Ο Αντώνης Χατζηαντώνης, πρόσφυγας από την Κερύνεια, θυμάται τις μαύρες μέρες του Ιουλίου του ’74.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, έρχονται σωρηδόν οι αναμνήσεις, από το μαύρο Ιούλιο του 1974. Η πρόσφατη πυρκαγιά στο χωριό Αρακαπάς και τα γύρω χωριά, της οποίας, η μυρωδιά από καμένα ξύλα έφτασε και εδώ στην πόλη της Λεμεσού, ξύπνησε εφιαλτικές μνήμες… Ασφυκτική κάπνα, από καμένο ξύλο και αποκαΐδια, ερχόντουσαν και τότε, από τον φλεγόμενο Πενταδάκτυλο, στην πολιορκημένη Κερύνεια! Εμείς, είχαμε μείνει στην πόλη, έγκλειστοι σε ένα υπόγειο, στο αρχοντικό μιας ηλικιωμένης Αγγλίδας, απέναντι από το σπίτι μας, για λόγους ασφαλείας. Διότι είχε χοντρούς τοίχους, πάχους περίπου ενός μέτρου!
Δεν θα ξεχάσω τα τραγικά γεγονότα. Ήμουνα τότε στην ηλικία των 15 ετών. Να παρακολουθώ με τον γείτονα, φίλο Σούλη Σταυρίδη, στις 22 του Ιούλη, κατά το μεσημέρι, να διασχίζουν την λεωφόρο 25ης Μαρτίου μπροστά από το σπίτι μας, τα μεχμετζίκ, φάλαγγα κατά άνδρα και να κινούνται νότια. Είχαν εξέλθει από τα αποβατικό πλοία. Επίσης, τανκς, σκονισμένα, με εκείνο τον απαίσιο θόρυβο από τις ερπύστριες, τους συνόδευαν…
Εμείς, περιμέναμε με την ψυχή στο στόμα, μέσα στο υγρό υπόγειο. Την 3η μέρα, δηλαδή στις 23 του Ιούλη, ο πατέρας μου αποφάσισε ότι έπρεπε να φύγουμε, γιατί κάποια στιγμή θα μας ανακάλυπταν. Με ένα Austin Cambridge, αφού πήραμε ελάχιστα πράγματα μαζί μας, όπως ένα ραδιοφωνάκι για να ακούμε τις ειδήσεις, 3-4 παγούρια με νερό, κατευθυνθήκαμε ανατολικά. Προς Αγιο Επίκτητο και Κλεπίνη. Με σκοπό, να φτάσουμε στην ελεύθερη ακόμη, Αμμόχωστο, που ήταν οι συμπέθεροι μας.
Πάρα το χωριό Καράκουμι, 2 χιλιόμετρα ανατολικά της Κερύνειας, ένα μπλοκ 6-7 Τούρκων στρατιωτών, μας κάνει σήμα αλτ και μας σταματάει. Αφού έψαξαν το αυτοκίνητο για όπλα, μας ζήτησαν τσιγάρα! Ο πατέρας μου δεν κάπνιζε. Τους έδειξε, ένα κόκκινο σταυρό, που είχαμε κολλήσει στο πίσω τζάμι του αυτοκινήτου, πριν ξεκινήσουμε, τον οποίο ζωγράφισα με νερομπογιά σε ένα λευκό χαρτί, και τους εξήγησε, μισά αγγλικά, μισά τουρκικά, γιατί είχε και Τουρκοκύπριους πελάτες στην περιοχή πάνω Κερύνεια, ότι ήταν ιατρός, και τους παρακάλεσε να μη μας πειράξουν. Ήμασταν, εγώ, οι γονείς μου και η γερόντισσα γιαγιά μου, η Άννα, που ήταν τότε 72-73 ετών. Τελικά, μας άφησαν και περάσαμε. Το πρώτο βράδυ, διανυκτερεύσαμε στον Άγιο Επίκτητο, στο εγκαταλειμμένο σπίτι, του θείου Ανδρέα, αδελφού του πατέρα μου. Τι να πρωτοθυμηθώ Θεέ μου… την αποπνικτική μπόχα, από 2 σάπια καρπούζια, που αφέθηκαν να σαπίζουν στην κουζίνα; Τον πυκνό καπνό, από το καιγόμενο δάσος του βουνού;
Ευτυχώς, η μητέρα μου, βρήκε κάπου στο κελάρι, ένα κούζο με χαλούμια, που είχε αφήσει η θεία Νίκη, πάνω στη βιασύνη τους να φύγουνε κι αυτοί νότια, προς Κυθρέα για να σωθούνε από τις ορδές των βαρβάρων. Έτσι και με λίγο ψωμί που βρήκε στην ερμαρόλα (ντουλάπα για τρόφιμα), φάγαμε κάτι πρόχειρο για να επιβιώσουμε. Το λίγο νερό από το πηγάδι του θείου Ανδρέα, ήτανε σχετικά κρύο και δρόσισε λίγο τα καμένα μας χείλη…
Δύο άντρες, γενειοφόροι, πρέπει να ήταν της ΕΟΚΑ Β’, πέρασαν και μπήκαν στο σπίτι, ρωτώντας μας: «Τι κάνετε εδώ; Σε λίγο θα φτάσουν οι Τούρκοι». Η μάνα μου, δεν άντεξε, γιατί γνώριζε ότι ήταν εοκαβητατζήδες και τους φώναξε θυμωμένη και κλαίγοντας: «Θέλατε Ένωση ρε; Πού είναι τώρα, η μάνα σας, να μας βοηθήσει; Εφέρετέ μας τους Τούρκους…». Οι δύο τύποι, αφού ξεστόμισαν μια βλαστήμια, έσκυψαν το κεφάλι από σεβασμό προς τον πατέρα μου και κρατώντας τον οπλισμό τους, νομίζω έφεραν sten και τυφέκιο Τ4, κινήθηκαν προς τους πρόποδες του Πενταδακτύλου.
Αυτά, είναι ένα μικρό μέρος των αναμνήσεων μου, που δεν πρόκειται να σβηστούν ποτέ από το μυαλό μου. Και τις κουβαλάω 47 τόσα χρόνια στη μνήμη.
Από τότε, άρχισε η Οδύσσεια. Με καράβι, από το λιμάνι Λεμεσού, έφυγα με τη μακαριστή μητέρα μου για την Αθήνα, όπου μόλις είχε πάρει το πτυχίο της η μικρή μου αδερφή Χρύσω. Μας φιλοξένησε, ας είναι καλά! Τελείωσα το Β’ Λύκειο Αρρένων Ζωγράφου και κατάφερα να επιβιώσω, περνώντας μέσα από χίλιες δυο συμπληγάδες, στερήσεις, κακουχίες. Όπως και χιλιάδες άλλοι Ε/κ πρόσφυγες.
Αυτά πρέπει να διδάσκονται στους νέους. Οι οποίοι δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτα… Όταν φύγει και η δική μου η γενιά και ξεχαστούν όλα, ίσως λόγω της άγνοιας, θα αφεθεί η ηγεσία να υπογράψει καταστροφικά σχέδια λύσης… Που θα παραδίδουν τον Οθωμανό και την υπόλοιπη Κύπρο. Ας είμαστε προσεκτικοί και ας μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος…