Ο Γιάννης Πεγειώτης, εκπαιδευτικός, ερευνητής, γράφει για την αγορά πληροφοριών και τον υπόκοσμο της Λεμεσού της περιόδου 1955-1965.
Από ετών ψηφίδα – ψηφίδα συγκεντρώνουμε πληροφορίες για το ιδιόμορφο τοπίο συνεργασιών της αποικιοκρατικής Αστυνομίας και τον έλεγχο των τυχερών παιγνίων και άλλων δραστηριοτήτων πλουτισμού στη Λεμεσό πέριξ της Πλατείας Ηρώων και επί της παραλιακής οδού στα μεταπολεμικά χρόνια.
Μετά τη σύλληψη των φυγοστράτων και φυγοδίκων τόσο κεντρικά όσο και κατά επαρχία με την καθοδήγηση του Αστυνόμου Άσμορ από τη Λευκωσία, οργανώνεται στοιχειώδες αρχείο πληροφοριών το οποίο λαμβάνει πληροφόρηση και από το Λονδίνο, κυρίως το περιεχόμενο της εργασίας του εκεί συνδετικού αξιωματούχου, και συνεχίζει να κτίζει συνεργασίες και στον χώρο της παρανομίας. Όπως έχει από ετών καταδείξει ο Μαχλουζαρίδης από το 1944 μέχρι το 1947 δαπανήθηκαν τεράστια ποσά για τον τελικό έλεγχο της παρανομίας που εκπήγαζε από τους εχθρικούς ζωεμπόρους και ζωοκλέφτες των βουνών. Η εργασία αυτή συνεχίστηκε με ανάλυση των δραστηριοτήτων των πρωταγωνιστών και την ανάπτυξη μιας οργανωμένης τακτικής για «διάλογο» με τους πρωταγωνιστές της αστικής νυχτερινής ζωής για αποφυγή δράσης εκτός ελέγχου στα βήματα και τις πρακτικές της ακραία έκνομης δράσης των φυγοδίκων των ετών 1941 μέχρι το 1947.
Από επισταμένη διερεύνηση και ακολουθώντας τη γενική αρχή της προστασίας πηγών όπως αυτή παρουσιάζεται σε πολλές μυστικές υπηρεσίες μετά το 1946 και επί τη βάσει της ανάγκης δημιουργίας νέων δικτύων, ιχνογραφήσαμε την πορεία μιας σημαντικής πηγής και των συνεργατών της στην πόλη και επαρχία Λεμεσού.
Το κομβικό αυτό πρόσωπο φέρεται να ελέγχει το μεγάλο παιχνίδι ζαριών στη νύχτα της Λεμεσού. Αν όχι άμεσα σίγουρα έμμεσα διά των συνεργατών και της οικογενείας του. Σύμφωνα με παλαιά μαρτυρία σοβαρής πηγής μας, τουλάχιστον από το 1956 υπήρχε φόβος, τρόμος στους εργαζόμενους στα εστιατόρια και γενικά τους χώρους εστίασης της Πλατείας Ηρώων και της κεντρικής γενικά Λεμεσού απέναντι στην προστατευόμενη από ποικίλα κέντρα οικογενειακή αυτή δικτύωση ελέγχου της νύχτας της πόλης.
Με την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ κτίζεται σταδιακά μια συνεργασία στελεχών του ειδικού κλάδου με την «οικογένεια» αυτή της νύχτας. Σε μία τουλάχιστον περίπτωση ο ειδικός κλάδος των Πλατρών τους διευκολύνει συλλαμβάνοντας και βασανίζοντας έναν από τους βασικούς τους αντίπαλους, τον οποίον τελικά και τους παραδίδει για να τον θανατώσουν και να παραμείνουν οι κυρίαρχοι των τυχερών παιγνίων της πόλης.
Ένα από τα άγνωστα κεφάλαια της περιόδου 1960 έως 1970 είναι η παρουσία του υποκόσμου στη Λευκωσία, τη Λεμεσό, τη Λάρνακα και την Αμμόχωστο, και ο ρόλος του στην αγορά πληροφοριών και στην οπλοχρησία.
Κατά την περίοδο αυτή η κερδοφορία από το χαρτοπαίγνιο είναι όντως σημαντική και η λειτουργία λεσχών όλων των επιπέδων και των βαλαντίων ανθεί σε όλες τις πόλεις της Κύπρου και στα ορεινά και ημιορεινά θέρετρα.
Εξερχόμενοι από την Αγγλοκρατία πολλοί μικροί και μεγάλοι πρωταγωνιστές των νυχτερινών δραστηριοτήτων επιχειρούν να προσαρμοστούν στο νέο τοπίο. Κάποιοι που εμφανώς είχαν συνεργαστεί με τον ειδικό κλάδο είτε αξιοποιούν την προσφορά των Βρετανών για φυγάδευση, είτε επιχειρούν να προσεταιριστούν πολιτικούς πρωταγωνιστές του ανεξάρτητου βίου για να κερδίσουν ασυλία. Ορισμένοι το επιτυγχάνουν ενώ οι βασικοί κυρίαρχοι του τζόγου στη Λεμεσό θα οδηγηθούν στην αγχόνη, εκτός από τον επικεφαλής τους ο οποίος ως σημαντική πηγή των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών με σημαντική και επιχειρησιακώς πολύτιμη προσφορά παραμένει στη Μεγάλη Βρετανία και διασώζεται προστατευόμενος.
Έτσι η κυβεία στη Λεμεσό και ιδιαιτέρως τα παίγνια ζαριού δεν έχουν από του 1962 τον βασικό τους προστατευόμενο εγκέφαλο. Ένα κενό στην κυβεία της πόλης αναζητεί τον νέο μεγάλο ρυθμιστή του και τους νέους δορυφορικούς κερδοσκόπους.