Ο Γιάννης Πεγειώτης διηγείται την ιστορία τριών ανταρτών της ΕΟΚΑ, ηρώων του απελευθερωτικού αγώνα την ημέρα των Χριστουγέννων.
Ήταν Χριστούγεννά του 1958. Μια ομάδα ανταρτών τριμελής ανέβηκε πρωί λίγο μετά τη λειτουργία των Χριστουγέννων σε ένα ξωκκλήσι της ημιορεινής Λεμεσού. Κάπου ανάμεσα Παραμύθας – Φασούλλας – Ακαπνούς – Γεράσας. Ποιος να ξέρει. Μονάχα ένας απέμεινε εν ζωή.
Έφτασε ο ιερέας κοντινού χωρκού. Έφερε με χίλιες προφυλάξεις την Θεία Κοινωνία .Ο ομαδάρχης, αφού προσκύνησαν είπε: «Δαπάνω πάτερ μου, δύσκολόν να νηστέψουμεν σωστά. Είμαστεν όμως νηστιτζοί που εψές, να κοινωνήσουμεν. Τζιαι που τόπος για να καθαριστούμεν. Μες τα βουνά αντάρτες τόσον τζιαιρόν». «Εσείς τζι αν είσαστεν οδοιπορούντες γιε μου», απάντησεν ο λεβέντης παπάς. «Ελάτε παιθκιά μου να κοινωνήσετε να κάμετε τζι εσείς Χριστούγεννα».
Εκοινωνήσαν ευλαβικά. Ο μεγάλος, σαν καπετάνιος κλεφτών, άφοβός μα έντονα προστατευτικός για τους θκυό μιτσιούς. Ο καθένας τους ολόκληρη σειρά παράτολμων ενεργειών για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Δεν ανέβαινε κάποιος στο βουνό καταζητούμενος τζιαι αντάρτης εύκολα το ’58. Έπρεπε να κινδυνεύει σε μέγιστο βαθμό. Οι αντάρτες πόλεων ήτουν πολλά πολύτιμοι μετά τα ανθρωπομαζώματα. Εκάτσαν ύστερα για λλίον μες την εκκλησιάν. Χρόνια πολλά παιθκιά μου. Ο Χριστός ο εν τη φάτνει τεχθείς τωρά εσκήνωσεν μες την καρκιάν σας.
Ύστερα επκιάσαν τα όπλα τους τζιαι επήραν το μονοπάτι των βουνών για το μυστικόν δρόμον του κρυσφηγέτου όπου επεράσαν έναν δύσκολον τζιαι κρυόν σιειμώναν…
Με το Χριστόν μες τη ψυσιήν τους εις νεφρούς εις καρδίας αντέξαν ως το Φεβράρην του ’58.
Ήταν τρεις, ένας πρωταντάρτης τζιαι θκυό αντάρτες είκοσι ετών, από τα δεκαεφτά στους κινδύνους. Εκείνα τα Χριστούγεννα επαρηγορήθηκαν και εστηρίχτηκαν μετά από ένα πολύ δύσκολόν έτος. Στο βουνόν Χριστούγεννα, κατάκοποι, πεινασμένοι, για να ζούμεν εμείς ελεύθεροι. Ο ένας των τριών πάντα θυμόταν με ευγνωμοσύνη τον λεβέντη λευίτη και τους λόγους παρηγορίας του. Τα Χριστούγεννα του 1960 υπέφερε ακόμη από τις κακουχίες της ανταρτικής ζωής μα έκαμεν Χριστούγεννα στην εκκλησιάν του χωρκού του Στο «μετά φόβου Θεού πίστεως» αθθυμήθηκεν τους θκυό αντάρτες που επολεμούσαν μαζί του για την πολλαγαπημένην τους πατρίδαν.