Ο Λοΐζος Πίπης γράφει κάποιες σκέψεις για τη λειτουργία της Βουλής, την κομματική πειθαρχία και την κατά συνείδηση ψήφο.

«Η έκφραση της θέλησης του λαού έχει περιέλθει στα κόμματα», Α.Σβώλος.

Η αμφισβήτηση της πολιτικής αγγίζει και τη λειτουργία της Βουλής. Αμφισβητείται ανάμεσα σε άλλα, αν είναι στην πραγματικότητα το Σώμα που νομοθετεί. Το δικαίωμα να προτείνουν Νόμους αναγνωρίζεται μόνο στην κυβέρνηση και στους βουλευτές. Στην πράξη, οι νομοθετικές προτάσεις που γίνονται Νόμοι είναι κατά κανόνα κυβερνητικές. Κάθε κυβέρνηση από το στάδιο ακόμα σχεδιασμού μιας νομοθετικής πρωτοβουλίας της, λαμβάνει υπόψη και σταθμίζει τον κρατικό έλεγχο που θα της ασκηθεί στη Βουλή από την αντιπολίτευση όχι όμως πάντα από την αντιπολίτευση και μόνο. Πιο απλά, η νομοθετική λειτουργία της Βουλής θέτει σε κάθε κυβέρνηση εκ των προτέρων περιορισμούς. Σπάνια ένα κυβερνητικό νομοσχέδιο ψηφίζεται χωρίς τροποποιήσεις, οι οποίες προκύπτουν από τη συζήτηση στη Βουλή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο καθοριστικός ρόλος της κυβέρνησης δεν είναι σύμπτωμα αποδυνάμωσης της Βουλής. Ουσιαστικά νομοθετεί η κυβέρνηση υπό τον έλεγχο όμως και της κοινής γνώμης των βουλευτών και της πλειοψηφίας της Βουλής. 

Στις διαρκείς Κοινοβουλευτικές Επιτροπές στις οποίες συζητούνται όλες οι νομοθετικές προτάσεις καλούνται και εκπρόσωποι κοινωνικών ομάδων και συμφερόντων. Το βήμα της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής γίνεται βήμα επίσης απόψεων για το συζητούμενο νομοσχέδιο. Οι απόψεις ή και αιτήματα νόμιμα εκφραζομένων προσφέρει στους νομοθέτες βουλευτές την ευχέρεια να σταθμίσουν τη σημασία των αντιδράσεων ή των αιτημάτων. 

Κομματική πειθαρχία και κατά συνείδηση ψήφος: Ο ρόλος της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας στη νομοθετική λειτουργία της Βουλής, οδηγεί στο ερώτημα που γεννά η καλούμενη «κομματική πειθαρχία». Ο βουλευτής της συμπολίτευσης στηρίζει τις νομοθετικές προτάσεις της κυβέρνησης ως «διατασσόμενη μονάδα» ή ως «βουλεύομενη οντότητα». Το ίδιο ερώτημα ισχύει αντίστροφα και τον βουλευτή της αντιπολίτευσης που οι ηγεσίες της κατά κανόνα δίνουν οδηγίες καταψήφισης. Η αντίληψη ότι ο βουλευτής υπόκειται σε κομματική πειθαρχία είναι γέννημα του ρόλου των κομμάτων στις σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, όπου η έκφραση της θέλησης του λαού περιέρχεται κατά βάση στα κόμματα. Παράλληλα, αναγνωρίζεται ρητά για τον βουλευτή η καλούμενη «αρχή της ελεύθερης εντολής» δηλαδή το απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση. Αναζητείται όθεν το συνταίριασμα της κομματικής υποχρέωσης. Αν αποδεχθούμε ως κομματική υποχρέωση-δέσμευση του κυβερνητικού βουλευτή να υπερψηφίζει κάθε νόμο και κάθε διάταξη, ή τον βουλευτή πάλι της αντιπολίτευσης να καταψηφίζει ή σπάνια να υπερψηφίζει αλλά μόνο με κομματική εντολή, τότε ευτελίζουμε το Σύνταγμα και τον βουλευτή. Το αναζητούμενο συνταίριασμα δεν μπορεί να το δώσει ένας κανόνας, που θα καθόριζε πότε είναι ανεκτή και πότε ανεπίτρεπτη η διαφορετική ψήφος. Είναι ζήτημα που πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση. Είναι τελικά ζήτημα ωριμότητος και αισθήματος ευθύνης του διαφοροποιούμενου βουλευτή. Ασφαλώς, ο βουλευτής όταν πρόκειται για ζητήματα βασικών αρχών και διακηρυγμένους στόχους του κόμματος δεν έχει το δικαίωμα να τα αγνοήσει. Αλλά και οι ηγεσίες οφείλουν να είναι απαλλαγμένες από τη νοοτροπία του εξουσιαστικού κέντρου. 

Όσο για τον/την νέο/α Πρόεδρο της Βουλής. Αυτός/η να είναι πολιτικός με νέα πολιτική αντίληψη, με κόσμημα την ηθική προσωπικότητα.  Δέσμευση του/της ότι θα ακολουθήσουν τον δρόμο της ευθύνης με την εδραίωση της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου, μακριά από τις σειρήνες του λαϊκισμού και της συντήρησης.