Ο Χριστόδουλος Γ. Παχουλίδης γράφει για τον Άγιο Ιλαρίωνα που εορτάζει σήμερα, αλλά και για τα Οκτωβριανά, την εξέγερση το 1931ενάντια στους Βρετανούς αποικιοκράτες.
Στις 21 Οκτωβρίου, η Αγία μας Εκκλησία, μαζί με τη μνήμη άλλων Αγίων, Ασκητών και Οσίων, γιορτάζει και τη μνήμη του Αγίου Ιλαρίωνα του Μεγάλου Ασκητή. (†371 μ. Χ.).
Τη μέρα τούτη, η μνήμη του κάθε Έλληνα της Κύπρου, ιδιαίτερα του κάθε εκτοπισμένου Κερυνειώτη, αλλά και των κατοικούντων στα περίχωρά της, με της ψυχής τα γοργοκίνητα φτερά, περνά τα συρματοπλέγματα του Αττίλα και ανηφορίζει για να φθάσει στην απόκρημνη βουνοκορφή, πάνω απ’ την πόλη της Κερύνειας, εκεί που σαν στέμμα θεόδοτο, υψώνεται του Άγιου Ιλαρίωνα, το φοβερό το κάστρο, που στο μέσο του ορθώνεται πανέμορφη, αν και ξέσκεπη, μέσα στο πέρασμα των αιώνων, του Άγιου η ομώνυμη Εκκλησιά. Βιάζεται να φθάσει εκεί, να προσκυνήσει σαν παλιά την πάνσεπτη εικόνα του Άγιου Ιλαρίωνα και να τον παρακαλέσει να μεσιτεύσει προς τον Πανάγαθο Θεό, για λευτεριά, τούτης, της τουρκοκρατούμενης από τον Ιούλη του 1974, γης μας.
Δεν θα συναντήσει εκεί, όπως στα χρόνια τα παλιά, τα λεύτερα, τα ωραία, το πλήθος το πολύβουο των ευσεβών προσκυνητών, ούτε θα ακούσει από το στόμα του σεβάσμιου παπά Νικόλα, του ιερέα του Καρμιού, του άξιου της Εκκλησίας κληρικού, μα και της πατρίδας φλογερού αγωνιστή, του εσπερινού, μα και της θείας λειτουργίας τις ευχές. Ούτε θα λάβει μέρος στη λιτάνευση της ιερής εικόνας του Άγιου Ιλαρίωνα, μέσα στου απέραντου του κάστρου τις αυλές. Τώρα εκεί επικρατεί του τάφου η απόλυτη σιγή, και έξω περπατούν του Αττίλα οι άγριες, οι απαίσιες μορφές και ακούονται αλλόθρησκων βαρβαρικές φωνές. Όμως, αν επιμένει αυτή, κι’ αν αφουγκρασθεί, θα ακούσει, βέβαια θα ακούσει, σαν η αύρα η δροσόπνοη θα παίζει με των πεύκων και των κυπαρισσιών τα φύλλα, του Γεώργιου του Κατσάνη, του απαράμιλλου ήρωα, του Ταγματάρχη – Διοικητή της 33ης των Καταδρομών της Μοίρας και των αδικοχαμένων Λοκατζήδων του, της πολεμικές τους ιαχές. Θα ακούσει το γοργοκίνητο ανάλαφρο περπάτημα, αυτών που πολέμησαν ως άλλοι Τριακόσιοι του Λεωνίδα, και έπεσαν σ’ αυτά τα κακοτράχαλα τα βράχια, στις 21 του Ιούλη του 1974, θύματα μιας αισχρής προδοσίας, για την τιμή των όπλων των ελληνικών και λευτεριάς τούτης της γης. Ναι, θα ακούσει απόκοσμες, μα σταθερές ανδρείων ηρώων φωνές, να μας καλούν το χρέος μας να πράξουμε, όπως πρέπει, να αγωνιστούμε με ομόνοια, αγάπη κι’ αυτοθυσία, για λευτεριά τούτης της γης, της ποτισμένης με το τίμιο αίμα τους και της λιπασμένης με τα άταφα νεκρά κορμιά τους, μέχρι που θα αναπετάξουμε στου Άγιου Ιλαρίωνα την εκκλησία, τη σημαία του Σταυρού, να τελέσουμε της λευτεριάς δοξολογία και τρισάγιο των ηρώων και μαρτύρων μας, μέσα σ’ αυτήν.
Επίσης, τούτη η μέρα, η 21 του Οκτώβρη, φέρει στη μνήμη, όσων ειρωνικά μας λεν, «ελάχιστους, αιώνια ρομαντικούς», την ηρωική αυθόρμητη εξέγερση του λαού μας, τον Οκτώβρη του 1931, ενάντια στην αυταρχική Βρετανική αποικιοκρατική Διοίκηση της Κύπρου μας. Μας θυμίζει, την φλόγα της ψυχής, τις πράξεις και το τι υπέστησαν οι απαράμιλλοι πρωταγωνιστές της εξέγερσης εκείνης, που οι περισσότεροι ήσαν από τη μητροπολιτική επαρχία της Κερύνειας, με αρχηγό τους, τον μπουρλοτιέρη των ψυχών, τον άξιο κατά πάντα ποιμενάρχη της, Μακάριο Μυριανθέα, κι’ άλλους της πατρίδας διαλεκτούς. Η μέρα αυτή, επίσης, μας θυμίζει το χρέος μας, που δεν είναι άλλο, από του να πράξουμε, ό,τι μπορούμε, ανεξάρτητα από θυσίες, για λευτεριά και δικαίωση και επανεγκατάσταση στην πατρώα του γη, αυτού του προδομένου πάντοτε λαού μας, του εκτοπισμένου από το μαύρο Ιούλη του 1974. Ας τραγουδήσουμε, λοιπόν, όπως τότε οι φτωχοί και ταπεινοί, αλλά ελληνολάτρες προπάτορες μας:
«Κι’ αν σε εξορία στενάζουμε,
σε φυλακή αν βογκούμε,
αν μουχλιασμένο τρώγουμε της φτώχιας το ψωμί,
του κόσμου όλου το μάλαμα,
να τάξουν δεν λυγούμε.
Πάντα θα ονειρευόμαστε της μάνας το φιλί».
Αυτή η επαναφορά στη μνήμη, των γεγονότων του Οκτώβρη του 1931, ας γίνει έναυσμα για αφύπνιση της σημερινή μας γενιάς, που περί άλλων τυρβάζει για να αντιληφθεί, από πού ξεκινήσαμε και πού καταλήξαμε, και τι θα γίνουμε με την κατρακύλα που πήραμε.
«Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία» (Α. Κάλβος).