Ο Α. Χατζηαντώνης θυμάται τη μέρα της τουρκικής εισβολής.
Ξημερώματα 20ής Ιουλίου ’74… Ήχος πολεμικών αεροσκαφών, με ξυπνάει. Σηκώνομαι αγουροξυπνημένος, τρίβω τα μάτια, 15χρονο παιδί, τρέχω στο πίσω ξύλινο μπαλκόνι και τι να δω; Τουρκικά μαχητικά διέσχιζαν τον καταγάλανο, καλοκαιριάτικο ουρανό της Κερύνειάς μας…
«Όλοι έξω! Κάτω από τις πορτοκαλιές στον πίσω κήπο, βουράτε!», φωνάζει τρομαγμένος ο μακαριστός πατέρας μου, ιατρός – λοχαγός της ΕΦ, Εμμανουήλ Χατζηαντώνης.
Οι κινήσεις αεροπλάνων συνεχίστηκαν μέχρι μεσημβρίας. Σκεφτήκαμε να εγκαταλείψουμε το σπίτι. Απέναντι από το αρχοντικό μας, ήταν η πολυτελέστατη έπαυλη μιας Αγγλίδας, της Lady Spiggs, σύζυγος στρατηγού που είχε υπηρετήσει στην Κένυα και αλλού. Βρήκαμε προστασία στο υπόγειο της έπαυλης, μαζί με την οικογένεια του μ. Ανδρέα Σταυρίδη.
Το νερό ελάχιστο και χλιαρό, αφού απεκόπησαν όλες οι παροχές νερού, ρεύματος και τηλεφώνου. Για τροφή, μας είχε απομείνει μόνο μια όρνιθα, την οποία έψησε η μακαριστή κ. Μαρία και την βγάλαμε 2-3 μέρες…
Κρυμμένοι στο υπόγειο, μείναμε 2-3 μερόνυχτα. Κοιμόμασταν στρωματσάδα! Τα πρωινά βγαίνοντας με τον φίλο Χρυσόστομο, έξω στην αυλή να πάρουμε λίγο αέρα, μας έπνιγε η αιθάλη από το καμένο δάσος του Πενταδάκτυλου που φλεγόταν επί μέρες… Βρίσκαμε και θραύσματα οβίδων που έσκαγαν κάπου εκεί τριγύρω.
Στις 22 κατελήφθη η Τζερύνεια. Με προσοχή, εγώ με τη γιαγιά μου Άννα και τους γονείς μου, σκεφτήκαμε να περάσουμε απέναντι στο σπίτι μας, να πάρουμε κάποια χρειώδη και να εγκαταλείψουμε την έρημη πόλη, που ήδη είχε μια μυρωδιά από δεκάδες άταφα πτώματα που κείτονταν στους δρόμους. Νομίζοντας ότι εντός μιας εβδομάδος το πολύ, θα επιστρέφαμε! Αφού πήραμε λίγα ρούχα, εγώ πήρα το μικρό τρανζιστοράκι του θείου Ττοφή για να ακούμε τα νέα, καθίσαμε λίγο στο μπροστινό ξύλινο μπαλκόνι, που έβλεπε στην κεντρική λεωφόρο της 25ης Μαρτίου. Υπόκωφος ήχος αρμάτων μάχης. Σε μερικά λεπτά, εμφανίστηκαν εν σειρά, κινούμενα προς Άνω Κερύνεια, τα σιδερένια τέρατα: Άρματα μάχης, Μ-48 συνοδευόμενα από οπλίτες σκονισμένους, που βάδιζαν φάλαγγα κατ’ άνδρα δίπλα στα τανκ. Δύο Τούρκοι μας πρόσεξαν και εισέρχονται από την μπροστινή καγκελόπορτα. Έρχονται κοντά μας. Ο ένας έφερε διακριτικά αξιωματικού. Ο άλλος, με φάτσα Μογγόλου, αμίλητος σαν ναρκωμένος. Ο πατέρας μου, αφού μας έκανε νόημα να μην πανικοβληθούμε, μίλησε αγγλικά και λίγα τούρκικα. «Σου, σου!». Ζήτησαν νερό. Η παροχή κομμένη. Ευτυχώς, σκέφτηκε και τους έφερε λίγο, χλιαρό κι αυτό, από το ντεπόζιτο η μητέρα μου.
«Να φύγετε αμέσως. Πάρε γυναίκα, παιδί σου και πηγαίνετε ανατολικά… Σε λίγο, μπουμ-μπουμ, βομβαρδίσουμε!», είπε με σπαστά ελληνικά ο Τούρκος. Αφού ήπιαν το νερό, κατέβηκαν και ενώθηκαν με τους υπόλοιπους.
Έφτιαξα έναν κόκκινο σταυρό σε ένα κομμάτι χαρτί, τον κόλλησα στο πίσω τζάμι του παλιού Austin Cambridge, ΒΝ 925, δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον αριθμό εγγραφής του, εγώ και οι δυο αδελφές μου, Χρύσω και Άντρη και ξεκινήσαμε προς ανατολάς, με προορισμό την Αμμόχωστο.
Παρά την έξοδο προς Καράκουμι, μπλόκο 3-4 ανδρών μας ανακόπτει. Ζήτησαν τσιγάρα. Δεν είχαμε, ο πατερούλης μου δεν ήταν καπνιστής. Δεν μας πείραξαν, βλέποντας και τον ερυθρό σταυρό κολλημένο στο τζάμι του αυτοκινήτου.
Προχωρήσαμε προς Κλεπίνη. Η Οδύσσεια, μόλις άρχιζε.
Θα επανέλθω.