλον περαιτέρω όξυνση προκαλούν και εκτρέπουν από μια ήρεμη και νηφάλια προσέγγιση, σύμφωνα και με το πνεύμα της Εκκλησίας. Ας πρυτανεύει σε όλες τις περιπτώσεις το συμφέρον της Εκκλησίας, πέραν των όποιων προσωπικών και άλλων φιλοδοξιών και σκοπιμοτήτων, που δυστυχώς εμφιλοχωρούν και στον εκκλησιαστικό χώρο. 

Οι αποτειχιστές θεωρούνται υπεύθυνοι σχίσματος

Νέοι όροι εισήχθησαν στο λεξιλόγιο μας, άγνωστοι για τον πολύ κόσμο. Αποτειχισμός. Τι είναι ο αποτειχισμός, η δήλωση πίστεως και πότε κρίνεται αναγκαία για να δοθεί από ένα ιερωμένο;

Αυτό είναι γεγονός, όπως και το ότι ο πολύς κόσμος αγνοεί τα περί της βαθύτερης σημασίας τους. Για παράδειγμα για τους όρους «αποτείχιση», «αποτειχισμός», σε παλαιότερες εποχές που συνέτρεχαν λόγοι είχε νόημα μια θετική ερμηνευτική προσέγγιση τους. Βλέπουμε όμως σήμερα, ειδικότερα όπως συμβαίνει στην Κύπρο αλλά και αλλού και υπό τις συνθήκες που εκδηλώνεται αλλά και τον χαρακτήρα που προσλαμβάνει, να σηματοδοτεί τάσεις αποκοπής και απόσχισης από το Σώμα της Εκκλησίας. Άκρως επικίνδυνη κατάσταση. Μπορεί κάποιος να διακρίνει την επικινδυνότητα αυτή από το ζήλο τέτοιων αποτειχιστικών παρασυναγωγών και ομάδων να χαρακτηρίζουν συλλήβδην Ιεράρχες ως αιρετικούς (οικουμενιστές και φιλοπαπικούς) και δη τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Και να εξοβελίζονται στο «πυρ το εξώτερον». Βλέπουν έτσι νομιμοποίησή τους να διασαλεύουν την ενότητα της Εκκλησίας και να ενεργούν ως «σέκτες» με άκυρα μυστήρια, μιας και το χάρισμα της ιερωσύνης, μεταδίδεται με την χειροτονία από τον Επίσκοπο.

Ενώ, λοιπόν, η αποτείχιση αναδύεται σε παλαιότερες εποχές με μια διαφορετική έννοια και υπό κάποιες αυστηρές προϋποθέσεις, ξεδιπλώνεται μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα στο σήμερα.  Είναι χαρακτηριστικό ότι συγκεκριμένοι ιεροί Κανόνες απαγορεύουν την απόσχιση διά της διακοπής της μνημονεύσεως προ συνοδικής κρίσης. Όσοι προχωρούν σε αποτείχιση θεωρούνται υπεύθυνοι σχίσματος. Η μνημόνευση των επισκόπων είναι θεμελιώδες εκκλησιολογικό στοιχείο.

Όσο για τον «Λίβελλο», «Δήλωση Πίστεως», κρίθηκε στην περίπτωση αναγκαίος. Άλλωστε, το περιεχόμενό του δεν είναι κάτι διαφορετικό από ό,τι ομολογούν ως πίστη όλοι οι επίσκοποι, όλοι οι κληρικοί και όλοι οι πιστοί. Πρόκειται για όλα όσα θέσπισαν οι άγιοι πατέρες, ως περιεχόμενο της πίστης και παράδοσης.

Ότι πιο αντιεκκλησιαστικό ο υπέρμετρος φανατισμός και ζηλωτισμός

Πώς παρεισέφρησαν στην Εκκλησία της Κύπρου ιερωμένοι που κατάφεραν να προκαλούν τριγμούς;

Αυτοί πάντοτε εφευρίσκουν τρόπους να παρεισφρέουν και να προκαλούν τεράστια ζημιά. Στις περιπτώσεις που η Εκκλησία διαπιστώνει την παρουσία τέτοιων καταστάσεων, αν πρόκειται για ήδη χειροτονημένους ιερείς, προβαίνει σε πράξη καθαίρεσής τους, ενεργοποιώντας συγκεκριμένα άρθρα του Καταστατικού Χάρτη. Είχαμε και πρόσφατα τέτοια περίπτωση που επιλήφθηκε το Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο. Το ακόμα πιο ανεξέλεγκτο είναι η προσπάθεια αυτών των κύκλων να τελούν μυστήρια, τα οποία ούτως ή άλλως είναι άκυρα. Ο υπέρμετρος φανατισμός και ζηλωτισμός τους και η περιχαράκωση γύρω από την ομάδα τους, είναι ό,τι αντιεκκλησιαστικό μπορεί να εκδηλώνεται, που απάδει και από το πνεύμα αλλά και από την αποστολή της Εκκλησίας για ευαγγελισμό του κόσμου.

Με την ευκαιρία να θίξω και μια άλλη παράμετρο. Η χειροτονία ιερέων αλλά και επισκόπων σήμερα, προϋποθέτει συναίσθηση ευθύνης, γιατί πολλά φαινόμενα που εκδηλώνονται και σκανδαλίζουν έχουν να κάνουν και με το ποιόν των προσώπων σε σχέση με την συναίσθηση της υψηλής ευθύνης και αποστολής του ιερατικού λειτουργήματος και διακονήματος. Αυτό πιστεύω είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που επιβάλλεται να απασχολεί όλους όσοι επωμίζονται αυτή την τεράστια ευθύνη.

Από το διάλογο η Ορθόδοξη Εκκλησία βγαίνει κερδισμένη

Από ποιους και γιατί θεωρείται ο διάλογος μεταξύ Ορθόδοξης και Καθολικής Εκκλησίας ως αιρετική επιλογή;

Ο μεγάλος Καθηγητής, Νίκος Ματσούκας, ασχολήθηκε επισταμένα με το θέμα της συμβολής της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο χώρο της Οικουμενικής Κινήσεως και πρόλαβε να καταθέσει μεγάλες αλήθειες. Πράγματι, σήμερα, κάποιοι θέλουν να αντικρίζουν το διάλογο που διεξάγεται όχι μόνο με την «Καθολική Εκκλησία» – κινδυνεύουμε και εδώ να δεχθούμε πυρά για την ονομασία Εκκλησία – αλλά και με τον υπόλοιπο Χριστιανικό και μη κόσμο, ως ένα μίασμα, ως μια μόλυνση, που καθιστούν τους συμμετέχοντες σε αιρετικούς. Βλέπουν παντού αιρέσεις του Πάπα και του Οικουμενισμού, και θεωρούν μόνο τον εαυτούλη τους καθαρό και αμόλυντο. Είναι με νόημα αυτό που ανέφερε ο μ. Σιατίστης Παύλος: «Δεν έχουμε αρετές, δεν έχουμε αξίες, γι’ αυτό αγκυλωνόμαστε μεταξύ μας. Μας περισσεύουν τα αγκάθια. Μπορεί να καταριόμαστε τον Πάπα, αλλά κατά τα άλλα ο καθένας από μας μετατρέπεται σ’ ένα Πάπα και μια Πάπισσα, που επιμένει στο δικό του θέλημα. Κατά τα άλλα είμαστε Ορθόδοξοι… Οι αξίες μας όλες και οι αρετές μας όλες, έχουν ρίζα τους τον εγωισμό μας και όχι την ταπείνωση».

Ο σύγχρονος οικουμενικός διάλογος, αναφέρει ο Ν. Ματσούκας, ενώ δεν μπορεί να ταυτιστεί προς το κήρυγμα και την ιεραποστολή, δεν είναι νοητό να θεωρηθεί σαν κάτι εντελώς ανεξάρτητο από το ιεραποστολικό έργο. Η αναμέτρηση στο σύγχρονο διάλογο mutatis mutandis επιδιώκει την ωρίμανση και την καρποφορία του σπόρου της Ορθοδοξίας στους αδελφούς των άλλων Εκκλησιών. Ακόμη και η Ορθόδοξη Εκκλησία βγαίνει κερδισμένη, γιατί οι απόψεις και τα λάθη των άλλων, όπως και η κριτική τους, της δίνουν γόνιμα ερεθίσματα, για να θυμηθεί κάποιες ελλείψεις που ενδεχομένως μένουν απαρατήρητες στη ζωή της και δημιουργούν τον κίνδυνο για μια υποτονική βίωση της αλήθειας. Η αφύπνιση αυτή βοηθάει την ίδια κι έπειτα και τους άλλους αδελφούς. Το γεγονός αυτό δεν μειώνει διόλου την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά επισημαίνει μια πραγματικότητα, ότι δηλαδή και οι ίδιοι οι ορθόδοξοι έχουν την αλήθεια «εν οστρακίνοις σκεύεσιν» (Β΄ Κορ. 4,7).

Και σε άλλο σημείο αναφέρει: Τη δογματική της διδασκαλία η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν την έχει για να την επιδεικνύει σαν νεκρούς τύπους. Η δογματική διδασκαλία είναι ρήματα ζωής αιώνιας και πρέπει να ρευστοποιηθεί μέσα στο σύγχρονο κόσμο. Γι’ αυτό μάχεται η Ορθοδοξία, για να μην πέσει ούτε ένα ιώτα από τα θεσπισμένα και κατοχυρωμένα δόγματα, όπως και από τη συνολική διδασκαλία της παράδοσής της. Στο χώρο της οικουμενικής κίνησης μια τέτοια προσφορά είναι ανυπολόγιστη γιατί δείχνει το περιεχόμενο της αληθινής ζωής. Μια τέτοια ζωή είδαν άλλωστε σύγχρονοι ρωμαιοκαθολικοί και προτεστάντες στην Ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς γίνονταν οικουμενικές επαφές κάθε φύσεως, και γι’ αυτό άρχισαν να αναθεωρούν πολλές προκαταλήψεις.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία και η δογματική της διδασκαλία ούτε αντιδιαστέλλονται απέναντι σε μια άλλη Εκκλησία, ούτε αποσκοπεί να δώσει την ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά μιας επιμέρους χριστιανικής κοινότητας. Η δογματική διδασκαλία της, που είναι η ίδια η ζωή, είναι ακριβώς έκφραση της καθολικότητας και της αποστολικότητας της διά μέσου των αιώνων.