Τις προεκτάσεις λόγω των αγοραπωλησιών ακίνητης περιουσίας σε υπηκόους τρίτων χωρών, ανέδειξε σε εκδήλωση που πραγματοποίησε τις προηγούμενες μέρες το Ινστιτούτο Δημογραφικής και Μεταναστευτικής Πολιτικής Κύπρου.

Το ζήτημα των πωλήσεων ακίνητης περιουσίας απασχολεί όλο και περισσότερο τη δημόσια συζήτηση, καθώς τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Ελεγκτική Υπηρεσία, είναι άκρως ανησυχητικά.

Συγκεκριμένα, οι πωλήσεις ακινήτων σε αλλοδαπούς κατά το 2024 ανέρχονται σε 4.321 από σύνολο 15.797, δηλαδή σε 27%, ενώ το 61% των πωλήσεων αφορούσε σε Κύπριους αγοραστές.

Επιπλέον, την πρωτιά σε πωλήσεις ακινήτων σε αλλοδαπούς για το 2024 κατείχε η Πάφος, με 1.373 (44,19%), η οποία καταγράφει και τον μεγαλύτερο όγκο μεταβιβάσεων ακινήτων σε αλλοδαπούς κατά την πενταετία 2020-2024.

Τη δεύτερη θέση σε πωλήσεις σε αλλοδαπούς εκτός ΕΕ έχει η Λάρνακα το 2024 με 1.136 συμβόλαια (33,85%), ενώ γύρω στο 26% ήταν σε Αμμόχωστο και Λεμεσό και μόλις 7,68% στη Λευκωσία.

Σημειώνεται ότι οι αλλοδαποί εκτός ΕΕ που αποκτούν ακίνητα στην Κύπρο τα τελευταία πέντε χρόνια προέρχονται κυρίως από τον Λίβανο (16%), την Κίνα (16%), τη Ρωσία (14%), το Ισραήλ (10%), την Συρία (6%), την Αίγυπτο (5%), την Βρετανία (4%), την Ουκρανία (4%), τον Καναδά (2%).

Ομιλητές στην εκδήλωση ήταν ο βουλευτής του ΔΗΣΥ, Νίκος Γεωργίου, ο ευρωβουλευτής Κώστας Μαυρίδης, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εσωτερικών, Αντώνης Οικονομίδης και η Μαρία Παύλου, διευθύντρια Ελέγχου στην Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.

Οι επενδύσεις να μην υπονομεύουν το δημόσιο συμφέρον

Με αφορμή την εκδήλωση αυτή, ο εκπρόσωπος του Ινστιτούτου, Ανδρέας Μορφίτης, μίλησε στον «Φ» για τα κίνητρα, τις ανησυχίες και τις προτάσεις του Ινστιτούτου γύρω από ένα θέμα που όπως τονίζει «ξεπερνά την οικονομία και αγγίζει τον πυρήνα της εθνικής υπόστασης της Κύπρου».

Τόνισε ότι η εκδήλωση ανέδειξε με σαφήνεια ότι το ζήτημα ξεπερνά τα όρια της οικονομίας και αγγίζει τον πυρήνα της εθνικής ασφάλειας, της κοινωνικής συνοχής και της δημογραφικής επιβίωσης της Κύπρου.

«Όλοι οι ομιλητές συμφώνησαν στην ανάγκη για ενιαία πολιτική, νομοθετική αναθεώρηση, θεσμικό εκσυγχρονισμό και διαφάνεια. Το κοινό μήνυμα ήταν ότι η ανάπτυξη και οι επενδύσεις πρέπει να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον – όχι να το υπονομεύουν. Η προστασία της γης, της ταυτότητας και της δημογραφικής ισορροπίας του τόπου αναδείχθηκε ως ύψιστο εθνικό καθήκον».