Μετά από κάθε καταστροφική πυρκαγιά που πλήττει την Κύπρο, το ερώτημα επιστρέφει επίμονα στον δημόσιο διάλογο: Ποιος έχει την ευθύνη; Και κυρίως ποιος φέρει το επιχειρησιακό πρόσταγμα όταν οι φλόγες απειλούν ζωές, περιουσίες και φυσικό περιβάλλον;

Η πρόσφατη τραγωδία στην επαρχία Λεμεσού επανέφερε με δραματικό τρόπο στην επιφάνεια τις διαχρονικές αδυναμίες του υφιστάμενου συστήματος διαχείρισης πυρκαγιών. Πέρα από την αναζήτηση ευθυνών, εκείνο που λείπει είναι η σαφήνεια: Ποιος αποφασίζει, ποιος συντονίζει και ποιος λογοδοτεί.

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η ευθύνη για τις πυρκαγιές στην ύπαιθρο είναι κατακερματισμένη σε πολλούς κρατικούς φορείς, γεγονός που συχνά οδηγεί σε σύγχυση, όχι μόνο στο κοινό, αλλά και στο ίδιο το πεδίο των επιχειρήσεων.

Το Τμήμα Δασών (υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος) είναι υπεύθυνο για τις πυρκαγιές εντός κρατικών δασών και σε ακτίνα 2 χιλιομέτρων γύρω από αυτά. Διαχειρίζεται ένα σύστημα που περιλαμβάνει πρόληψη, ετοιμότητα και άμεση επέμβαση στο πεδίο ευθύνης του.

Η Πυροσβεστική Υπηρεσία (υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης) αναλαμβάνει την επιχειρησιακή ευθύνη σε όλες τις υπόλοιπες περιοχές, δηλαδή σε αγροτικές, ημιαστικές και αστικές ζώνες.

Οι Τοπικές Αρχές και οι Επαρχιακές Διοικήσεις (υπουργείο Εσωτερικών) έχουν ρόλο στην πρόληψη και την εφαρμογή μέτρων καθαρισμού, πρόσβασης και ετοιμότητας, κυρίως μέσα στις κοινότητες.

Η Μονάδα Πτητικών Μέσων του Τμήματος Δασών υπάγεται πλέον στο υπουργείο Άμυνας και ενεργοποιείται κατόπιν αιτήματος του επικεφαλής του επεισοδίου μέσω της Εθνικής Φρουράς.

Περαιτέρω, σε κάθε περιστατικό πυρκαγιάς, υπάρχει ένας και μόνο επικεφαλής, όπως ορίζεται από τη νομοθεσία και τα ειδικά επιχειρησιακά σχέδια:

>> Για τις δασικές πυρκαγιές (εντός των κρατικών δασών – 2χλμ ζώνη): Διευθυντής Τμήματος Δασών.

>> Για τις πυρκαγιές σε όλη την υπόλοιπη ύπαιθρο και αστικές περιοχές: Αρχιπύραρχος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.

Αυτός ο επικεφαλής έχει τον πλήρη επιχειρησιακό έλεγχο και τον συντονισμό όλων των εμπλεκόμενων υπηρεσιών. Την ευθύνη για τον συντονισμό των επιχειρήσεων και συνεπώς τον συντονισμό όλων των υπηρεσιών που συμμετέχουν σε αυτές, τον έχει αποκλειστικά ο επικεφαλής/ υπεύθυνος του επεισοδίου. Αυτό, διασφαλίζεται και από τα σχετικά επιχειρησιακά σχέδια, τα οποία καταγράφουν ξεκάθαρα τον ρόλο της κάθε Υπηρεσίας.

Για τις μεγάλες πυρκαγιές που εξελίσσονται σε κρίση, που εκδηλώνονται στη ζώνη ευθύνης του Τμήματος Δασών (δασικές πυρκαγιές), εφαρμόζεται το Ειδικό Εθνικό Σχέδιο «Ήφαιστος» και για τις πυρκαγιές στη ζώνη ευθύνης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας (πυρκαγιές υπαίθρου) εφαρμόζεται το Ειδικό Εθνικό Σχέδιο «Πυρσός». Το Σχέδιο «Ίκαρος», το οποίο αφορά την ασφαλή και αποτελεσματική διαχείριση των πτητικών μέσων πυρόσβεσης, ενεργοποιείται εφόσον απαιτηθεί, από τον κάθε φορά υπεύθυνο του επεισοδίου.

Ο όλος σχεδιασμός και συντονισμός, υποστηρίζεται και επιβλέπεται από την εξαμελή Υπουργική Ομάδα Χειρισμού Κρίσεων, της οποίας προεδρεύει ο εκάστοτε Υπουργός, η Υπηρεσία του οποίου έχει την ευθύνη του επιχειρησιακού συντονισμού του επεισοδίου.

Η μελέτη που αλλάζει τα δεδομένα αλλά σε… πέντε χρόνια

Η έλλειψη ενός ενιαίου και πλήρως συντονισμένου συστήματος διαχείρισης πυρκαγιών στην ύπαιθρο δεν είναι κάτι καινούργιο. Έχει επισημανθεί εδώ και χρόνια, ειδικά μετά την τραγωδία στον Αρακαπά το 2021.

Ως αποτέλεσμα, το 2025 ολοκληρώθηκε ειδική μελέτη για τη διαχείριση των πυρκαγιών στην ύπαιθρο, από αναγνωρισμένο εμπειρογνώμονα, με στόχο τη δημιουργία ενιαίου και ολοκληρωμένου συστήματος για πρόληψη, ετοιμότητα και καταστολή.

Η μελέτη προβλέπει ένα ενιαίο και ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Αγροτοδασικών και Δασικών Πυρκαγιών, ανάλογο με εκείνο που εφαρμόζεται από το Τμήμα Δασών για τα κρατικά δάση:

● Επιχειρησιακή ετοιμότητα με στόχο χρόνο επέμβασης 10 λεπτών.

● Σαφή κατανομή ρόλων σε κάθε εμπλεκόμενη Υπηρεσία.

● Ανάγκες για ανθρώπινο δυναμικό, εξοπλισμό, υποδομές.

● Νομοθετικές αλλαγές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις.

Η μελέτη παρουσιάστηκε στους υπουργούς Γεωργίας και Δικαιοσύνης, και σε άλλους συναρμόδιους φορείς τον Μάρτιο 2025, με την υπουργό Γεωργίας να δίνει οδηγίες στο Τμήμα Δασών για καταρτισμό οδικού χάρτη υλοποίησης της μελέτης.

Ωστόσο, λόγω της πολυπλοκότητας της εφαρμογής, η πλήρης υλοποίηση της μεταρρύθμισης αναμένεται εντός πενταετίας. Δεν προβλέπονται άμεσες ενδιάμεσες παρεμβάσεις, καθώς η οποιαδήποτε βεβιασμένη υλοποίηση, σύμφωνα με τη μελέτη, θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην επιχειρησιακή λειτουργία.

Η διαχείριση της καύσιμης ύλης, η δημιουργία αντιπυρικών ζωνών και η προστασία των κοινοτήτων μέσω στρατηγικής απομάκρυνσης της τραχείας πεύκης αποτελούν βασικά εργαλεία πρόληψης. Ωστόσο, η εφαρμογή τους παραμένει ανεπαρκής σε πολλές περιοχές της υπαίθρου.

Παράλληλα, η μελέτη για τη Διαχείριση της Βλάστησης περιλαμβάνει δράσεις για 245 κοινότητες, αλλά οι ευθύνες για την υλοποίηση είναι κατανεμημένες, με το Τμήμα Δασών να καλύπτει μόνο τα κρατικά δάση και τις Τοπικές Αρχές να έχουν την ευθύνη για τις κοινότητες.

Δεν θέλει τα πεύκα το Τμήμα Δασών στις κοινότητες

Μπροστά στην αυξανόμενη απειλή των δασικών πυρκαγιών και των συνεπειών τους για το φυσικό περιβάλλον, τις κοινότητες και την ανθρώπινη ζωή, το Τμήμα Δασών εισηγείται ένα νέο, ολοκληρωμένο πλέγμα μέτρων για τη βελτίωση της διαχείρισης των πυρκαγιών υπαίθρου. Οι εισηγήσεις, όπως καταγράφηκαν στην πρόσφατη έκθεση για την πυρκαγιά στην ορεινή Λεμεσό που υποβλήθηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αποτελούν στρατηγική παρέμβαση με στόχο τη δραστική ενίσχυση της πρόληψης και της επιχειρησιακής ετοιμότητας.

Κεντρική πρόταση της έκθεσης αποτελεί η αξιοποίηση της ειδικής μελέτης για τις πυρκαγιές στην ύπαιθρο, η οποία εισηγείται ένα νέο επιχειρησιακό μοντέλο, με σταδιακή εφαρμογή σε βάθος πενταετίας. Το Τμήμα Δασών προειδοποιεί ότι οποιαδήποτε βεβιασμένη εφαρμογή της μεταρρύθμισης ενδέχεται να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα των εμπλεκόμενων Υπηρεσιών.

Η μελέτη, εισηγείται τη δημιουργία δακτυλίου προστασίας γύρω από κάθε κοινότητα, με μέτρα όπως: Δασοκομικές παρεμβάσεις (αραιώσεις, κλαδεύσεις), δημιουργία αντιπυρικών ζωνών και πράσινων καλλιεργειών, διαχείριση παραποτάμιας βλάστησης, ελεγχόμενη καύση και βόσκηση.

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην απομάκρυνση της τραχείας πεύκης (Pinus brutia) από τους πυρήνες των κοινοτήτων και την αντικατάστασή της με λιγότερο εύφλεκτα, ανθεκτικά πλατύφυλλα είδη όπως ο κυπριακός δρυς και το πλατάνι. Το Τμήμα Δασών θεωρεί αναγκαία την απομάκρυνση της τραχείας πεύκης (Pinus brutia) από τους πυρήνες των χωριών, από τα σημεία όπου εφάπτεται κατοικιών και άλλων υποδομών, όπως επίσης και από περιοχές περιμετρικά των κοινοτήτων. Το συγκεκριμένο είδος, λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς του σε ρητίνες και της εύφλεκτης κόμης του, λειτουργεί ως επιταχυντής της φωτιάς και συνιστά σοβαρό κίνδυνο για τις κοινότητες. Ως στρατηγική διαχείρισης, το Τμήμα Δασών εισηγείται την αντικατάσταση της τραχείας πεύκης με ανθεκτικότερα και λιγότερο εύφλεκτα πλατύφυλλα είδη, όπως είναι ο δρυς της Κύπρου, τα πλατάνια και άλλα αυτόχθονο πλατύφυλλα, που προσφέρουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στη φωτιά και συμβάλλουν στη βιοποικιλότητα. Παράλληλα, τονίζει την ανάγκη της επιστροφής της βόσκησης και των παραδοσιακών γεωργικών καλλιεργειών στις περιοχές γύρω από τα χωριά, οι οποίες λειτουργούν ως φυσικά αναχώματα στη διάδοση των πυρκαγιών, αλλά και ως μέσου αναβίωσης του πολιτισμικού και αγροτικού τοπίου της υπαίθρου.