Επιτέλους θα πρέπει οι Τούρκοι να αποφασίσουν τι θα διακηρύττουν για την τουρκική εισβολή του ’74, γράφει ο Αδάμος Κόμπος.
Ο Τούρκος υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρτ, όταν έφθασε παράνομα στο ψευδοκράτος στις 13/9/2020 για να παρακολουθήσει τη στρατιωτική άσκηση μεταξύ της Τουρκίας και του ψευδοκράτους, μας απείλησε ότι η χώρα του είναι πανέτοιμη να επαναλάβει ότι έκανε τον Ιούλιο του 1974 στην Κύπρο, για να προστατέψει δήθεν τους «ομοεθνείς» του. Δηλαδή μ’ αυτή την απειλή δεν πρέπει να φοβόμαστε διότι εάν θα γίνει αυτό που έκανε το 1974 που ήταν μια 100% «ειρηνευτική» επιχείρηση τι έχουμε να πάθουμε; Αφού τότε όπως διατείνονται και ισχυρίζονται συνεχώς ήταν μια πολύ ειρηνική εκστρατεία και περίπου ήταν μια εκδρομή των Τούρκων Μεχμετζίκ όπου έτσι απλά πέθαναν από τον φόβο ή τη χαρά τους, που τους είδαν, γύρω στις 5.000 Ελληνοκύπριοι.
Επιτέλους, θα πρέπει τα τουρκικά υπουργεία Άμυνας και Εξωτερικών να αποφασίσουν τι θα διακηρύττουν, ήταν «ειρηνευτική επιχείρηση» που έγινε τον Ιούλιο του 1974 στην Κύπρο ή ήταν βάρβαρη επέλαση των Αττίλων, των Μεχμετζίκ και των Μουτζιαχίτ, για να γίνονται πιστευτοί;
Θα πρέπει όμως να γνωρίζει ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας Χουλουσί Ακάρτ ότι δεν πρέπει να επαίρεται για τη βάρβαρη τουρκική εισβολή που έκανε η χώρα του το 1974 στην Κύπρο. Πρέπει μάλλον να ντρέπεται για τις αναφορές και απειλές του, διότι ήλθαν τα στρατεύματά του τότε στον μέγιστο βαθμό, σε αριθμούς ανδρών και γενικά όλων των οπλικών του συστημάτων και μέσων, εναντίον ενός πολύ μικρού, εξασθενημένου και κυρίως παγιδευμένου και προδομένου στρατού.
Παρά ταύτα θα πρέπει να παραδεχθεί ότι τότε οι τουρκικές δυνάμεις εισβολής πέτυχαν μιαν πύρρειο νίκη για την οποία δεν πρέπει να κομπάζουν και να «φουμίζονται». Μας ανέφεραν ποτέ πόσους νεκρούς στρατιώτες τους είχαν, αφού οι Ελληνοκύπριοι εθνοφρουροί και οι Ελλαδίτες στρατιώτες που βρέθηκαν στα πεδία των μαχών μας πληροφορούσαν ότι οι ναρκωμένοι Μεχμετζίκ έρχονταν μπροστά στα υποτυπώδη όπλα τους σαν να ήθελαν να σκοτωθούν. Είχαν σκοτωθεί χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες γιατί δεν το αναφέρουν, νιώθοντας ντροπή γι’ αυτές τους τις πράξεις.