Πικρές μνήμες από το ημερολόγιο του Πρόδρομου Αντωνάκη όπου παρουσιάζει τον ξεριζωμό, όπως τον έζησε, από το αγαπημένο του χωριό, Λιμνιά Αμμοχώστου. 

Εκείνο το πρωινό δεν ήταν όπως τα άλλα. Από το βράδυ φάνηκε το αδιέξοδο στις συνομιλίες της Γενεύης κι ο κόσμος ξύπνησε με το πρώτο φως αναστατωμένος από τον ήχο μακρινών βολών πυροβολικού και βομβών της τουρκικής αεροπορίας. Η καμπάνα της εκκλησίας καλούσε τους πιστούς για τα «προεόρτια της κοίμησης της Υπεραγίας Θεοτόκου». Άλλοι ξεκίνησαν για τις μάντρες και τα περιβόλια να φροντίσουν τα ζώα και τις φυτείες τους με την ελπίδα πως το κακό σύντομα θα περάσει. Οι νοικοκυρές σχημάτισαν τα πρώτα πηγαδάκια στις γειτονιές συζητώντας τις εξελίξεις. Οι καφενόβιοι, κυρίως συνταξιούχοι, έπαιρναν ανήσυχοι τον πρωινό καφέ τους. Οι νέοι ήταν στην «πρώτη γραμμή» από τις 20 Ιουλίου εκτός από μερικές εξαιρέσεις που «πρόσεχαν το χωριό». Κανένας δεν πίστευε πως αυτή θα ήταν η τελευταία μέρα στο χωριό μας.

Από το χωριό άρχισαν σταδιακά να διέρχονται πολλά αυτοκίνητα που έφεραν τα άσχημα νέα για σπάσιμο του μετώπου στη Μια Μηλιά. Όσοι είχαν αυτοκίνητα άρχισαν να φεύγουν με τις οικογένειές τους. Δρομολογήθηκαν, επίσης, λεωφορεία από την Πολιτική Άμυνα για μεταφορά των κατοίκων στις κοντινές βάσεις Αγίου Νικολάου. Επικρατούσε πανικός. Γύρω στις τρεις το μεσημέρι το χωριό εκκενώθηκε από τους κατοίκους εκτός από μερικούς ανήμπορους ηλικιωμένους.

Εγώ, στα δεκαέξι και κάτι μαθητής τότε, βοηθούσα τον θείο μου που είχε φάρμα με άλογα και αγελάδες. Αφού φροντίσαμε τα ζώα πήγαμε με το τρακτέρ στο περιβόλι του θείου στη Μαζέρα, κόψαμε χόρτο για τα ζώα, ποτίσαμε τη ρέντα, μαζέψαμε τα διάφορα προϊόντα και γυρίσαμε στο χωριό λίγο πριν το μεσημέρι. Αφού ξεφορτώσαμε, κλείσαμε ραντεβού για τις πέντε το απόγευμα για τη φροντίδα των ζώων. 

Φτάνοντας στο σπίτι βρήκα τη μητέρα μου αναστατωμένη να με περιμένει και μου είπε ότι θα φεύγαμε για τις Βάσεις Αγίου Νικολάου όπου ήταν ο πατέρας μου αφού δεν ήταν στρατεύσιμος και εργαζόταν. Κλειδώσαμε το σπίτι και ξεκινήσαμε με αυτοκίνητο της Πολιτικής Άμυνας τελευταίοι. Ακολουθήσαμε αγροτικό δρόμο προς την Αμμόχωστο περνώντας κοντά στο μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα. Πλησιάζοντας τις παρυφές της πόλης βρήκαμε πολλούς Ελληνοκύπριους να κινούνται με κάθε μέσο προς τη σωτηρία. Στρατιώτες που περιπλανιόνταν εκεί, μας ζητούσαν νερό και κάτι φαγώσιμο. Δώσαμε ό,τι μπορούσαμε και προχωρήσαμε θλιμμένοι. 

Περνώντας από τους άδειους δρόμους του Αγίου Λουκά φτάσαμε στις Αγγλικές Βάσεις και κατευθυνθήκαμε στους πορτοκαλεώνες που πλημύριζαν την περιοχή σφύζοντας από κόσμο που ήρθε εκεί για να γλιτώσει. Άγγλοι στρατιώτες είχαν πάρει θέσεις μάχης σε διάφορα σημεία. Καταλήξαμε στο περιβόλι Κασάπη μαζί με αρκετούς άλλους συγχωριανούς. Το βράδυ σχόλασε ο πατέρας μου και ειδοποιημένος ήρθε και μας βρήκε. Τη νύχτα κουβεντιάζοντας παρέες-παρέες προσπαθούσαμε να βρούμε άκρη για το κακό που μας βρήκε ελπίζοντας ακόμα σε κάποια «παρέμβαση που θα έσωζε το άμοιρο νησί». Κάποιες γυναίκες μοιρολογούσαν αγωνιώντας για τους δικούς τους που βρίσκονταν στο μέτωπο. Η βοή του πολέμου μειώθηκε αλλά ποιος μπορούσε να κλείσει μάτι; 

Τις επόμενες μέρες ο πόλεμος τέλειωσε, η Αμμόχωστος έπεσε, ο Αττίλας εδραιώθηκε και η σύντομη επιστροφή στα σπίτια μας έγινε όνειρο απατηλό. Σιγά-σιγά τα περιβόλια της περιοχής άρχισαν να αδειάζουν και ο καθένας, ζυγίζοντας τα νέα δεδομένα, τράβηξε για αλλού, στην ελεύθερη Κύπρο ή το εξωτερικό, με την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο. 

Αύγουστος 2020. Κάθομαι στη βεράντα του σπιτιού μου στο Φρέναρος με το βλέμμα προς την κατεχόμενη γη. Σκέφτομαι το όμορφο χωριό μου και προβληματίζομαι με τα όσα έγιναν και τα όσα συνεχίζουν να γίνονται. Η Τουρκία όχι μόνο δεν συνεργάζεται για δίκαιη λύση του Κυπριακού αλλά αλωνίζει ανενόχλητη τις θάλασσές μας με παράνομες απαιτήσεις και ενέργειες. Η διεθνής κοινότητα αρκείται σε κάποιες χλιαρές ανακοινώσεις με τα χέρια δεμένα από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Τι μας μένει; Η ανάγκη για αρραγή ενότητα για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις και να επιβιώσουμε σαν κράτος. Το χρωστούμε στους ηρωικούς νεκρούς των απελευθερωτικών μας αγώνων.