Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο επανέφερε την τάξη όσον αφορά στην απόδοση της κοινωνικής σύνταξης σε πρόσωπα που δεν τηρούν την τρίμηνη προθεσμία πριν τη λήψη της.

Μετά από έφεση του Γενικού Εισαγγελέα εκ μέρους των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κρίθηκε ότι δεν είναι αντισυνταγματικός ο κανονισμός που αποστερεί τη σύνταξη για όσο διάστημα κάποιος δικαιούχος δεν υποβάλει αίτηση. Το θέμα ηγέρθη με προσφυγή ζεύγους στο Διοικητικό Δικαστήριο παραπονούμενο ότι στερήθηκαν της σύνταξης για όσο διάστημα διέρρευσε μέχρι να υποβάλουν αίτηση.

Συγκεκριμένα, η σύζυγος υπέβαλε αίτηση τρία χρόνια μετά που απέκτησε το δικαίωμα και ο σύζυγος έξι σχεδόν χρόνια μετά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε τις αποφάσεις των Κοινωνικών Ασφαλίσεων να μην τους χορηγηθεί σύνταξη γήρατος για τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία δεν υπέβαλαν εμπρόθεσμα την απαιτούμενη αίτηση. Αυτό έγινε κατ’ επίκληση της μη τήρησης της προβλεπόμενης τριμηνιαίας προθεσμίας του σχετικού Κανονισμού.

Το Διοικητικό Δικαστήριο είχε αποφανθεί το 2021 ότι ο Κανονισμός 3(5) επέφερε στέρηση και όχι περιορισμό σύνταξης, πως η αποκοπή του επίμαχου μέρους τού ωφελήματος παραβίαζε το Άρθρο 23 του Συντάγματος (το οποίο προστατεύει το δικαίωμα σε κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία), πως η έκταση του δικαιώματος μπορεί να περιοριστεί μονάχα με νόμο και όχι με κανονιστική πράξη, και ότι το Άρθρο 35 του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου 59(Ι)/10 («Ν.59(Ι)/10), δεν προσδιορίζει προθεσμία που να επιδρά στην έναρξη του δικαιώματος.

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο εξετάζοντας έφεση του Γενικού Εισαγγελέα επί της πιο πάνω απόφασης, ανέτρεψε την απόφαση αυτή, αφού διαπίστωσε ότι η μη καταβολή σύνταξης για συγκεκριμένη περίοδο λόγω εκπρόθεσμης αίτησης συγκροτεί περιορισμό και όχι στέρηση του αντίστοιχου δικαιώματος στο διηνεκές. Επισημάνθηκε προσέτι πως η αδράνεια του δικαιούχου χωρίς επίκληση λόγου παράτασης μπορεί να εκληφθεί ως σιωπηρή παραίτηση από το υπό αναφορά σχετικό δικαίωμα για το επίμαχο διάστημα και ότι οι προβλεπόμενοι χρονικοί περιορισμοί υπηρετούν τον σκοπό της ορθής λειτουργίας και μακροχρόνιας βιωσιμότητας του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Δεν νοείται επομένως, όπως τόνισε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος όταν ο περιορισμός δεν επηρεάζει τον πυρήνα του δικαιώματος αλλά ούτε και την αξιοπρεπή διαβίωση του ενδιαφερομένου.

«Εφαρμόζοντας τις αρχές αυτές και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εφεσίβλητοι δεν τήρησαν τις οριζόμενες νομοθετικές και κανονιστικές προθεσμίες, δεν προέταξαν λογική αιτία επιμήκυνσης των περιθωρίων τούτων αλλά μήτε και τεκμηρίωσαν ουσιώδη επηρεασμό του δικαιώματος τους, καταλήγουμε, κατ’ απόκλιση, με κάθε σεβασμό, από την πρωτόδικη κρίση, πως ο Κανονισμός 3(5) κινείται εντός του πλαισίου της εξουσιοδότησης του Άρθρου 64 του Ν.59(Ι)/10 και ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω αντισυνταγματικότητα ή άλλης μορφής νομοθετική ή κανονιστική παρεκτροπή», κατέληξε το Συνταγματικό Δικαστήριο.