Η κατάκτηση (εκμάθηση) πλούσιου λεξιλογίου (mastering a rich vocabulary) αποτελεί βασική συνιστώσα όχι μόνο για την ποιότητα της προφορικής και γραπτής έκφρασης, αλλά και για τη βαθύτερη Κατανόηση Κειμένου (Chall & Jacobs, 2003)
Σήμερα, όμως, νέοι και ενήλικες χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας επικοινωνία πολύ περιορισμένο αριθμό λέξεων –ένδειξη αδιαφορίας για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Συχνά η νεολαία μας κατηγορείται για λεξιπενία, δηλαδή για χρησιμοποίηση πολύ περιορισμένου αριθμού λέξεων στην επικοινωνία της (προφορική και γραπτή), κυρίως λόγω άγνοιας (Γ. Κούμα, 2016).
Για αντιμετώπιση του φαινομένου της λεξιπενίας, οι νέοι μπορούν, αντί να περνούν τον ελεύθερό τους χρόνο μπροστά από μια οθόνη «έξυπνου» κινητού τηλεφώνου, να ασχοληθούν και με το διάβασμα έγκριτης εφημερίδας, λογοτεχνικού βιβλίου ή βιβλίου που αναφέρεται στον εμπλουτισμό του λεξιλογίου μέσω λεξιλογικών ασκήσεων.
Ακολουθούν λέξεις/ρήματα, κατά αλφαβητική σειρά, που ακούμε και διαβάζουμε, για κατανόηση και σωστή χρήση, μαζί με τις αντίστοιχες λέξεις της αγγλικής γλώσσας:
Υιοθετώ 1. (κυριολ.) αποκτώ ως δικό μου ένα παιδί με υιοθεσία (adopt)
2. (μτφ.) = ασπάζομαι, ενστερνίζομαι, αποδέχομαι κάτι ως δικό μου (use an idea)
Λέμε: «Αφού δεν μπόρεσαν να κάνουν παιδιά, υιοθέτησαν ένα παιδί μεταναστών», «υιοθετώ μια άποψη/γνώμη /μέθοδο» – «η Κυβέρνηση υιοθέτησε την πρόταση του ΔΗΚΟ», «το ΑΚΕΛ υιοθετεί τη λύση της ΔΔΟ» – «η Τουρκία υιοθετεί πολιτικές εκφοβισμού, δεν ενστερνίζεται τις αξίες της ΕΕ» – «γιατί δεν υιοθετούμε το φινλανδικό μοντέλο στην παιδεία;»
Υπόκειμαι = εξαρτώμαι, υφίσταμαι (be subject to)
Λέμε: «Ποιο άλλο κράτος του ΟΗΕ υπόκειται σε εγγυήσεις από τρίτη χώρα;» – «γυναίκες που υπόκεινται σε κακοποίηση» – «εισαγόμενα προϊόντα που υπόκεινται σε έλεγχο» – «τα έμβια όντα υπόκεινται σε φθορά» – «το πρόγραμμα υπόκειται σε αλλαγές»
Χειραγωγώ = οδηγώ (κάποιον) στην κατεύθυνση που θέλω, ποδηγετώ (patronize)
Λέμε: «Χειραγωγώ τους πολίτες, το πλήθος, την αγορά, συνειδήσεις» – «τα κόμματα χειραγωγούν τους πολίτες» – «οι δημαγωγοί προσπαθούν να χειραγωγήσουν τον λαό και να τον κατευθύνουν να συναινέσει στις αποφάσεις τους» – «οι λαϊκές μάζες χειραγωγούνται από την πνευματική ηγεσία του τόπου»
Χορηγώ = παρέχω, δίνω (sponsor)
Λέμε: «Η Κυβέρνηση χορηγεί βίζες για ανειδίκευτους εργάτες» – «ο Οργανισμός χορηγεί δάνεια για αγορά κατοικίας» – (χορήγηση/βίζας πολιτικού ασύλου σε μετανάστες) -«η ανακαίνιση της εκκλησίας ολοκληρώθηκε με τη χορηγία/επιχορήγηση της Αρχιεπισκοπής) (ο χορηγός του έργου) – «τo υπουργείο Πολιτισμού επιχορηγεί τα θέατρα» (subsidises)
Βιβλιογραφικές πηγές
Αγγλοελληνικό Λεξικό Word Reference.com
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό για το Σχολείο και το Γραφείο
Λεξικό Τριανταφυλλίδη – Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα