Λίγα λόγια από τον Xριστόδουλο Γ. Παχουλίδη για τα 25 χρόνια από την κοίμησή του (19/12/1922 – 28/01/1994).
«Δίκαιος εάν φθάση τελευτήσαι, εν αναπαύσει έσται χάρις και έλεος εν τοις εκλεκτοίς αυτού και επισκοπή εν τις οσίοις αυτού.
Τα πιο πάνω λόγια, παρμένα από το θεόπνευστο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, «Σοφία Σολομώντος», βρήκαν εφαρμογή στο πρόσωπο του αοιδίμου Μητροπολίτη Κυρηνείας κυρού Γρηγορίου, τον οποίον ο Κύριος κάλεσε κοντά Του, στην ατελεύτητη Βασιλεία των Ουρανών, στις 28 Ιανουαρίου 1994.
Πράος, φιλακόλουθος, ευσεβέστατος,ανεξίκακος, υπήρξε καθ’ όλη τη ζωή του ο μακαριστός Μητροπολίτης Κυρηνείας Γρηγόριος. Γεννημένος στο μικρό χωριό Κοιλίνια της Πάφου, στις 19/12/22, μέλος μιας φτωχής και πολύτεκνης οικογένειας, μετά που τελείωσε το δημοτικό Σχολείο του χωριού του, οδηγούμενος από τον τότε ιερομόναχο θείο του, π. Χριστοφόρο, μετέβη στην Ιερά Βασιλική και Σταυροπηγιακή Μονή Κύκκου, όπου το Ηγουμενοσυμβούλιο τον δέχτηκε ως δόκιμο μοναχό. Παρακολούθησε τα μαθήματα τής εκεί Τριτάξιας Ανώτερης Σχολής της Μονής αυτής και ακολούθως στάλθηκε στη Λευκωσία, στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, από το οποίο και απεφοίτησε με άριστα. Αφού χειροτονήθηκε σε διάκονο (και λίγο αργότερα σε πρεσβύτερο), με υποτροφία της τροφούς του Μονής, μετέβη στην Αθήνα και φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία έλαβε το πτυχίο της Θεολογίας. Καθ’ όλη τη ζωή του μοναχικού του βίου, υπηρέτησε μετά πάσης υπακοής, ταπείνωσης, ηθικής και σεμνότητας, σε όποιο διακόνημα τον έταξε η Προϊσταμένη του Αρχή να υπηρετεί και πήρε και το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Για ένα μικρό διάστημα υπηρέτησε και ως διευθυντής της Ιερατικής Σχολής «Απόστολος Βαρνάβας». Κατά το διάστημα αυτό, εκλέχθηκε από τον κλήρο και το λαό της Θεοσώστου επαρχίας Κυρηνείας σε Επίσκοπό της και χειροτονήθηκε στον βαθμό αυτό της ιεροσύνης, στις 31η Μαρτίου 1974.
Αν και μόνο 3 ½ μήνες, μετά την εις Επίσκοπο χειροτονία του, αναγκάστηκε, λόγω των τραγικών γεγονότων, του πραξικοπήματος και της βάρβαρης τουρκικής εισβολής του Ιουλίου του 1974, να εγκαταλείψει τη μητροπολιτική του επαρχία, την αγάπησε τόσο πολύ, που θεωρούσε τον εαυτό του γνήσιο Κερυνειώτη και αισθανόταν πλήρως το δράμα και τον πόνο του εκτοπισμένου ποιμνίου του.
Αυτό το δράμα, αυτός ο πόνος και η αγωνία του εκτοπισμένου ποιμνίου του, το δράμα των συγγενών των πεσόντων και αγνοουμένων, επέδρασε τα μέγιστα στην κλονισμένη από την «νόσο του Πάρκισσον», υγεία του. Τα τελευταία δέκα χρόνια της επίγειας ζωής του, υπήρξαν πολύ μαρτυρικά γι’ αυτόν. Έζησα κοντά του όλα τα χρόνια της αρχιερατείας του, ως γραμματέας της Ιεράς Μητροπόλεως Κυρηνείας,συνεργάτης, βοηθός και οδηγός του και γνώρισα από κοντά την προς τον Θεό πίστη του, την υπομονή και την εγκαρτέρησή του. Ουδέποτε παραπονέθηκε για την υγεία του και ουδέποτε έχασε τις ελπίδες του προς τον Θεό.
Με καθαρότητα σκέψης, μέχρι τέλους της ζωής του, είχε το είναι του στραμμένο προς τον Θεό και προς την κατεχόμενη μητροπολιτική επαρχία της Κερύνειας. Αδιάλειπτα παρακαλούσε τον Θεό, για ανεύρεση των αγνοουμένων, στήριξη των εγκλωβισμένων και επιστροφή των εκτοπισμένων στην πατρώα τους γη.
«Μετέστη προς Κύριον» στις 28 Ιανουαρίου 1994, αφού πρώτα εξομολογήθηκε και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Μετετέθη από τον ταλαιπωρημένο βίο, στην ατελεύτητη Βασιλεία των Ουρανών, εκεί «ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός…». Αιωνία του η μνήμη.
«Δίκαιος εάν φθάση τελευτήσαι, εν αναπαύσει έσται χάρις και έλεος εν τοις εκλεκτοίς αυτού και επισκοπή εν τις οσίοις αυτού.
Τα πιο πάνω λόγια, παρμένα από το θεόπνευστο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, «Σοφία Σολομώντος», βρήκαν εφαρμογή στο πρόσωπο του αοιδίμου Μητροπολίτη Κυρηνείας κυρού Γρηγορίου, τον οποίον ο Κύριος κάλεσε κοντά Του, στην ατελεύτητη Βασιλεία των Ουρανών, στις 28 Ιανουαρίου 1994.
Πράος, φιλακόλουθος, ευσεβέστατος,ανεξίκακος, υπήρξε καθ’ όλη τη ζωή του ο μακαριστός Μητροπολίτης Κυρηνείας Γρηγόριος. Γεννημένος στο μικρό χωριό Κοιλίνια της Πάφου, στις 19/12/22, μέλος μιας φτωχής και πολύτεκνης οικογένειας, μετά που τελείωσε το δημοτικό Σχολείο του χωριού του, οδηγούμενος από τον τότε ιερομόναχο θείο του, π. Χριστοφόρο, μετέβη στην Ιερά Βασιλική και Σταυροπηγιακή Μονή Κύκκου, όπου το Ηγουμενοσυμβούλιο τον δέχτηκε ως δόκιμο μοναχό. Παρακολούθησε τα μαθήματα τής εκεί Τριτάξιας Ανώτερης Σχολής της Μονής αυτής και ακολούθως στάλθηκε στη Λευκωσία, στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, από το οποίο και απεφοίτησε με άριστα. Αφού χειροτονήθηκε σε διάκονο (και λίγο αργότερα σε πρεσβύτερο), με υποτροφία της τροφούς του Μονής, μετέβη στην Αθήνα και φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία έλαβε το πτυχίο της Θεολογίας. Καθ’ όλη τη ζωή του μοναχικού του βίου, υπηρέτησε μετά πάσης υπακοής, ταπείνωσης, ηθικής και σεμνότητας, σε όποιο διακόνημα τον έταξε η Προϊσταμένη του Αρχή να υπηρετεί και πήρε και το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Για ένα μικρό διάστημα υπηρέτησε και ως διευθυντής της Ιερατικής Σχολής «Απόστολος Βαρνάβας». Κατά το διάστημα αυτό, εκλέχθηκε από τον κλήρο και το λαό της Θεοσώστου επαρχίας Κυρηνείας σε Επίσκοπό της και χειροτονήθηκε στον βαθμό αυτό της ιεροσύνης, στις 31η Μαρτίου 1974.
Αν και μόνο 3 ½ μήνες, μετά την εις Επίσκοπο χειροτονία του, αναγκάστηκε, λόγω των τραγικών γεγονότων, του πραξικοπήματος και της βάρβαρης τουρκικής εισβολής του Ιουλίου του 1974, να εγκαταλείψει τη μητροπολιτική του επαρχία, την αγάπησε τόσο πολύ, που θεωρούσε τον εαυτό του γνήσιο Κερυνειώτη και αισθανόταν πλήρως το δράμα και τον πόνο του εκτοπισμένου ποιμνίου του.
Αυτό το δράμα, αυτός ο πόνος και η αγωνία του εκτοπισμένου ποιμνίου του, το δράμα των συγγενών των πεσόντων και αγνοουμένων, επέδρασε τα μέγιστα στην κλονισμένη από την «νόσο του Πάρκισσον», υγεία του. Τα τελευταία δέκα χρόνια της επίγειας ζωής του, υπήρξαν πολύ μαρτυρικά γι’ αυτόν. Έζησα κοντά του όλα τα χρόνια της αρχιερατείας του, ως γραμματέας της Ιεράς Μητροπόλεως Κυρηνείας,συνεργάτης, βοηθός και οδηγός του και γνώρισα από κοντά την προς τον Θεό πίστη του, την υπομονή και την εγκαρτέρησή του. Ουδέποτε παραπονέθηκε για την υγεία του και ουδέποτε έχασε τις ελπίδες του προς τον Θεό.
Με καθαρότητα σκέψης, μέχρι τέλους της ζωής του, είχε το είναι του στραμμένο προς τον Θεό και προς την κατεχόμενη μητροπολιτική επαρχία της Κερύνειας. Αδιάλειπτα παρακαλούσε τον Θεό, για ανεύρεση των αγνοουμένων, στήριξη των εγκλωβισμένων και επιστροφή των εκτοπισμένων στην πατρώα τους γη.
«Μετέστη προς Κύριον» στις 28 Ιανουαρίου 1994, αφού πρώτα εξομολογήθηκε και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Μετετέθη από τον ταλαιπωρημένο βίο, στην ατελεύτητη Βασιλεία των Ουρανών, εκεί «ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός…». Αιωνία του η μνήμη.