Υπηρετούσε ως δεύτερος διάκονος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα βρέθηκε να γεμίζει τις σφαιροθήκες των λιγοστών αστυνομικών της φρουράς της Αρχιεπισκοπής μαζί με τον τότε Χωρεπίσκοπο Βαρνάβα, εκείνο τον μαύρο Ιούλη του 1974. Είναι ο πατήρ Θεόκλητος Κυριάκου, 21 ετών τότε, ο οποίος έζησε από πρώτο χέρι και τα γεγονότα του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής, ως αιχμάλωτος.
Οι μαρτυρίες που καταθέτει είναι ιστορικές. Τον αφήνουμε να μας περιγράψει όλα όσα σημάδεψαν τη ζωή του τότε και δεν θα τα ξεχάσει ποτέ.

«Ήμουν ο δεύτερος διάκονος της Αρχιεπισκοπής και όταν απουσίαζε ο διάκονος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ο πατήρ Κυριάκος ο Κακουλλής, τον αντικαθιστούσα. Ήμουν ο πρώτος διάκονος του τότε Χωρεπισκόπου Σαλαμίνος, του Βαρνάβα, και γι’ αυτό έμενα όλη μέρα στην Αρχιεπισκοπή και το βράδυ πήγαινα στο σπίτι μου. Την ημέρα που εκδηλώθηκε το πραξικόπημα βρισκόμουν στην Αρχιεπισκοπή και ήρθαν εκεί τα αγόρια, οι άρρενες, οι οποίοι θα αναχωρούσαν για κατασκήνωση. Είχα φέρει κι εγώ μαζί μου από τη Μια Μηλιά και τέσσερα παιδιά, τα οποία επίσης θα πήγαιναν στην κατασκήνωση στον Άγιο Νικόλαο της Στέγης.
Ήρθαν παιδιά από τα Κοκκινοχώρια και την Καρπασία που υπάγονταν στην αρχιεπισκοπική περιφέρεια και τα λεωφορεία βρίσκονταν σταθμευμένα εντός του προαύλιου χώρου. Τα παιδιά είχαν μαζευτεί μπροστά από τα προπύλαια και ο Σαλαμίνος τους έδινε τις τελευταίες οδηγίες ως προς το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται στην κατασκήνωση κοκ.
Εκείνη τη στιγμή έφτασε ένα αυτοκίνητο μάρκας BMW της προεδρικής φρουράς, κάπως βιαστικά, και μέσα υπήρχε μία γυναίκα και δύο άντρες. Οι άντρες κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και συνόδεψαν την γυναίκα εντός της Αρχιεπισκοπής και ακολούθως πλησίασαν τον Δεσπότη, τον Σαλαμίνος. Εκεί βρισκόμουν και εγώ και του είπαν «γίνεται πραξικόπημα», το οποίο εκδηλώθηκε αρχικά με στόχο το Προεδρικό.

Ο Σαλαμίνος έδωσε αμέσως οδηγίες στους ομαδάρχες να επιβιβάσουν τα περίπου 150 παιδιά στα λεωφορεία, χωρίς καν να τα καταγράψουν, ώστε να μην χαθεί χρόνος. Τα παιδιά επιβιβάστηκαν και τα λεωφορεία αναχώρησαν ασφαλή αν και εκ των υστέρων πληροφορηθήκαμε ότι τα ανέκοψαν οι πραξικοπηματίες στην Κοκκινοτριμιθιά.
Στην Αρχιεπισκοπή υπήρχαν μόνο 5-6 αστυνομικοί που αποτελούσαν την φρουρά του κτηρίου, επειδή οι υπόλοιποι βρίσκονταν με τον Μακάριο. Μείναμε εκεί και συζητούσαμε για τις εξελίξεις, οπόταν άρχισαν να ακούγονται πυροβολισμοί, οι οποίοι πύκνωναν.
Οι πραξικοπηματίες άρχισαν να βάζουν και από την πίσω πλευρά του τείχους, όπου υπήρχε μία πολυκατοικία στην οποία ήταν και το οδοντιατρείο του Παρισινού και ύστερα έφτασαν στα αγάλματα της Ελευθερίας τα τανκς. Άρχισαν να βάζουν κατά της Αρχιεπισκοπής, οπόταν ο Σαλαμίνος έδωσε οδηγίες να κατευθυνθούμε προς τα πίσω δωμάτια της Αρχιεπισκοπής προκειμένου να προστατευθούμε. Πήγαμε όλοι και ο ένας αστυνομικός βρισκόταν στο γραφείο του Χωρεπισκόπου (Βαρνάβα) και εκεί σκοτώθηκε από βολές αρμάτων. Ήταν ο Θανάσης. Από τις βολές κατέρρευσε και το διπλανό δωμάτιο του κ. Μιτσίδη, ο οποίος ήταν ο γραμματέας του Αρχιεπισκόπου. Κατέρρευσαν επίσης οι μπροστινοί τοίχοι του διαμερίσματος του Μακάριου.
Στα υπόγεια της Αρχιεπισκοπής υπήρχαν όπλα και κατεβήκαμε κάτω και ομολογώ ότι εγώ και ο Χωρεπίσκοπος Βαρνάβας γεμίζαμε τις σφαιροθήκες και τις δίναμε στους αστυνομικούς. Εγώ αν και διετέλεσα στρατιώτης δεν χρησιμοποίησα όπλο, όπως δεν χρησιμοποίησαν και κάποιοι λαϊκοί που βρίσκονταν εκεί. Βεβαίως, όλοι γνωρίζαμε πως η κατάληψη της Αρχιεπισκοπής ήταν ζήτημα χρόνου.
Όταν άρχισαν να ζορίζουν τα πράγματα, ο Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος μου είπε να φύγω. Τότε η Αρχιεπισκοπή δεν ήταν όπως είναι σήμερα και δεν υπήρχε το ίδρυμα του Μακαρίου. Στη θέση που βρίσκεται σήμερα υπήρχε αυλή. Στην πίσω πλευρά υπήρχε το τυπογραφείο «Αναγέννηση» της Αρχιεπισκοπής και υπήρχε και κάγκελο, μέσω του οποίου κατέληγε κάποιος στις γειτονιές όπου γυναίκες δέχονταν άντρες επί πληρωμή κοκ. Μέσω του κάγκελου αυτού έφυγα και πήγα στη Χρυσαλινιώτισα, όπου συνάντησα τον πατέρα Χαράλαμπο τον μακαρίτη, ο οποίος ήταν ένθερμος μακαριακός και του είπα ότι ο δεσπότης μας βρίσκεται στην Αρχιεπισκοπή.
Ήξερε ότι ήμουν παντρεμένος και ότι είχα ένα μωρό (την κόρη μου) 40 ημερών. Μου είπε πήγαινε στο χωριό σου (εννοούσε την Μια Μηλιά, όπου διέμενα) και ξεκίνησα περπατητός και πήγα μέχρι το Καϊμακλί, όπου πέρασα και από φαρμακείο και αγόρασα παιδικά γάλατα και μόλις έφτασα στον κυκλικό κόμβο του «ΒΑΤΑ» (εργοστάσιο κατασκευής παπουτσιών) ήρθαν καταδρομείς από τον Άγιο Χρυσόστομο και δεν με άφησαν να περάσω. Ένας αξιωματικός, καλαμαράς, πυροβολούσε στα πόδια μου και μου έλεγε «φύγε ρε τράγο και θα σε σκοτώσω». Δεν με γνώριζε, αλλά ήξερε ότι οι κληρικοί ήταν υποστηριχτές του Μακαρίου. Από εκεί πήγα στο καφενείο του Ποντικίδη, όπου έμεινα δύο βράδια και όταν έδωσαν άδεια μία ώρα να κυκλοφορήσει ο κόσμος, πήγα περπατητός στη Μιά Μηλιά.
Είχα περάσει και από την Αγία Βαρβάρα στο Καϊμακλί και ήταν ο μακαρίτης ο διάκος ο Νεόφυτος ο Πάπυρος, ο οποίος ήταν της ΕΔΕΚ και είχαν μαζέψει όπλα στην Αγία Βαρβάρα για να αντισταθούν. Πήρα κι εγώ ένα όπλο και όταν με είδε ο διάκος, με τον οποίο γνωριζόμαστε, μου είπε «φύγε εσύ, πήγαινε σπίτι σου και άφησε μας εμάς».

Δεν είσαι κανονικός διάκος επειδή σε χειροτόνησε ο Μακάριος
“Μαζεύαμε τρόφιμα από συγχωριανούς, μαγειρεύαμε και τα παίρναμε στους στρατιώτες”
Από εκεί πήγα στο χωριό, όπου έρχονταν και πραξικοπηματίες και με απειλούσαν και μου έλεγαν «δεν είσαι κανονικός διάκος επειδή σε εχειροτόνησε ο Μακάριος μετά την καθαίρεσή του και περάσαμε άσχημα μέχρι την εισβολή. Όταν εκδηλώθηκε η τουρκική εισβολή ενεργοποιήθηκα μαζί με τον κοινοτάρχη του χωριού τον Μητσίδη, ο οποίος ήταν μεν δεξιός αλλά Μακαριακός και μαζεύαμε τρόφιμα από συγχωριανούς, μαγειρεύαμε και τα παίρναμε στους στρατιώτες. Μαζέψαμε και πολίτες και τους στείλαμε στο Νοσοκομείο να δώσουν αίμα και γενικά βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης φάσης της εισβολής.
Κάποια στιγμή, μετά την κατάπαυση του πυρός, ήθελα να μάθω τι απέγινε ο δεσπότης μου και συνάντησα κάποιον ο οποίος ήταν αριστερός. Δράκος λεγόταν, και μου είπε πως άκουσε ότι τους μάζεψαν όλους στο Μετόχι του Κύκκου. Βεβαίως γνωρίζαμε ότι ο Μακάριος είχε φύγει. Ξέχασα να αναφέρω πως ήμουν παρών στην Αρχιεπισκοπή όταν τηλεφώνησε και είπε πως είναι ζωντανός. Τότε είχαμε πάρει και κάποιο θάρρος.
Ο Δράκος με ρώτησε αν θέλω να με πάρει να δω τον Σαλαμίνος, επειδή είχαν επιτρέψει την κυκλοφορία για κάποιες ώρες. Με πήρε στο Μετόχι και έτρεξε κοντά μου ο Σαλαμίνος και εκεί ήταν και ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α’ και οι Μητροπολίτες Κυρηνείας, ο Λεμεσού, ο Κιτίου και ο Μόρφου. Με πλησίασαν όλοι για να μάθουν νέα επειδή δεν είχαν επαφή με τον έξω κόσμο. Τους φρουρούσαν λοκατζήδες. Τους είπα όσα ήξερα και μετά ο Χρυσόστομος Α’, μου είπε «να σου δώσω μία σημείωση να την δώσεις στον πάτερ Σπυρίδωνα ο οποίος ήταν εφημέριος στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στην Ακρόπολη και να του πεις ότι στις 15 Αυγούστου, της Παναγίας, θα πάμε εκεί όλοι οι δεσποτάδες να κάνουμε συλλείτουργο, για να δείξουμε ότι εμείς είμαστε οι κανονικοί και όχι ο πρώην Μητροπολίτης Πάφου Γεννάδιος (είχε καθαιρεθεί τον Ιούλιο του 1973), ο οποίος μετά το πραξικόπημα εγκαταστάθηκε στην Αρχιεπισκοπή. Σημείωσε, ότι ετοίμασα αρκετά πράγματα με σκοπό να πάω με τη γυναίκα μου στο χωριό μου την Βαβατσινιά, με σκοπό να διαμείνουμε αλλά δεν προλάβαμε…