Ο Γιάννης Χριστοφίδης μάς μιλά για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, αλλά και για το ομώνυμό του χωριό, τον Πρόδρομο και τις μνήμες του από εκεί.
Μια από τις πιο γνωστές και σημαντικές μορφές της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής μας ιστορίας και παράδοσης που μαθαίναμε και μας εντυπωσίαζε από τα παιδικά μας χρόνια, μετά από τον Χριστό και την Παναγία ήταν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Όχι μόνο για την τραγική και συγκλονιστική εκτέλεσή του, με την αποτομή της τιμίας κεφαλής του και την παράδοσή της «επί πίνακι» στην κόρη της Ηρωδιάδας, αλλά και από την όλη ασκητική ζωή του, στην έρημο της Ιουδαίας, τρώγοντας μόνο μέλι και ακρίδες και ως «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», κήρυττε συνεχώς τη μετάνοια «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών», ως μοναδικό τρόπο εξάλειψης των αμαρτιών των ανθρώπων. Φυσικά, όπως είναι και το προσωνύμιο του, ήταν και ο «Πρόδρομος Κυρίου» δηλαδή αυτός που προπαρασκεύασε τον δρόμο της ζωής και της διδασκαλίας του Χριστού μας.
Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των δυο προσώπων του τίτλου δεν έχει να κάνει με τίποτα άλλο, παρά μόνο με το όνομα Πρόδρομος και με κάποιες παιδικές μου αναμνήσεις. Πρόδρομος, δηλαδή, ονομάστηκε το καταπράσινο από πεύκα και ψηλότερο χωριό της Κύπρου, προς τιμή και θύμηση της μνήμης του Ιωάννου, που γιορτάζει πανηγυρικά στις 29 Αυγούστου κάθε χρόνο. Θυμάμαι λοιπόν, από τα παιδικά μου χρόνια, πως γύρω στο 1950 κάθε τέτοια μέρα ο πατέρας, μας ξυπνούσε από τα χαράματα κι ετοιμαζόμαστε με πολλή χαρά να εκδράμουμε από τον Πεδουλά, με το αυτοκίνητο της ΚΕΜ (Κυπριακής Εταιρείας Μεταφορών), στον γειτονικό Πρόδρομο. Η διαδρομή δεν ήταν μεγάλη με το αυτοκίνητο, αλλά εμείς αδημονούσαμε να φτάσουμε γρήγορα στο χωριό του πατέρα, να φιλήσουμε το χέρι του Δεσπότη στην εκκλησία και μετά τη θεία λειτουργία να σεργιανίσουμε για λίγο στο πανηγύρι και αφού πάρουμε τις απολαυστικές σισαμόπιτες και τους φρεσκοτηγανισμένους λουκουμάδες, να καταλήξουμε τελικά στο σπίτι της καλής γιαγιάς μας, της Ουρανίας.
Το σπίτι της γιαγιάς ήταν πιο ψηλά από την εκκλησία και από εκεί βλέπαμε κι απολαμβάναμε μια όμορφη καταπράσινη κοιλάδα και στο βάθος της διακρίναμε κάποιο μέρος του χωριού Παλιόμυλος, όπου ο πατέρας πήγαινε περπατητός από τον Πρόδρομο, τον καιρό του σχολείου. Εκεί συναντούσαμε κάθε τέτοια μέρα και τον αδελφό της γιαγιάς, τον Κωνσταντίνο Μυριανθόπουλο, όπου μας υποδεχόταν με πολλή εγκαρδιότητα, μας έδινε δωράκια και μας έλεγε όμορφες ιστορίες. Μας άρεσε το αρχοντικό του παράστημα, το γελαστό του ύφος, τα εντυπωσιακά γυαλιά του, που μας ενέπνεαν περίσσιο σεβασμό και ο μεγάλος και περιποιημένος του μύστακας. Μου θύμιζε τότε λιγάκι τους ήρωες του 1821, αλλά όταν μεγάλωσα ταύτιζα την όλη φιγούρα του με αυτή του Ελευθέριου Βενιζέλου. Πιο πάνω από το σπίτι της γιαγιάς, ήταν το σπίτι της θείας Ευγενίας (Φκενούς) που κι αυτή με τη σειρά της, μας δεχόταν χαμογελαστή φιλεύοντάς μας με ζαχαρωμένο σουτζούκο της κούμνας και με μια ιδιόρυθμη, συρτή και δυνατή φωνή να μας διηγείται τα βάσανα και τις χαρές της. Όπως έμαθα πολύ πιο ύστερα, με μια τέτοια συρτή φωνή μιλούσαν και κάποιοι κάτοικοι του άλλου γειτονικού χωριού της Λεμύθου, όπου φαίνεται ότι μερικοί συγγενείς, μετοίκησαν αργότερα…