Σκέψεις από τον Αντώνη Χατζηαντώνη, πρόσφυγα από την Κερύνεια και συνταξιούχο εκπαιδευτικό, για την έναρξη της σχολικής χρονιάς και το πώς ένας εκπαιδευτικός πρέπει να αντιμετωπίζει τους μαθητές.

Ο Λιβάνιος φιλόσοφος Khalil Gibran (1883—1931),συνήθιζε να λέγει, ότι, ο καλός  διδάσκαλος δεν είναι αυτός που οδηγεί τα παιδιά στον οίκο της σοφίας, αλλά αυτός που τα ωθεί στο κατώφλι του μυαλού τους! Τι ήθελε να πει ο Λιβάνιος φιλόσοφος, άραγε; 

Ως εκπαιδευτικός, καθηγητής Αγγλικών για 28 τόσα χρόνια στην ελλαδική και στην κυπριακή εκπαίδευση, έχω συναντήσει όλων των ειδών τους μαθητές. Με τα προβλήματά τους, με τις ιδιαιτερότητες τους, τη θετική πλευρά τους και λοιπά. Πολλές χαρές, αλλά και πίκρες και απογοητεύσεις, περιμένουν τον δάσκαλο, σε αυτό το λειτούργημα (γιατί δεν είναι επάγγελμα) που επέλεξε. Σού εμπιστεύονται οι γονείς τα παιδιά τους, για να τα πας, ένα βήμα παραπέρα, από το σημείο που ευρίσκονται, όταν θα τα αναλάβεις. 

Το παιδί εκ της φύσεως του -και ειδικά ο έφηβος- αναζητεί την ταυτότητά του. Δεν είναι ούτε παιδί, αλλά ούτε  ενήλικος. «He is trying to find a certain identity», όπως μας υπενθύμιζε συχνά, θυμάμαι, ο Άγγλος καθηγητής στο ΑΠΘ, Stout. Είναι από τις δυσκολότερες περιπτώσεις, που θα μπορούσε να χειριστεί κάποιος. Γιατί δεν είναι λίγες οι φορές, που ο έφηβος, λόγω της δυναμικής που αρχίζει να αναπτύσσεται στην ευαίσθητη αυτή ηλικία, 12-18, θα εκμεταλλευτεί την καλοσύνη του δασκάλου. 

Άρα, το κύριο μέλημά και το πρώτιστο, ενός εκπαιδευτικού, είναι να προσεγγίσει τον μαθητή, να είναι φίλος και πατέρας μαζί, παράλληλα με τον ρόλο του μέντορα. Ασφαλώς, λέγοντας ο Gibran, ότι πρέπει να σπρώχνουμε το παιδί στο κατώφλι τού μυαλού του, τι άλλο θέλει να πει, πάρα αυτό. Δίνεις κίνητρο στον μαθητή, να αξιοποιήσει την κριτική του ικανότητα. Να ψάξει περισσότερο το θέμα, για το οποίο τον διδάσκεις. Να χρησιμοποιήσει το μυαλό του.

Ευτύχησα να έχω ως καθηγητή μου, στο επιλεγόμενο μάθημα των Παιδαγωγικών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τον μακαριστό πια, Ανδρέα Μιχαηλίδη – Νουάρο (1922—2009). Ο καθηγητής αυτός, μεταξύ άλλων βιβλίων, είχε γράψει και ένα βιβλίο με τίτλο «Ο ευφυής μαθητής». Θυμάμαι και ένα χαρακτηριστικό που έμεινε στη μνήμη μου. Στις εξετάσεις του Ιουνίου, έβγαζε ανά πέντε τους εξεταζόμενους φοιτητές, όρθιος, σε μία μικρή βεράντα του τετάρτου ορόφου της Φιλοσοφικής Σχολής. Μας έθετε δυο – τρεις ερωτήσεις στον καθένα. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, λοιπόν, κατέτασσε τους μαθητές, στη μέση, στην ανώτερη και στην ανώτατη ευφυΐα. Τόνιζε δε, ότι δεν είναι προϋπόθεση η ανώτατη ευφυΐα για ένα παιδί, για πετύχει στη ζωή του. 

Ας ευχηθούμε στα παιδιά, ειδικά αυτά του Δημοτικού που αρχίζουν φέτος τη σχολική τους ζωή, φοιτώντας στην Α’ Δημοτικού που είναι και η πιο ευαίσθητη ομάδα παιδιών λόγω ηλικίας, να ’ναι το ταξίδι τους στον κόσμο της γνώσης, ευχάριστο, επίπονο και παραγωγικό.

Θα κλείσω με κάτι αστείο, που έγινε χρόνια πριν, όταν ήμουν μαθητής, στο Γυμνάσιο Κερύνειας. Ένας καθηγητής, Μαθηματικός, εξοργισμένος με τη συμπεριφορά ενός συμμαθητή μου που ερχόταν μονίμως αδιάβαστος, τον ρωτάει μια μέρα: «Τι θα γίνει μαζί σου, Γεώργιε; Πάντα αδιάβαστος. Διερωτώμαι γιατί έρχεσαι στο σχολείο!». Για να λάβει την ειλικρινέστατη απάντηση: «Μα, εν τζαι έρκουμαι, γιατί το θέλω ο ίδιος κύριε… πέμπουν με, οι γονιοί μου!».