Ο Γιάννης Πεγειώτης θυμάται πως τα παλιά χρόνια οι κάτοικοι στη Λαόνα ήταν φτωχοί μεν αλλά αρκόντοι.

Στον Πιττοκόπον γιε μου εκάμναν ούλλες τις νηστείες. Η γιαγιά εμαείρευκεν πάντα νηστίσιμα έτσι τζιαιρούς. Όι πως είχαν τούτα που έχουμεν τωρά. Μα το κοπάδιν είχαν το. Τα κτηνά τους είχαν τα. Ο Ακάμας ήτουν ένας παράδεισoς για τους φτωχούς. Κανένας εν επέθανεν νηστικός μες στον Ακάμαν. Ήταν να συνάξει πάγκαλλους, κίρταμαν, καππάρι. Οι λαοί (λαγοί) ήτουν αμέτρητοι. Μανιτάρκα πολλά. Ήταν τζιαι οι βροσιές καλές. Εβοηθούσαν.

Εις τη θάλασσα στον Γερόνησσον στον Άην Κόνωναν ήταν να συνάξεις το άλας σου τζι ας σε βουρούσαν που πίσω οι αλατοφύλακες. Ήταν να έβρεις πεταλλίνες. Να πας εις τους καούρους εις το πυροφάνι. Οι τόποι γεμάτοι τερατσιές, αθασιές, ελιές να φκάλεις το λάιν σου το καλόν.

Είσιεν βάτους με τα δώρα τους. Είσιεν αγρέλλια στους τζιαιρούς τους, τζι αγριοτζινάρες.

Ύστερις που το τριάντα ο παππούς σου που ‘ρτεν που την Πέγειαν στον Άην Κόνωναν έβαλλεν τζιαι κολοκάσιν. Έφερνεν τζιαι στο χωρκόν τις Κυριακάες ό,τι εγιωρκούσεν τζιαι επκιάνναμεν.

Εις την Αθκιάν είσιεν νερόν καλόν, έβαλλεν ο παππούς σου ο Γιαννής πο ούλλα τα καλά. Πομυλόρκα, λουβίν, φασολάκιν, αγγουράκια, βαζάνια. Εφυτεύκαμεν τζιαι τες φρακτάες. Εβάλλαμεν τζιαι κρομμύθκια δυνάμενα, πιπέρκα ωραία.

Εφουρνίζαμεν πο ούλλα, ψουμιά, ποξαμάθκια, κουλλούρκα.

Που του Άη Φιλίππου εν ετρώαν κρέας εις τον Πιττοκόπον. Ενηστεύκαν τζιαι στη Δρούσιαν πολλοί που τους παλλιούς. Μα εν τζι είσιεν τζιαι κρέατα συνέχεια πας στο τραπέζιν. Ετρώαμεν άλλα φαγιά, γλυτζιά μούσκος. Ψουμίν σιταρένον, κρομμύθκια, ελιές κουμνιαστές ή τσακκιστές, τζιαι είμαστεν άλλωσπως αρκόντοι. Φτωσιοί μα αρκόντοι στη Λαόναν μας.