Ο Ανδρέας Τηλεμάχου αναφέρεται σε ένα απόσπασμα από τους Μύθους του Αισώπου.
Κάποτε ένα πελώριο λιοντάρι, αφού είχε απολαύσει ένα πλουσιοπάροχο γεύμα, ξάπλωσε στη σπηλιά του για να κοιμηθεί. Ξαφνικά κάτι ένιωσε στην κοιλιά του να το γαργαλάει. Άνοιξε τα μάτια του και είδε ένα μικροσκοπικό ποντικάκι να περπατάει πάνω του. Πάνω που το λιοντάρι ετοιμαζότανε να το φάει, κάνοντάς το μια χαψιά, ακούστηκε η γλυκιά φωνούλα από το ποντικάκι να του λέει:
“Αχ, μη Βασιλιά μου, λυπήσου με!!! Μην με φας, χάρισέ μου τη ζωή μου και εγώ μια μέρα θα σου ανταποδώσω αυτή την καλοσύνη σου”
Το τεράστιο λιοντάρι γεμάτο υποτίμηση, έπαρση και αλαζονεία έβαλε τα γέλια:
“Χα, χα, χα !!!! Και πως μπορείς εσύ ένα μικρό κι αδύναμο ποντικάκι να βοηθήσεις το μεγάλο και τρανό Βασιλιά της ζούγκλας;” Και ξάπλωσε και κοιμήθηκε αφήνοντας το ποντικάκι να φύγει.
Μετά από καιρό το λιοντάρι, καθώς έτρεχε στο δάσος, έπεσε σε μια παγίδα κυνηγών και βρέθηκε δεμένο με σχοινιά, απελπισμένο και βέβαιο ότι σύντομα θα πέθαινε. Εκείνη τη στιγμή περνούσε από εκεί το ποντίκι της ιστορίας μας και αναγνώρισε το λιοντάρι που βρισκόταν σε ώρα ανάγκης.
“Τώρα ήρθε η σειρά μου να σου ανταποδώσω την καλοσύνη που μου έκανες” φώναξε το ποντίκι…Και με τα σουβλερά του δόντια ροκάνισε τα σχοινιά, απελευθέρωσε το λιοντάρι και του έσωσε τη ζωή.
Ηθικό δίδαγμα του πιο πάνω υπέροχου μύθου είναι να είμαστε ταπεινοί και προσγειωμένοι. Να υπολογίζουμε, να σεβόμαστε και να εκτιμούμε τους πάντες γιατί παρόλο που νομίζουμε ότι είμαστε μεγάλα και τρανά λιοντάρια μπορεί να τα φέρει έτσι η ζωή που μια μέρα να βρεθούμε στην ανάγκη ακόμη και του πιο μικρού κι αδύναμου ποντικιού.